Οι ανήθικες προτάσεις και οι απειλές που κόστισαν τη ζωή σ’ έναν νεαρό άνδρα
Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου 1978 οι κάτοικοι μίας μικρής γειτονιάς στο Νέο Κόσμο ξύπνησαν από τον ήχο πυροβολισμών. Ανάστατοι βγήκαν στα μπαλκόνια τους και είδαν πεσμένο στο έδαφος έναν άνδρα. Δίπλα του ένας νεαρός προσπαθούσε, πανικόβλητος, να τον βοηθήσει.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Όταν έφτασε στην περιοχή η αστυνομία αλλά και το ασθενοφόρο ήταν αργά. Ο 26χρονος μπουζουξής Γ.Α. ήταν, ήδη, νεκρός. Το μοιραίο χτύπημα από τη σφαίρα τον είχε βρει στον αυχένα. Ο φίλος του, σε κατάσταση σοκ, δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για τις δραματικές στιγμές που προηγήθηκαν. Άλλωστε, ήταν ξεκάθαρο πως ήταν μεθυσμένος. Το μόνο που κατάφερε να πει στους αστυνομικούς ήταν ότι δέχτηκαν δυο πυροβολισμούς από έναν άνδρα ο οποίος φορούσε δερμάτινο σακάκι, ήταν κοντός και μελαχρινός.
Οι αστυνομικοί έχοντας ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή τους άρχισαν να ερευνούν διάφορα σενάρια που ενδεχομένως θα τους οδηγούσαν στο δράστη. Το γεγονός ότι όλα έγιναν ξημερώματα και πως ο άνδρας οπλοφορούσε τους έκανε να υποθέσουν ότι είχε σχέση με τη νύχτα. Για το λόγο αυτό άρχισαν να αναζητούν στοιχεία σε κοντινά νυχτερινά μαγαζιά και λέσχες με μοναδικό τους όπλο την περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα. Χρειάστηκαν μόλις τρία εικοσιτετράωρα για να καταλήξουν οι αρχές στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος που πυροβόλησε ήταν ο 35χρονος Π.Χ., πρώην ναυτικός, ο οποίος λίγες ημέρες νωρίτερα είχε ταξιδέψει από το Βέλγιο στην Ελλάδα. Ο άνδρας ήταν παλιός γνώριμος των αρχών, καθώς στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για κλοπές και διαρρήξεις.
Μάλιστα, η αστυνομία ανακοίνωσε τα στοιχεία του άνδρα ζητώντας πληροφορίες προκειμένου να προχωρήσει στη σύλληψή του. Στις 25 Φεβρουαρίου ο 35χρονος πιάστηκε στην τσιμπίδα των αστυνομικών, στο αεροδρόμιο, την ώρα που επιχειρούσε να διαφύγει στο Βέλγιο. Η είδηση της σύλληψής του οδήγησε στην αστυνομία κι έναν ακόμη νεαρό ο οποίος είπε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια τον 35χρονο να πυροβολεί αλλά δεν μίλησε, νωρίτερα, γιατί δέχτηκε απειλές.
Ο Π.Χ. αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του με την υπόθεση αλλά δεν άργησε να «σπάσει», ομολογώντας πως ήταν εκείνος που πυροβόλησε εκείνο το βράδυ στο Νέο Κόσμο. Ωστόσο, ισχυρίστηκε πως βρισκόταν σε άμυνα και δεν είχε καμία πρόθεση να σκοτώσει. Όπως περιέγραψε, είχε φέρει το πιστόλι, τύπου «Μπερέτα», από το Βέλγιο.
Εκείνο το βράδυ, είχε πάει σε μια μπαρμπουτιέρα της περιοχής αλλά επειδή φοβήθηκε ενδεχόμενο έλεγχο της αστυνομίας έκρυψε σε ερημική τοποθεσία το πιστόλι. Έπαιξε για ώρες ζάρια και φεύγοντας από την παράνομη λέσχη πήρε και πάλι το όπλο του, από εκεί που το είχε κρύψει και κατευθύνθηκε πεζός προς το σπίτι του το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά. Στο δρόμο, όπως είπε ο 35χρονος, βρήκε τους δύο νεαρούς οι οποίοι ήταν μεθυσμένοι. Τον ρώτησαν αν γνώριζε σε κοντινή απόσταση κάποιο οίκο ανοχής και, όταν εκείνος τους απάντησε «όχι», του έκαναν ανήθικες προτάσεις και κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του.
«Άρπαξα έναν μικρό πάσσαλο για να αμυνθώ. Τότε ο ένας από τους νεαρούς άρπαξε μία πέτρα για να μου την πετάξει. Εγώ έτρεξα και όταν απομακρύνθηκα περίπου 15 μέτρα έβγαλα το πιστόλι και πυροβόλησα για να τους φοβίσω» είπε. Ο άνδρας ισχυρίστηκε ακόμη πως, στη συνέχεια, πήγε στον Πειραιά και πέταξε το πιστόλι στη θάλασσα. Οι αρχές, ωστόσο, αμφισβήτησαν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του καθώς το όπλο δεν εντοπίστηκε στο σημείο που τους υπέδειξε.
Τι έγινε στο Κακουργιοδικείο της Αθήνας
Τον Απρίλιο του 1979 ο 35χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας. Οι δύο αυτόπτες μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο μίλησαν για έναν καβγά για ασήμαντη αφορμή ο οποίος είχε μοιραίο τέλος.
«Ήταν μεθυσμένοι και οι δύο και χωρίς να τους ξέρω ή να με ξέρουν μου έκαναν ανήθικες χειρονομίες και προτάσεις» υποστήριξε, στην απολογία του, ο κατηγορούμενος και συνέχισε: «Όταν εγώ αντέδρασα άρχισαν να με βρίζουν με τα πιο πρόστυχα λόγια και να μου πετάνε πέτρες. Έκανα να φύγω αλλά αυτοί με πήραν από πίσω συνεχίζοντας τις βρισιές και τις απειλές. Προσπάθησα να τους σταματήσω παίρνοντας στα χέρια μου ένα πάσσαλο που βρέθηκε εκεί μπροστά αλλά εκείνοι εξακολουθούσαν την εναντίον μου επίθεση». Ο 35χρονος ισχυρίστηκε πως φοβήθηκε ότι κινδύνευε η ζωή του. «Για να αμυνθώ έβγαλα το περίστροφο που είχα μαζί μου και το πήγαινα στο καφενείο μήπως βρω αγοραστή να το πουλήσω. Πυροβόλησα μία φορά στον αέρα για εκφοβισμό. Ήταν νύχτα. Δεν έβλεπα καλά – καλά ούτε που είναι σε τόση απόσταση όχι να σημαδέψω και να σκοτώσω το θύμα» κατέληξε ο 35χρονος.
Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου με μειωμένο καταλογισμό και επικαλέστηκε σχετικό πιστοποιητικό που είχε προσκομίσει η υπεράσπισή του και, βάση του οποίου, απαλλάχθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Επιπλέον, ο εισαγγελικός λειτουργός εισηγήθηκε να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο ότι η πράξη τελέστηκε ενώ βρισκόταν σε μέτρια σύγχυση και σε βρασμό ψυχικής ορμής, αφού το θύμα και ο φίλος του τον έβριζαν και τον προκαλούσαν.
Τελικά, το δικαστήριο, μετά από δίωρη διάσκεψη, έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με μειωμένη την ικανότητά του προς καταλογισμό και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών και δέκα μηνών.
protothema.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις