Η φασαρία που γίνεται για τη διάθεση των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις με τα προγράμματα που έχει καταρτίσει η κυβέρνηση για τον COVID-19 είναι εν πολλοίς ανεξήγητη.

Η φασαρία προκύπτει, πρώτον, από τις διαμαρτυρίες της αγοράς ότι οι τράπεζες δεν εγκρίνουν δάνεια και, δεύτερον, από τις δηλώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης που λένε το ίδιο.

Προκύπτει όμως και από τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών όπως αυτές του υπουργού Ανάπτυξης Αδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος για να εκτονώσει την κατάσταση «απειλεί» τις τράπεζες ότι αν δεν δώσουν δάνεια θα τους πάρει πίσω τις εγγυήσεις και ότι όποια στελέχη τραπεζών παρακωλύουν τις χρηματοδοτήσεις δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και βλάπτουν τις τράπεζες.

Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι έτσι, είναι πολύ πιο απλά.

Στην πραγματικότητα οι τράπεζες δεν έχουν κανένα πρόβλημα, ακολουθούν κατά γράμμα τις εντολές του Δημοσίου και μέχρι το τέλος Ιουλίου θα έχουν εξαντλήσει το σύνολο των προβλεπόμενων χρηματοδοτήσεων.

Για να καταλάβουμε, το πρόβλημα πρέπει να δούμε τι συμφώνησαν τράπεζες και Δημόσιο.

Το Δημόσιο λοιπόν έβγαλε δύο προγράμματα. Πρώτον, το ΤΕΠΙΧ, στο οποίο έβαλε μετρητά 800 εκατ. και οι τράπεζες 1,2 δισ. κι έτσι δόθηκαν συνολικά 2 δισ. δάνεια μέσα σε δύο μήνες μόνο σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεύτερον, το πρόγραμμα εγγυοδοσίας, στο οποίο το Δημόσιο βάζει εγγυήσεις 1 δισ. για να δώσουν οι τράπεζες δάνεια σε κάθε είδους επιχείρηση ανεξαρτήτως COVID-19.

Στη σύμβαση μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών το πρώτο ορίζει ότι θα πρέπει τα χρήματα να μοιραστούν και σε μικρές και σε μεγάλες επιχειρήσεις περίπου ίσα. Το Δημόσιο δίνει εντολή στις τράπεζες να δανειοδοτήσουν με βάση τους κανόνες πιστωτικής πολιτικής κάθε τράπεζας για να προστατεύσουν τις εγγυήσεις του Δημοσίου (που είναι λεφτά των φορολογούμενων).

Στην ίδια σύμβαση περιγράφεται ότι οι εγγυήσεις αυτές καλύπτουν το 80% του κάθε δανείου, με την προϋπόθεση ότι το σύνολο των επισφαλειών που καλύπτει το Δημόσιο δεν πρέπει να ξεπερνά το 40% των δανείων που θα δώσουν οι τράπεζες με αυτό το πρόγραμμα εγγυοδοσίας, άρα εγγυάται το 32% των δανείων. Με βάση αυτή τη σύμβαση, λοιπόν, οι τράπεζες θα χορηγήσουν συνολικά 3,5 δισ. ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι αν μια τράπεζα δώσει 100 δάνεια του 1 εκατ. και σκάσει το πρώτο δάνειο, θα πάρει 800.000 από την εγγύηση του Δημοσίου. Αν σκάσει το δεύτερο δάνειο, θα πάρει πάλι 800.000, το τρίτο το ίδιο κ.ο.κ. μέχρι και το 32o δάνειο. Αν σκάσει το 33ο δάνειο και όλα τα επόμενα, η τράπεζα δεν θα πάρει τίποτα. Γι’ αυτό οι τράπεζες ζητάνε επιπλέον εγγυήσεις από τους δανειολήπτες και πάλι όμως δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν περισσότερο από 40% του δανείου ως εγγύηση, πράγμα που ορίζεται στη σύμβαση με το Δημόσιο.

Αυτοί είναι οι όροι χρηματοδότησης και έτσι οι τράπεζες δανείζουν με τα τραπεζικά κριτήρια, όπως τους έχει επιβάλει το Δημόσιο, και προς μεγάλες και προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις στις αναλογίες που τους έχουν τεθεί.

Πού είναι το πρόβλημα;

Εγκειται στο γεγονός ότι η ζήτηση για δάνεια είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να καλύψουν οι εγγυήσεις του Δημοσίου και οι χρηματοδοτήσεις των τραπεζών. Μέχρι στιγμής έχουν υποβληθεί αιτήσεις για δάνεια ύψους 28 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό που μπορεί να δοθεί ως δάνεια είναι 3,5 δισ. ευρώ. Κι έτσι, πολλοί κόβονται. Οχι λόγω «κακίας» των τραπεζών, αλλά επειδή τόσα είναι τα λεφτά που έχει προβλέψει και μέρος τους έχει εγγυηθεί το Δημόσιο.

Τρέχουν λοιπόν όλοι και κάνουν αιτήσεις χρηματοδότησης, ακόμη και αυτοί που είναι στον «Τειρεσία» και αυτοί που δεν είναι βιώσιμοι. Και ορθώς κόβονται από τις τράπεζες με τις οδηγίες του Δημοσίου. Ωστόσο η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξηγήσει στους εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες ότι δεν φτάνουν τα λεφτά για όλους και έτσι ο υπουργός Ανάπτυξης «επιτίθεται» στις τράπεζες κατηγορώντας τις ότι αυτές φταίνε που δεν δίνουν δάνεια και απειλώντας τις ότι θα τους πάρει πίσω τις εγγυήσεις.

Επι της ουσίας, λάθος δεν υπάρχει στο σύστημα, λάθος υπάρχει στο επιθετικό μάρκετινγκ που έκανε η κυβέρνηση δημιουργώντας προσδοκίες ότι βρήκε το «λεφτόδεντρο» και τρέχουν όλοι να αρπάξουν χρήματα. Αν δοθούν χωρίς κριτήριο τα δάνεια, θα έχουμε νέο κύμα κόκκινων δανείων και θα καταλήξουμε σε νέα μνημόνια και κατάρρευση των τραπεζών και του Δημοσίου, δηλαδή θα χάσουν τα λεφτά τους οι καταθέτες και οι φορολογούμενοι.

Συνολικά λοιπόν και για να ξεκαθαριστεί το ζήτημα, θα δοθούν 3,5 δισ. δάνεια μέχρι τέλος Ιουλίου με εγγύηση 1 δισ. από το Δημόσιο και άλλα 2 δισ. μέσω ΤΕΠΙΧ, που και εκεί οι αιτήσεις που ενέκριναν οι τράπεζες ξεπερνούν τα χρήματα που είχε αποφασίσει να διαθέσει το Δημόσιο.

Στα επόμενα προγράμματα ελπίζουμε η κυβέρνηση να μη διαφημίζει τόσο επίμονα τις χρηματοδοτήσεις που θα κάνει για να μη ζητάει δάνειο όποιος περνάει έξω από την τράπεζα.

Γρ. Νικολόπουλος
πηγή:protothema.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις