Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια εις βάθος ανάλυση της εξέλιξης της Europol εν μέσω σημαντικών πολιτικών αντιξοοτήτων και περιορισμών, που συνδέονται άρρηκτα με την έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Στα συμπεράσματα της μελέτης περιλαμβάνονται συγκεκριμένες διαπιστώσεις και προβληματισμοί, σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της Europol και τις μελλοντικές δυνατότητές της στην καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Εισαγωγή
Ιστορικά, η συνεργασία της διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση του εγκλήματος βασίστηκε στη σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών συνεργασίας, οι οποίες εξελίχθηκαν σε στρατηγικά και επιχειρησιακά δίκτυα συνεργασίας (Das & Kratcoki, 2001: 4-7). Η διεθνής αστυνομική συνεργασία, ωστόσο, ήταν πάντοτε ένα περίπλοκο εγχείρημα λόγω των διαφορετικών πολιτικών και των διαφορών στα εθνικά ποινικά και δικονομικά συστήματα (Deflem, 2002: 45). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τα πρώτα βήματα για την ενίσχυση της αστυνομικής συνεργασίας επικεντρώθηκαν στην ίδρυση της Ευρωπόλ. Από την ίδρυση της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ευρωπόλ εξελίχθηκε στην πορεία του χρόνου ως ένας εξέχων ευρωπαϊκός οργανισμός στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και μάλιστα εν μέσω διαφορετικών ευρωπαϊκών νομικών και πολιτικών συστημάτων επιβολής του νόμου.
Ιστορικό και Πολιτικό Πλαίσιο
Η ίδρυση της Ευρωπόλ ήταν αντικείμενο συζητήσεων από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην Ομάδα Εργασίας Trevi, όπου τα τότε 12 κράτη μέλη της ΕΕ συζητούσαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων επιβολής του νόμου σε διακυβερνητικό επίπεδο (Woodward, 1993, Bunyan, 1993). Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο εκείνη την περίοδο, επηρέασαν την πρόοδο των διαβουλεύσεων για την ίδρυση της Ευρωπόλ. Συγκεκριμένα, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην ανατολικών καθεστώτων σε συνδυασμό με την ανησυχία που υπήρχε για παράνομο εμπόριο πυρηνικών υλικών, η αύξηση των ροών παράνομης μετανάστευσης από χώρες του ανατολικού μπλοκ προς χώρες της ΕΕ, η απειλή από την ταχεία διεθνοποίηση του εμπορίου ναρκωτικών για την οποία οι ιταλικές αρχές ανέφεραν αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της μαφίας στην Ευρώπη, ήταν μερικοί από τους κύριους λόγους που ώθησαν την συζητήσεις για την ίδρυση της Ευρωπόλ (Στεργιούλης, 2003: 23-27).
Επισήμως, η πρόταση για την ίδρυση της Ευρωπόλ υποβλήθηκε από τον Γερμανό καγκελάριο Helmut Kohl στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 28/29 Ιουνίου 1991, στο Λουξεμβούργο, μαζί με μια Βρετανική πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής μονάδας πληροφοριών για τα ναρκωτικά (Woodward, 1993). Οι προτάσεις αυτές εγκρίθηκαν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής του Μάαστριχτ, στις 09/10 Δεκεμβρίου 1991, και τελικά ενσωματώθηκαν στις διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ, άρθρο Κ.1.9. Στις 2 Ιουνίου 1993, στην Κοπεγχάγη, οι υπουργοί Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αποφάσισαν τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Μονάδας Ναρκωτικών (European Drugs unit-EDU) που αποτέλεσε τον πρόδρομο της ίδρυσης της Ευρωπόλ (Rauchs & Koenig, 2001: 43). Οι αρμοδιότητες της EDU, με έδρα τη Χάγη, περιορίστηκαν σε εγκλήματα που σχετίζονταν με τη διακίνηση ναρκωτικών και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σχετικές με το εμπόριο ναρκωτικών (Ministerial Agreement, 1993).
Παράλληλα, τα κράτη μέλη συνέχισαν τις προσπάθειές τους για την κατάρτιση της Σύμβασης Ευρωπόλ, η οποία θα επέτρεπε στην Ευρωπόλ να αναλάβει πλήρως τις δραστηριότητές της. Ωστόσο, η Σύμβαση Ευρωπόλ έπρεπε να επικυρωθεί από όλα τα κοινοβούλια των κρατών μελών, μια μακρά διαδικασία που διήρκεσε περισσότερα από πέντε χρόνια λόγω του σκεπτικισμού και της απροθυμίας των κρατών μελών να παραχωρήσουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας στην Ευρωπόλ για θέματα της εσωτερικής τους ασφάλειας. Τελικά, η Σύμβαση Ευρωπόλ επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη και τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1998 (OJEU, 1998).
Η ίδρυση της EDU ήταν η πρώτη προσπάθεια στην ιστορία της Ευρώπης να δημιουργήσει μια κοινή ευρωπαϊκή δομή για επιχειρησιακή συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου. Ωστόσο, αυτή η πρώτη προσπάθεια δεν έτυχε της δέουσας προσοχής. Η αρχική φάση της Ευρωπόλ χρειαζόταν μια αποτελεσματική στρατηγική, καθώς και μια ισχυρή πολιτική υποστήριξη που δεν υπήρχε τότε, ενώ τα κράτη μέλη ήταν επιφυλακτικά και απρόθυμα να παράσχουν στην Ευρωπόλ ένα ευρύ πλαίσιο αρμοδιοτήτων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Αναφορικά, τέλος, με την ιδέα της ίδρυσης της Ευρωπόλ ως ένα ευρωπαϊκό FBI (Occhipinti, 2003, Bruggeman, 2007, De Moore, Vermeulen, 2010a: 63-66), το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ δεν είχε ποτέ προβλέψει μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή δομή επιβολής του νόμου. Στην πραγματικότητα, η ίδρυση της Ευρωπόλ δεν έγινε ποτέ αντιληπτή στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού FBI και κανένα από τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο της ΕΕ ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είχαν υποβάλει μία τέτοια πρόταση. Έτσι, ο ρόλος της Ευρωπόλ στην ευρωπαϊκή συνεργασία επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής της στις Κοινές Ομάδες Ερευνών (OJEU, 2002), προβλέπονταν πάντα με υποστηρικτικούς όρους, όπως η ανταλλαγή και ανάλυση πληροφοριών. Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχή της εθνικής κυριαρχίας επί θεμάτων εσωτερικής ασφάλειας επισκίαζε συνεχώς τον τομέα της Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, περιορίζοντας τις επιχειρησιακές δραστηριότητες της Ευρωπόλ.
Νομική Βάση
Η Σύμβαση της Ευρωπόλ σηματοδότησε την έναρξη μιας μακροπρόθεσμης διαδικασίας για τη λεγόμενη κοινοτικοποίηση της συνεργασίας επιβολής του νόμου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Fijnaut, 1993). Ωστόσο, η Σύμβαση Ευρωπόλ αποδείχθηκε συχνά ένα άκαμπτο νομικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων στην καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Για κάθε τροποποίηση των διατάξεών της, ένα πρωτόκολλο έπρεπε να εκπονηθεί και να επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές τους κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δημιουργώντας έτσι μεγάλες καθυστερήσεις και τεράστιες δυσκολίες στην έγκαιρη προσαρμογή των καθηκόντων της Ευρωπόλ για την αντιμετώπιση των εγκληματικών και τρομοκρατικών απειλών (European Commission, 2008). Αυτή η περίπλοκη πολιτική διαδικασία κατέδειξε μια σοβαρή έλλειψη σχεδιασμού και ανάπτυξης, καθώς επίσης και έλλειψη εμπιστοσύνης των κρατών μελών προς την Ευρωπόλ (Benyon, 1996, Rozée, et al. 2013).
Η Ευρωπόλ λειτούργησε σε διακυβερνητικό πλαίσιο στον αποκαλούμενο κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (Fijnaut, 1999) μέχρι το 2009, όταν η Σύμβαση Ευρωπόλ αντικαταστάθηκε με Απόφαση του Συμβουλίου (OJEU, 2009) που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2010. Αυτή η σημαντική νομική τροποποίηση διεύρυνε την εντολή της Ευρωπόλ, έτσι ώστε να καλύπτει κάθε μορφή σοβαρού εγκλήματος, απελευθερώνοντας έτσι τις δυνατότητες της στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος χωρίς περιορισμούς. Πράγματι, η απόφαση του Συμβουλίου ήταν ένα σημαντικό βήμα προόδου στη συνεργασία των κρατών μελών της ΕΕ για την επιβολή του νόμου, καθώς η Ευρωπόλ κατέστη οργανισμός της ΕΕ, αποκτώντας ένα νέο νομικό καθεστώς μετά από λειτουργία ως διακυβερνητικός οργανισμός για περισσότερο από μια δεκαετία.
Τέλος, το 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε μια νέα πρωτοβουλία για να αντικαταστήσει την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου του 2009 με έναν Κανονισμό που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2017 (OJEU, 2016). Αυτή η νέα και τρέχουσα νομική βάση επιτρέπει στην Ευρωπόλ να αντιμετωπίζει τις απειλές για την ασφάλεια της ΕΕ δημιουργώντας εξειδικευμένες εσωτερικές δομές, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αντιτρομοκρατίας (Moor & Vermeulen, 2010β). Συγχρόνως, ενίσχυσε το καθεστώς προστασίας δεδομένων, καθώς η Ευρωπόλ είναι πλέον υπόλογη στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ, επιλύοντας έτσι ένα κρίσιμο και ευαίσθητο θέμα για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που εκκρεμούσε από την ίδρυσή της (Boehm, 2012: 292, OJEC, 2001). Ωστόσο, το ερώτημα της προστιθέμενης αξίας της νέας νομικής βάσης στο επιχειρησιακό έργο της Ευρωπόλ, παραμένει ακόμη αναπάντητο (Busuioc & Groenleer, 2013).
Κύριες Αρμοδιότητες
Ανταλλαγή Πληροφοριών
Ελλείψει εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, η Ευρωπόλ εξελίχθηκε εστιάζοντας στην ανάπτυξη υποστηρικτικών υπηρεσιών προς τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών (Anderson, 1989: 13). Από την αρχή της λειτουργίας της, η Ευρωπόλ είχε επενδύσει στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών, παρέχοντας σε κάθε κράτος μέλος ένα γραφείο συνδέσμου στην έδρα της. Εκείνη την περίοδο, η έννοια του δικτύου αξιωματικών συνδέσμων στα κεντρικά γραφεία της Ευρωπόλ θεωρούνταν ως μία καινοτόμος ιδέα για την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπόλ, μέσω των άμεσων διαπροσωπικών επαφών. Ωστόσο, οι αποσπασμένοι αξιωματικοί σύνδεσμοι στην Ευρωπόλ λειτουργούσαν και συνεχίζουν να λειτουργούν σύμφωνα με το εθνικό τους νομικό πλαίσιο, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται υπόκεινται στον έλεγχο των αντίστοιχων εθνικών αρχών και η Ευρωπόλ δεν έχει καμία αρμοδιότητα για το έργο και τα καθήκοντα των αξιωματικών συνδέσμων, οι οποίοι, ως εθνικοί εκπρόσωποι, λαμβάνουν εντολές μόνο από τις εθνικές τους αρχές. Με την πάροδο του χρόνου, το δίκτυο αξιωματικών συνδέσμων της Ευρωπόλ επεκτάθηκε με τη συμμετοχή επίσης αξιωματικών συνδέσμων από τρίτα κράτη, με τα οποία η Ευρωπόλ έχει υπογράψει διμερείς συμφωνίες συνεργασίας (Europol, 2016a: 7).
Η συνεχώς διευρυνόμενη δομή των αξιωματικών συνδέσμων συνδέεται άμεσα με τις εθνικές πολιτικές των κρατών μελών, διασφαλίζοντας και προωθώντας την εκπροσώπηση διαφορετικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου (αστυνομία, χωροφυλακή, τελωνεία, λιμενική αστυνομία κ.λπ.) στην έδρα της Ευρωπόλ. Ωστόσο, το δίκτυο σχετίζεται άμεσα και με τον προϋπολογισμό της Ευρωπόλ που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα λειτουργικών δαπανών, εκτός από τις αμοιβές των αξιωματικών συνδέσμων που καλύπτονται από τις εθνικές τους αρχές. Εναλλακτικά, το δίκτυο αξιωματικών συνδέσμων της Ευρωπόλ θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά και μέσω της έδρας των κρατών μελών δεδομένης της ήδη υπάρχουσας προηγμένης τεχνολογίας επικοινωνιών, αποφεύγοντας έτσι τη γραφειοκρατία και το αυξημένο κόστος των αποσπάσεων υπαλλήλων στην έδρα της Ευρωπόλ. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί από το 2009, όταν η πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών της Ευρωπόλ που ονομάζεται SIENA (Secure Information Exchange Network Application) έγινε λειτουργική με τεχνολογία αιχμής επιτρέποντας όχι μόνο στις εθνικές μονάδες των κρατών μελών να χρησιμοποιούν την πλατφόρμα, αλλά και των αξιωματικών συνδέσμων της Ευρωπόλ, το σύνολο του προσωπικού της Ευρωπόλ, καθώς και των αρμοδίων αρχών τρίτων κρατών και οργανισμών που υπέγραψαν συμφωνίες συνεργασίας με την Ευρωπόλ (Europol, 2018). Λαμβάνοντας υπόψη τις απειλές για την ασφάλεια της ΕΕ και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης, θα μπορούσε να αντικατασταθεί η δομή και λειτουργία του δικτύου αξιωματικών συνδέσμου της Ευρωπόλ από περιφερειακά γραφεία της Ευρωπόλ (Regional Offices) που θα ιδρυθούν σε ευαίσθητες περιοχές του ευρωπαϊκού χώρου, όπως για παράδειγμα η περιοχή των Βαλκανίων, για την προώθηση της συνεργασίας με αυτές τις χώρες στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Ανάλυση Πληροφοριών & Βάσεις Δεδομένων
Η ίδρυση της Ευρωπόλ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάλυση εγκληματολογικών πληροφοριών, ως μία υπηρεσία υψηλής προστιθέμενης αξίας από επιχειρησιακής και στρατηγικής πλευράς για τις έρευνες των κρατών μελών. Πράγματι, η Ευρωπόλ εισήγαγε στην πρώτη της λειτουργική δομή το 1993, ένα τμήμα ανάλυσης του εγκλήματος με την πρόσληψη των πρώτων αναλυτών από κράτη μέλη των οποίων οι αρχές επιβολής του νόμου είχαν ένα ορισμένο επίπεδο γνώσεων και εμπειρίας στην εγκληματολογική ανάλυση. Παράλληλα, η Ευρωπόλ διέδωσε την εμπειρογνωμοσύνη της στην ανάλυση του εγκλήματος, εκπαιδεύοντας προσωπικό των κρατών μελών και ενθαρρύνοντας τις εθνικές αρχές να δημιουργήσουν μονάδες ανάλυσης πληροφοριών. Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπόλ εξέδωσε τις πρώτες κατευθυντήριες γραμμές και κανόνες στην ευρωπαϊκή κοινότητα (Europol, 2000a), η οποία μάλιστα κέρδισε βραβείο από τη Διεθνή Ένωση Αναλυτών Επιβολής του Νόμου (Europol, 2000b: 10). Έκτοτε, η Ευρωπόλ δεν έπαψε ποτέ να επενδύει συστηματικά στην ανάλυση πληροφοριών, θεωρώντας την ως ένα πολύτιμο και αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, παρά το σκεπτικισμό ορισμένων κρατών μελών να τροφοδοτούν την Ευρωπόλ με πληροφορίες (Fägersten, 2010). Σήμερα, η Ευρωπόλ διαθέτει και λειτουργεί ένα υπερσύγχρονο κεντρικό σύστημα ανάλυσης, το οποίο καλύπτει όλες τις μορφές σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας και ο οργανισμός αναγνωρίζεται ευρέως ως το ευρωπαϊκό κέντρο ανάλυσης πληροφοριών (Brady, 2008, Bureš, 2016).
Σε αντίθεση με το δίκτυο αυτόνομων βάσεων δεδομένων της Ιντερπόλ, η Ευρωπόλ είχε από ιδρύσεως της προγραμματίσει τη δημιουργία μίας ενιαίας και πολύγλωσσης βάσης δεδομένων, όπως προβλέπονταν από τη Σύμβαση Ευρωπόλ του 1998 (άρθρα 7, 8 & 9). Η πρόοδος, ωστόσο, των εργασιών του Συστήματος Πληροφοριών Ευρωπόλ (EIS) ήταν εξαιρετικά αργή λόγω της πολιτικής γραφειοκρατίας των κρατών μελών, αλλά και λόγω του αυστηρού νομικού πλαισίου της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης, βεβαίως, και της πολυπλοκότητας των τεχνικών πτυχών του συστήματος. Το EIS άρχισε τελικά να λειτουργεί το 2005 (Europol, 2013) και έκτοτε έχει εξελιχθεί σημαντικά περιλαμβάνοντας όλους τους τύπους εγκληματικών πληροφοριών που αφορούν πρόσωπα, αντικείμενα, ακόμη και δομές εγκληματικών οργανώσεων. Η προστιθέμενη αξία του EIS έγκειται στην τεχνική δυνατότητα διασύνδεσης όλων των σχετικών εγκληματολογικών δεδομένων κατά τη διεξαγωγή μιας αναζήτησης. Είναι προσβάσιμο από όλες τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου μέσω του SIENA συμπεριλαμβανομένων και των αντιτρομοκρατικών μονάδων, αξιωματικών συνδέσμων και εμπειρογνωμόνων της Ευρωπόλ. Επιπροσθέτως, όλα τα δεδομένα που εισάγονται στο σύστημα ελέγχονται αυτόματα έναντι των δεδομένων των αρχείων ανάλυσης πληροφοριών που διατηρεί η Ευρωπόλ για όλες τις μορφές οργανωμένου εγκλήματος, υποστηρίζοντας έτσι ένα ευρύτερο φάσμα συνεργασίας για τη διεξαγωγή ερευνών κατά του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συμπεράσματα & Διαπιστώσεις
Η ίδρυση της EDU το 1993 και εν συνεχεία η επικύρωση της Σύμβασης Europol το 1998, ήταν τα πρώτα βήματα στην ευρωπαϊκή ιστορία για τη δημιουργία μιας θεσμοθετημένης κοινής δομής ευρωπαϊκής συνεργασίας για την εφαρμογή του νόμου. Ωστόσο, η λειτουργία αυτή της πρώτης δομής αποδείχθηκε με την πάροδο του χρόνου ότι δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Για μία περίοδο άνω των δέκα ετών, η Ευρωπόλ λειτούργησε υπό εκτεταμένους περιορισμούς που έθετε η Σύμβαση Ευρωπόλ, η φιλοσοφία της οποίας βασίζονταν στην αρχή της διακυβερνητικής συνεργασίας (Boer & Walker, 1993). Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με την οποία τα θέματα εσωτερικής ασφάλειας υπάγονται στην αποκλειστικά αρμοδιότητα των κρατών, που εν πολλοίς συνοδεύονταν και από έλλειψη εμπιστοσύνης των κρατών μελών προς την Ευρωπόλ, υπήρξε από τους κυριότερους αποτρεπτικούς παράγοντες προκαλώντας σοβαρές καθυστερήσεις στις διαβουλεύσεις για τη στρατηγική και επιχειρησιακή εξέλιξη του οργανισμού (Rozée , et al., 2013).
Τα πρώτα σημάδια της θετικής αλλαγής στην εξέλιξη της Ευρωπόλ, έγιναν εμφανή όταν η Σύμβαση Ευρωπόλ αντικαταστάθηκε με την Απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ του 2009. Από εκείνη τη στιγμή, η Ευρωπόλ, ως οργανισμός πλέον της ΕΕ, εξήλθε από το άκαμπτο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας που απέρρεε από τις διατάξεις της Σύμβασης Ευρωπόλ και άρχισε μια νέα εποχή στην ευρωπαϊκή αστυνομική συνεργασία, με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ σε όλες τις μορφές του οργανωμένου εγκλήματος. (Paterson & Pollock, 2011: 137). Ο Κανονισμός της ΕΕ του 2017 που αντικατέστησε την Απόφαση του Συμβουλίου του 2009 και αποτελεί σήμερα τη νομική βάση της Ευρωπόλ, ενίσχυσε τον επιχειρησιακό και στρατηγικό ρόλο της Ευρωπόλ στο πλαίσιο της πολύπλευρης και σύνθετης ευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας και παράλληλα αύξησε τη διαφάνεια στους τομείς της λογοδοσίας και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων που τηρεί και επεξεργάζεται ο οργανισμός από ιδρύσεως του.Η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελούσε ανέκαθεν τον ακρογωνιαίο λίθο της διεθνούς συνεργασίας για την επιβολή του νόμου. Η Ευρωπόλ είχε επενδύσει εξαρχής στη δημιουργία ενός δικτύου αξιωματικών συνδέσμων, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμο στην αρχή της λειτουργίας της ως διακυβερνητικός οργανισμός. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό το δίκτυο επεκτάθηκε υπερβολικά, ειδικά μετά τη διεύρυνση της ΕΕ αλλά και των συμφωνιών συνεργασίας της Ευρωπόλ με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Δεδομένης, ωστόσο, της προηγμένης τεχνολογίας που χρησιμοποιείται από την Ευρωπόλ από το 2009 όταν το SIENA τέθηκε σε λειτουργία, θα μπορούσε σήμερα να εξετασθεί το ενδεχόμενο της αντικατάστασης του υφιστάμενου δικτύου αξιωματικών συνδέσμων με την ίδρυση περιφερειακών υπηρεσιών της Ευρωπόλ στον ευρωπαϊκό χώρο. Συγκεκριμένα, η Ευρωπόλ θα μπορούσε να δημιουργήσει περιφερειακές υπηρεσίες σε κρίσιμες ευρωπαϊκές περιοχές, όπως στα δυτικά Βαλκάνια ή και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, ώστε να υποστηρίξει καλύτερα τη συνεργασία με αυτά τα κράτη, αλλά και μεταξύ των κρατών μελών της, στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η Ευρωπόλ έχει εξελιχθεί σημαντικά αποδεικνύοντας την προστιθέμενη αξία της στην ευρωπαϊκή αστυνομική συνεργασία, με απτά αποτελέσματα που παρουσιάζονται μέσω των εκθέσεων της για την εκτίμηση απειλής του σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Έχοντας ολοκληρώσει την ανάπτυξη της πλατφόρμας SIENA στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών, μαζί με το EIS ως πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων για εγκληματικές δραστηριότητες και με ένα προηγμένο σύστημα ανάλυσης πληροφοριών, η Ευρωπόλ δημιούργησε με επιτυχία μια ολοκληρωμένη επιχειρησιακή δομή που επιτρέπει στον οργανισμό να λειτουργεί αποτελεσματικότητά στην υποστήριξη των ερευνών όλων των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών. Σήμερα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ευρωπόλ στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, αναγνωρίζεται μέσω της ολοκληρωμένης στρατηγικής της ως μέρος της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της ΕΕ, αλλά και του πρωτεύοντος ρόλου της στην υλοποίηση του κύκλου πολιτικής της ΕΕ που εστιάζει σε επιχειρησιακά σχέδια για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος ( Council of EU, 2014 & Europol, 2016b: 19).
Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας έχει επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ, καθόσον περιορίζει δραστικά το ρόλο της στην υποστήριξη των ερευνών των κρατών μελών μέσω της διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών και της παροχής ανάλυσης πληροφοριών. Μια πολύ ισχυρή ένδειξη του αντίκτυπου της εθνικής κυριαρχίας στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, ήταν η πρόσφατη αποχώρηση της Δανίας από μέλος της Ευρωπόλ (Μάιος 2017), μετά από ειδικό προς τούτο δημοψήφισμα της χώρας. Παρομοίως, οι προσεχείς μελλοντικές συνέπειες που θα προκύψουν από το Brexit, το οποίο αναπόφευκτα θα καταλήξει στην αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από μέλος της Ευρωπόλ, εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για τη μελλοντική εξέλιξη του οργανισμού, αν και προβλέπεται να υπάρξουν διμερείς συμφωνίες στρατηγικής και επιχειρησιακής συνεργασίας προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που θα δημιουργηθούν από μια τόσο ανησυχητική απώλεια δύο ισχυρών κρατών μελών της Ευρωπόλ.
Τίθεται, τέλος, το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι εφικτή η περαιτέρω στρατηγική και επιχειρησιακή εξέλιξη της Ευρωπόλ εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου της ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο (άρθρο 88 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ & άρθρο 4.2 της Συνθήκης της ΕΕ ) ορίζεται κατηγορηματικά ότι τα θέματα εσωτερικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης υπάγονται αποκλειστικά στην εθνική κυριαρχία των κρατών μελών (Guyomarch, 1994, European Commission, 2017).-
Γράφει ο Δρ Ευάγγελος Στεργιούλης*
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Benyon, J. (1996) “The politics of police cooperation in the European Union”, International Journal of the Sociology of Law, 14 (4):353-379.
Boehm, F. (2012) Information Sharing and Data Protection in the Area of Freedom, Security and Justice. Towards a harmonised data protection principles for information exchange at EU level. Berlin: Springer.
Boer, M. & Walker, N. (1993) European Policing after 1992, Journal of Common Market Studies, 31(1):3-28.
Brady, H. (2008) “Europol and the European Criminal Intelligence Model: A Non-state Response to Organized Crime”, Policing: A Journal of Policy and Practice, 2(1):103–109
Bruggeman, W. (2007) The future of Europol and its limits,
http://www.europarl.europa.eu/hearings/20070410/libe/bruggeman_en.pdf
(accessed on 18.9.2019).
Bunyan, T. (1993) “Trevi, Europol and the European State”, in Bunyan, T. (ed) State watching the New Europe: A handbook on the European State, London: Statewatch.
Bureš, O. (2016) “Intelligence sharing and the fight against terrorism in the EU: Lessons learned from Europol”, European View, 15(1):57-66
Busuioc, M. & Groenleer, B. (2013) “Beyond design: The evolution of Europol and Eurojust ”, Perspectives on European Politics and Society, 14(3):285-304
Council of the European Union (2014) The EU Policy Cycle to tackle organized and serious international crime, EU Publications Office.
Deflem, M. (2002) Policing World Society: Historical Foundations of International Police Cooperation. Oxford, UK: Oxford University Press.
Das, D & Kratcoski, P. (2001) “International Police Cooperation: A World Perspective” in Koenig, D & Das, D. (eds.), (2001), International Police Cooperation. A world Perspective, Oxford: Lexington Books.
European Commission (2008) “Europol to become EU agency in 2010”, Press Release, Brussels, 18.4.2008.
European Commission (2013) “Europol: The EU hub for support to law enforcement cooperation and training”, Press Release, Brussels, 27 March 2013, http://europa.eu/rapid/press-release_IP-13-284_en.htm (accessed on 16.7.2019).
European Commission (2017) «Commission welcomes Europol’s new mandate and cooperation agreement with Denmark, Brussels, 29 April 2017,
http://europa.eu/rapid/press-release_STATEMENT-17-1169_en.htm (accessed on 17.8.2019).
Europol (1998) Press Release, “Official Opening of Europol”, 1.10.1998.
Europol (2000a) Europol Analytical Guidelines, EU Publications Office.
Europol (2000b) Annual Report 2000, EU Publications Office.
Europol, (2013) Europol Information System, EU Publications Office.
Europol (2016a) Europol Review 2015, EU Publications Office.
Europol (2016b) Europol Strategy 2016-2020, EU Publications Office.
Europol (2017) Press Release “Today, on 1 May 2017, Europol’s new Regulation enters into force and takes effect in all EU Member States” https://www.europol.europa.eu/newsroom/news/europols-new-regulation (accessed on 20.6.2019).
Europol (2018) Press Release, “In 2017 more than one million messages were exchanged between the users of SIENA and more that 66,000 cases were initiated in 2017, an increase of 42% compared to 2016”, 11.1.2018.
https://www.europol.europa.eu/newsroom/news/more-one-million-operational-messages-shared-between-europol-member-states-and-third-parties-in-2017 (accessed on 14.5.2019).
Fägersten, B. (2010) “Bureaucratic Resistance to International Intelligence Cooperation – The Case of Europol”, Intelligence and National Security, 25(4): 500-520.
Fijnaut, C. (2004) Police cooperation and the area of freedom, security and justice, in Walker, N. (ed.), Europe’s area of freedom, security and justice. Oxford: Oxford University Press, p. 241-282.
Fijnaut, C. (1993) “The Communitization of police cooperation in Western Europe, in Schermers H, (et.al.) (eds) Free movement of persons in Europe: Legal problems and experiences. Dordrecht: Martinus Nijhoff, p. 75-92.
Guyomarch, A. (1994) Problems and prospects for European police cooperation after Maastricht, Policing and Society, 5 (3):249-261.
Ministerial Agreement (1993) Establishment of the Europol Drugs Unit, Copenhagen, 2 June 1993,
Moore, A. & Vermeulen, G. (2010a) Shaping the competence of Europol. An FBI perspective in Cools, M.et. al. (eds.) (2010) EU and international crime control: Topical Issues, Antwerpen: Maklu.
Moor, A. & Vermeulen, G. (2010b), The Europol Council Decision: A new legal basis for Europol, New Journal of European Criminal Law, (1) 2:178-198.
Occhipinti, J. (2003) The politics of EU Police Cooperation. Toward a European FBI? London: Lynne Rienner Publishers.
OJEU (1995) Joint Action of 10 March 1995 adopted by the Council on the basis of article K.3 of the treaty on European Union concerning the Europol Drugs Unit, 95/73/JHA, L 062, 20.3.1995.
OJEU (1996) Joint Action of 16 December 1996 adopted by the Council on the basis of article K.3 of the Treaty on European Union extending the mandate given to the Europol Drugs Unit, 96/748/JHA, L 342 (39), 31.12.1996.
OJEU (1998) Convention based on Article K.3 of the Treaty on European Union, on the establishment of a European Police Office (Europol Convention), C 316, 27.11.1995.
OJEU (1999) Council Communication concerning the taking up of activities of Europol, C185/01, 1.7.1999.
OJEU (2001) Regulation (EC) No 45/2001 on the protection of individuals with regard to the processing of personal data by the Community institutions and bodies and on the free movement of such data, L 8/1, 12.01.2001.
OJEU (2002) Council Framework Decision of 13 June 2002 on joint investigations teams, (2002/465/JHA), L 162/1, 20.6.2002.
OJEU (2009) Council Decision of 6 April 2009 establishing the European Police Office (Europol), (2009/371/JHA), L 121/37, 15.5.2009.
OJEU (2016) EU Regulation 2016/794 of the European Parliament and of the Council of 11 May 2016 on the European Union Agency for Law Enforcement Cooperation (Europol), L 135/53, 24.5.2016.
Paterson, C. & Pollock, E. (2011), Policing and Criminology, UK: Learning Matters.
Rauchs, G. / Koenig, D. (2001) “Europol” in Koenig, D & Das, D. (eds.), (2001), International Police Cooperation. A world Perspective, Oxford: Lexington Books.
Rozée, S., Kaunert, C., & Léonard, S., (2013) “Is Europol a Comprehensive Policing Actor?”, Perspectives on European Politics and Society, 14(3): 372-387.
Stergioulis, E. (2003) The European Police Office-Europol. Athens: Nomiki Vivliothiki (in Greek).
Woodward, R. (1993) Establishing Europol, European Journal of Criminal Policy and Research. 1(4):7-33.———————-
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε. α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη, ως υπεύθυνος εξωτερικών και δημοσίων σχέσεων και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής στο Ελληνικό Ινστιτούτο για τα Ηνωμένα Έθνη.
Η παρούσα μελέτη – που αναδημοσιεύουμε από το SECURITY MANAGER- βασίζεται στην έρευνα του συγγραφέως για τη Europol:Stergioulis, E. (2020). Past, present and future trends of Europol’s evolution in the European law enforcement cooperation. European Law Enforcement Research Bulletin, (19), tbc. https://bulletin.cepol.europa.eu/index.php/bulletin/article/view/420
πηγή:militaire.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις