Γ. Παπανδρέου για Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Προτεραιότητα έχει η αποκλιμάκωση, αλλά μετά, τι;

83
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά τα Ίμια, η Ελλάδα βρίσκεται πάλι υπό την απειλή μιας σύρραξης με την Τουρκία. Σε μια περίοδο μάλιστα, όπου οι παραδοσιακές διεθνείς ισορροπίες έχουν κλονιστεί και η αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID19 απασχολεί όλους και έχει μετατοπίσει τις προτεραιότητες κρατών και διεθνών οργανισμών.
Σε μια τέτοια συγκυρία, δεν χωρά αμφιβολία, ότι μια σύγκρουση θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για την εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη, αλλά και την Ελλάδα και την Τουρκία.
Φρένο στην ένταση που προκαλεί η Τουρκία, είναι λοιπόν, το ζητούμενο.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, απαραίτητο είναι να κατανοήσει η Άγκυρα ότι η συνέχιση των επιθετικών κινήσεων που οδηγούν σε αυξημένη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή, μπορεί να έχει μικροπολιτικά και βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους και για την ίδια.
Για την Ελλάδα, η κλιμακούμενη ένταση με την Τουρκία θα πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία μιας γόνιμης αποτίμησης της εμπειρίας μας σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια αποτελεσματική εθνική γραμμή.
Αντ´ αυτού, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται είτε από απόψεις εμπνευσμένες από έναν φαντασιακό πατριωτισμό, που πέρα από μια αυτάρεσκη ικανοποίηση δεν συμβάλλει προς την κατεύθυνση της επίλυσης προβλημάτων και την αντιμετώπιση των προκλήσεων, είτε από παραινέσεις που επικαλούμενες έναν ηττοπαθή ρεαλισμό, υποτιμούν τις δυνατότητές μας.
Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την ακινησία. Την ακινησία και την κρυφή ελπίδα ότι ο από μηχανής θεός θα εμφανισθεί για να μας λυτρώσει ή να επιβάλει μια νέα τάξη πραγμάτων.
Ιστορικά, η Παράταξή μας, η Παράταξη στην οποία ηγήθηκε το ΠΑΣΟΚ, είναι αυτή που έπαιρνε την πρωτοβουλία, διαμόρφωνε νέα δεδομένα, δεν δίσταζε να κινηθεί με τόλμη και προωθούσε την έννοια της «ισχυρής Ελλάδας», δίνοντάς της εκείνες τις διαστάσεις που απαντούσαν στα εξής ερωτήματα:
– Πώς μπορεί η Ελλάδα να είναι ισχυρή, χωρίς ένα κράτος που να λειτουργεί αποτελεσματικά, με διαφάνεια και λογοδοσία, χωρίς μια οικονομία που να μην δημιουργεί υπέρογκα ελλείμματα και δανεισμό, χωρίς δικαιοσύνη και θεσμούς που να ανταποκρίνονται σε μια σύγχρονη δημοκρατική χώρα, χωρίς οι πολίτες να έχουν την αίσθηση ότι υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη και ασφάλεια; Για το λόγο αυτό, συνδέσαμε τη δυνατότητα έκφρασης μιας αυτόνομης ελληνικής φωνής στο διεθνές γίγνεσθαι με τη μάχη για λαϊκή συμμετοχή και κοινωνική απελευθέρωση.
– Πώς μπορεί η Ελλάδα να είναι ισχυρή, αν δεν έχει μια μακροπρόθεσμη πολυδιάστατη στρατηγική στην εξωτερική πολιτική, ως πλαίσιο εθνικής γραμμής, και μια δημιουργική διπλωματία; Για το λόγο αυτό, δώσαμε μάχη για την ουσιαστική συμμετοχή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων και πετύχαμε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την ενσωμάτωση του άρθρου για Αμοιβαία Συνδρομή στη Συνθήκη της Λισαβόνας, την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Θεσσαλονίκης για την προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, όπως και την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην ΕΕ με συγκεκριμένο οδικό χάρτη (αποφάσεις Ελσίνκι) που ενσωμάτωνε την καλή γειτονία και τον σεβασμό στις ευρωπαϊκές αρχές.
Τέλος,
– Πώς μπορεί η Ελλάδα να έχει κύρος αν η εξωτερική μας πολιτική περιορίζεται στην καταγγελία, στην επιδίωξη εξεύρεσης του καλύτερου προστάτη, στα παράπονα προς τους ισχυρότερους, ή στη λογική ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»; Για αυτό, θελήσαμε η διεθνής παρουσία μας να είναι δυναμική, παραγωγική, καινοτόμα και ουσιαστική.
Αξιοποιώντας τη θέση μας στην Ευρώπη αλλά και την παράδοση της χώρας μας που περιλαμβάνει τις Ολυμπιακές αξίες όπως η Εκεχειρία, κινηθήκαμε προτάσσοντας την ειρήνη, τη σταθερότητα και την περιφερειακή συνεργασία. Παίξαμε σημαντικό πολιτικό ρόλο, ευρύτερο του οικονομικού μεγέθους μας, στην προσπάθεια ειρήνευσης σε περιφερειακές συγκρούσεις, όπως στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την αποπυρηνικοποίηση, τις συγκρούσεις στην Μεσόγειο, αλλά και στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (επί Προεδρίας μας της ΕΕ το 2003), που ξεκινώντας από τον Καύκασο, περιλαμβάνει τις χώρες της Βαλτικής και τη Ρωσία, έως και την Βόρεια Αφρική.
Η Ελλάδα έτσι, είχε καταφέρει να βρίσκεται δυο βήματα μπροστά από τις εξελίξεις και να διαμορφώνει περιφερειακές συνεργασίες αναδεικνύοντας τα κοινά συμφέροντα με τρίτες χώρες. Κερδίζαμε όταν, αντί να περιοριζόμαστε σε μια αμυντική θέση, λόγω των διμερών μας προβλημάτων, με έξυπνη στρατηγική και στοχευμένες κινήσεις είχαμε λόγο και ρόλο σε ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα.
Για αυτό άλλωστε, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως και επί Κώστα Σημίτη, προσπαθούσαμε πάντα να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, να λαμβάνουμε υπόψη τα αντικρουόμενα συμφέροντα και τους συσχετισμούς όλων των δυνάμεων, προκειμένου να αναδεικνύουμε κοινούς τόπους, που τελικά συνέβαλαν στη σταθερότητα καθώς και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μας.
Δυστυχώς, τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ίσως για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στερούνται σε γενικές γραμμές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μιας συνολικής και συνεκτικής στρατηγικής στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε συχνά πίσω από τα γεγονότα και να περιοριζόμαστε στους καλύτερους δυνατόν τακτικούς χειρισμούς. Και το χειρότερο, πολλές φορές να αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε επιλογές ανάγκης, που στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν δεν έχουν κόστος, δεν υπηρετούν όπως θα έπρεπε τα συμφέροντά μας.
Το είδαμε αυτό σε ό,τι αφορά στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Γιατί τα τελευταία χρόνια εγκαταλείψαμε κάθε σχέση και ρόλο στη Λιβύη, μια χώρα που στο χάρτη βρίσκεται λίγο πιο χαμηλά από την Κρήτη και με την οποία είχαμε διαμορφώσει συστηματικούς και ιστορικούς δεσμούς;
Γιατί δεν προβλέψαμε τις κινήσεις της Τουρκίας, παρότι τις είχε διατυπώσει δημόσια εδώ και πολύ καιρό;
Γιατί δεν φροντίσαμε να κρατήσουμε ανοιχτή την οδό της επικοινωνίας με τη γείτονά μας, ώστε να γνωρίζουμε από πρώτο χέρι και αυθεντικά τις σκέψεις και τις επιδιώξεις των ηγετών της;
Γιατί σπεύσαμε μετά την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού συμφώνου να τοποθετηθούμε – σε σχέση με τα εσωτερικά στη Λιβύη – ως μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης;
Η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στις διαβουλεύσεις για τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Ο Λιβυκός λαός μας εκτιμά, καθώς δεν έχουμε ιμπεριαλιστικό παρελθόν.
Όταν ο Σαρκοζί και ο Κάμερον πίεσαν για βομβαρδισμό της Λιβύης σε μία συνάντηση σαράντα ηγετών στο Παρίσι, ήμουν ο μόνος που ζήτησε το λόγο, προτείνοντας να δοκιμάσουμε πρώτα την διπλωματία για μια πολιτική μετάβαση στην χώρα.
Δεν εισακούστηκα, δυστυχώς, πολύ περισσότερο αν αναλογιστούμε και τα όσα ακολούθησαν.
Τα τεκταινόμενα στη Λιβύη, με τα αντικρουόμενα συμφέροντα πολλών δυνάμεων, δημιουργούν ένα δυσεπίλυτο παζλ. Εξηγούν πολλές από τις δυσκολίες που συναντούμε στο ευρωπαϊκό επίπεδο για το θέμα αυτό. Αντί να περιορίσουμε τον ρόλο μας σε κινήσεις τακτικισμού, θα έπρεπε να παίξουμε ενεργό ρόλο, να γεφυρώσουμε διαφορές στην ΕΕ, να εντείνουμε τις προσπάθειες για εκεχειρία, σταθεροποίηση, τερματισμό των ξένων στρατιωτικών παρεμβάσεων και τη διαφύλαξη της ενότητας της χώρας.
Αξίζει να τονιστεί για άλλη μια φορά, η μεγάλη ευθύνη και υποχρέωση της κυβέρνησης αναφορικά με την πλήρη και έγκαιρη ενημέρωση των κομμάτων για όλα τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, ώστε να αξιοποιηθεί η συμβολή και εμπειρία όλων στη χάραξη γραμμής και στρατηγικής για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου εθνικού μετώπου. Η χώρα και ο Ελληνικός λαός, έχουν μόνο να κερδίσουν από μια τέτοια πρακτική, όχι να χάσουν.
Η αναφορά στην Ιστορία μας διδάσκει για τα επόμενα βήματά μας.
Αν κοιτάξουμε την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πρόοδος υπήρχε, όταν είχαμε δική μας στρατηγική, όταν με ειλικρίνεια, τόλμη και καθαρότητα, διατυπώναμε τις δικές μας θέσεις και κόκκινες γραμμές, όταν δεν ψάχναμε για «επιδιαιτητές» αλλά μιλούσαμε απευθείας με την άλλη πλευρά. Όταν ξεκαθαρίζαμε στα πολιτικά και στρατιωτικά κέντρα λήψης αποφάσεων, ότι στρατηγικός μας στόχος είναι μια Τουρκία με την οποία θέλουμε συνεργασία, σε ένα πλαίσιο καλής γειτονίας, με σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Ασφαλώς, όπως έχει δείξει η εμπειρία σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, για να φέρει αποτελέσματα η απευθείας επαφή είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Κλίμα εμπιστοσύνης δημιουργείται όταν υπάρχουν καθαρές εξηγήσεις και αναδεικνύεται με σαφήνεια ότι μια πιθανή σύγκρουση έχει κινδύνους και για τις δυο πλευρές.
Ένα παράδειγμα επίκαιρο που πρέπει να μας δώσει διδάγματα, είναι η συνεργασία East-Med μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου στην ανατολική Μεσόγειο. Ως πρωθυπουργός την ξεκίνησα, μεταξύ άλλων, για να αντιμετωπίσουμε τις πιέσεις των διεθνών αγορών στην οικονομία μας. Η πιθανή εξεύρεση φυσικού αερίου ή και πετρελαίου, μπορούσε να λειτουργήσει κατευναστικά στις διεθνείς αγορές που ανησυχούσαν για τη δυνατότητά μας να εξυπηρετήσουμε τις υποχρεώσεις μας για το κρατικό χρέος. Αν βγαίναμε στις αγορές το 2011 ή έστω το 2012, θα περιορίζαμε τις θυσίες που αναγκάστηκε να υποστεί ο Ελληνικός λαός. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2011, ανακοίνωσα στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόφαση να προχωρήσουμε σε έρευνες στην Δυτική Ελλάδα (Ιόνιο) και νότια της Κρήτης.
Ήμουν πεπεισμένος επίσης, πως η σταδιακή οικοδόμηση μιας τέτοιας συνεργασίας σε τομείς όπου υπήρχαν κοινά συμφέροντα θα συνέβαλε στη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Ποτέ, όμως, δεν ήταν πρόθεσή μου, το αντίθετο μάλιστα, να εξαιρεθεί η Τουρκία από ένα παρόμοιο περιφερειακό σχήμα.
Στις προτροπές ενός εκ των κρατών που συμμετείχαν στη συνεργασία αυτή να δημιουργήσουμε «άξονα» απέναντι στην Τουρκία, αντέτεινα ότι την θέλουμε εντός, αρκεί να τηρεί τους κανόνες καλής γειτονίας και Διεθνούς Δικαίου.
Επόμενες ηγεσίες της χώρας μας, είδαν τη συνεργασία East-Med, ως ευκαιρία να ανταγωνιστούν ή να αντιπαρατεθούν με την Τουρκία – με οφέλη ίσως στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, όχι όμως και για τα συμφέροντα της χώρας -, αντί να φέρουν την Τουρκία σε μια πολυμερή συνεργασία, σε ένα πολυμερές πλαίσιο, που απαιτεί την τήρηση του διεθνους δικαίου σε θέματα όπως οι θαλάσσιες ζώνες και η ΑΟΖ. Χάσαμε πάλι σημαντική ευκαιρία. Πρωτοβουλίες για περιφερειακή προσέγγιση των ζητημάτων της περιοχής απαιτούνται και σήμερα, όσο και αν έχουν τις δυσκολίες τους.
Το ίδιο συνέβη και με τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, που είχαν προχωρήσει πολύ πριν το 2004.
Τη χρονιά εκείνη, μετά την νίκη της ΝΔ και του Κώστα Καραμανλή στις εκλογές, ατόνισε η διαδικασία των διερευνητικών συζητήσεων και χάθηκε μια ευκαιρία να πάμε σύννομα στο δικαστήριο της Χάγης για τη διευθέτηση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας.
Παρά ταύτα, η παρακαταθήκη της πολιτικής της ελληνοτουρκικής προσέγγισης είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Έγιναν πολλά βήματα μπροστά. Για μια εικοσαετία, είχαμε περιορισμένες εξάρσεις έντασης και πολλά πεδία συνεργασίας, στο εμπόριο, τον τουρισμό, την ενέργεια, το προσφυγικό (με διμερή συμφωνία πολύ πριν την κρίση του 2015), ακόμα και την περιφερειακή συνεργασία. Τα οφέλη για τις δύο χώρες ήταν ανυπολόγιστα. Η ηρεμία μεταξύ μας ήταν προς όφελος και των δύο πλευρών.
Για άλλη μια φορά λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: γιατί τα τελευταία χρόνια εγκαταλείψαμε το ευρύ φάσμα των επαφών που είχαμε με την Τουρκία;
Αυτό το ερώτημα πρέπει να μας προβληματίζει όταν χαράσσουμε τα επόμενα βήματά μας.
Ασφαλώς οι διεθνείς συνθήκες έχουν αλλάξει.
Η εσωτερική κατάσταση και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχουν αλλάξει. Την άκαμπτη, υπό την επιρροή των στρατιωτικών, εξωτερική πολιτική των παραδοσιακών κεμαλιστών, ακολούθησε η φιλοευρωπαϊκή πολιτική των πρώτων χρόνων της κυριαρχίας του AKP. Μετά, προτάχθηκε το δόγμα «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του Νταβούτογλου, αλλά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η Τουρκία μοιάζει να παραπαίει μεταξύ Ανατολής και Δύσης και να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις με μια νεο-ιμπεριαλιστική στρατιωτική ηγεμονία πέρα από τα σύνορά της.
Είναι κομβικό ζήτημα, να αναλύσουμε σωστά τόσο τις νέες διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, όσο και τις αλλαγές που γίνονται στην Τουρκία για να έχουμε μια δική μας αποτελεσματική στρατηγική.
Πολλοί λένε ότι, ο Ερντογάν δεν είναι ο ίδιος. Ασφαλώς. Όμως, και στην παράταξή του υπάρχουν σήμερα διαφορετικές φωνές, όπως και οι κεμαλιστές δεν είναι ίδιοι και υπάρχουν πολλοί Τούρκοι που δεν εκπροσωπούνται από έναν τέτοιο διπολισμό.
Όμως, οι αλλαγές αυτές δεν είναι επαρκής λόγος να αλλάξουμε την αφετηρία της δικιάς μας εθνικής πολιτικής. Μιας πολιτικής, που πέρα από τις κόκκινες γραμμές, επιδιώκει να διαμορφώσει καλές σχέσεις με κάθε γείτονα, όπως και την Τουρκία. Μια πολιτική που δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες για μια δίκαιη επίλυση του Κυπριακού. Μια πολιτική που θεωρεί σκόπιμες τις συζητήσεις με τη γείτονα χώρα, χωρίς να γίνεται αποδεκτή καμία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου και στη Μεσόγειο. Καθαρές οι κόκκινες γραμμές μας. Και για αυτό, πάντα ήταν στις προτεραιότητές μας η διατήρηση μιας ισχυρής στρατιωτικής άμυνας.
Οι σύμμαχοί μας εντός και εκτός ΕΕ κατανοούν μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τα ευρύτερα συμφέροντα. Συμμάχους χάνουμε όταν γκρινιάζουμε και δείχνουμε ατολμία και ακινησία.
Με αυτήν τη λογική αναφέρομαι στα παραπάνω, γιατί μόνο μέσα από μια ολοκληρωμένη και κριτική αναδρομή μπορούμε να κατανοήσουμε το νόημα της κύρωσης του Ελληνο-Αιγυπτιακού μνημονίου.
Είναι προφανές, ότι αφού για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε ή να ακυρώσουμε τη παράτυπη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου ήταν αναγκαία για να αποκατασταθεί η διεθνής έννομη τάξη. Το μήνυμα προς όλες τις πλευρές, δεν θα πρέπει να είναι ότι αυτό έγινε ως αντεκδίκηση ή αντιπερισπασμό στην Τουρκία ή την Λιβύη. Το μήνυμα είναι καθαρό: Να αποκατασταθεί το δίκαιο της θάλασσας και με βάση αυτό να προχωρήσουμε σε λύσεις – σε εκκρεμείς οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο. Διαφορετικά, το κόστος θα είναι μεγάλο για τα συμφέροντά μας αλλά και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
Κατανοώ τις επισημάνσεις όλων εκείνων που συμμετείχαν ή χειρίστηκαν προηγούμενες διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο, αλλά σήμερα η μεγάλη ποιοτική διαφορά, είναι ασφαλώς η ίδια η συγκυρία. Μια συγκυρία, για τη διαμόρφωση της οποίας, πέρα από τις εξελίξεις στις γειτονικές χώρες, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την απουσία μια συνεκτικής στρατηγικής εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την άγνοιά τους γύρω από τη σημασία της επίτευξης συναινέσεων στα εθνικά – και όχι μόνο, ζητήματα. Όσον αφορά μάλιστα αυτήν την παράμετρο, όλες οι επιλογές τις τελευταίας οκταετίας, τόσο στα εθνικά μας ζητήματα, όσο και σε αυτά που αφορούν την οικοδόμηση μιας βιώσιμης πορείας προς το μέλλον, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ούτε μια δεν υπήρξε προϊόν ενεργητικής πολιτικής και πρωτοβουλίας επί στρατηγικού σχεδίου, ούτε και προϊόν συναινέσεων. Απότοκο, θα έλεγα, μιας αποσπασματικού χαρακτήρα μικροπολιτικής και φοβικής αντίληψης, που συνήθως ακολουθεί λαϊκιστικές λογικές και ψευδο-πατριωτικές νοοτροπίες.
Αδιαμφισβήτητα, λοιπόν, η κύρωση της συμφωνίας με την Αίγυπτο δεν αποτελεί παρά ένα βήμα που έχει νόημα αν ακολουθήσουν οι αναγκαίες επόμενες φάσεις. Αυτό απαιτεί να υπάρχει διαμορφωμένη στρατηγική της χώρας. Με τόλμη και αυτοπεποίθηση να έχουμε το δικό μας σχεδιασμό. Πράγμα που σημαίνει ότι, ο εθνικός μας λόγος και οι επιλογές μας, δεν μπορεί να υπακούουν σε «αποφάσεις της στιγμής» ή σε επίδειξη δήθεν πυγμής.
Κατά τούτο, θεωρώ και απαράδεκτο και επικίνδυνο να ακούγονται δηλώσεις που απευθύνονται προς το εσωτερικό ακροατήριο, του τύπου «περιμένετε και θα δείτε…». Γιατί σε μείζονες επιλογές εθνικής σημασίας, τα πολιτικά κόμματα και ο λαός, ούτε πρέπει να … περιμένουν, ούτε και να … εκπλήσσονται. Το αντίθετο επιβάλλεται, αν θέλουμε εθνική ενότητα και ετοιμότητα. Και παίρνω ως αφορμή, την απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων μας στο Ιόνιο, στα 12 μίλια. Δικαίωμά μας. Είναι κάτι που πολλές μέχρι τώρα κυβερνήσεις είχαν συζητήσει. Δίστασαν δικαίως για να μην υπάρξει αίσθηση ότι υιοθετούν ένα μοντέλο ασύμμετρης επέκτασης των χωρικών μας υδάτων. Άρα, αυτή η κίνηση πρέπει να ενταχθεί σε μια στρατηγική. Ποιο λοιπόν, το επόμενο βήμα;
Και αυτό με φέρνει στον πυρήνα της σκέψης μου.
Πολλοί στην Ευρώπη, μιλούν για αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία. Οι παραβατικές και επιθετικές της κινήσεις είναι επικίνδυνες και απαράδεκτες.
Ευχόμαστε πράγματι να υπάρξει αυτή η αποκλιμάκωση.
Όμως το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται είναι: μετά την αποκλιμάκωση, τι;
Σε αυτό το ερώτημα καλείται και θα καλείται συνεχώς η Ελλάδα να απαντήσει διαμορφώνοντας τη δική της στρατηγική.
Και πρώτα απ´ όλα, σε σχέση με την Ευρώπη.
Διάσταση απόψεων για το μελλοντικό προσανατολισμό της Τουρκίας υπάρχει και στην Ευρωπαϊκή Ευρώπη. Και αυτό είναι χρήσιμο να το θυμόμαστε όταν ερμηνεύουμε τη στάση των κρατών – μελών. Όμως, ευρωτουρκικές σχέσεις υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν με τη μία ή την άλλη μορφή. Είναι ένα ζωτικό θέμα για την Ελλάδα, για το οποίο χρειάζεται να έχουμε δική μας συγκροτημένη άποψη και ιδέες, όπως συνέβη με το Ελσίνκι, και να κινηθούμε ενεργά για τη διαμόρφωση της όποιας μελλοντικής σχέσης της γείτονός μας, της Τουρκίας με την Ευρώπη.
Υπάρχουν ακόμη σε υψηλές θέσεις ευθύνης πολλοί άνθρωποι στην Τουρκία που γνωρίζουν ότι ο κίνδυνος για τη χώρα τους δεν είναι η Ελλάδα και ότι μια αποξένωση από τη Δύση και την Ευρώπη πολλαπλασιάζει τις απειλές. Είναι απαραίτητο να αξιολογήσουμε αυτό το μήνυμα, αλλά και να στηρίξουμε μια δυναμική που θέλει την Τουρκία να προσεγγίζει τις ευρωπαϊκές αξίες.
Πιο σημαντικό όμως είναι, οι πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας να διαμορφώσουν ευρύτατη συναίνεση, για το τι θέλουμε εμείς, ως Ελλάδα.
Θέλουμε τη μόνιμη διελκυστίνδα με τη γείτονα, να αφήνουμε εκκρεμή τα προβλήματα, να αποφεύγουμε φοβικά κάθε επαφή, και να ελπίζουμε στους «μεγάλους αδελφούς» να λύσουν τα προβλήματά μας;
Ή θα τολμήσουμε να περάσουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα:
Στοχευμένη συνεργασία με την Τουρκία, στήριξη στη σχέση της με την Ευρώπη, αλλά, και ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι όλοι μαζί, πολιτικά κόμματα και λαός, είμαστε έτοιμοι να προασπιστούμε τα εθνικά μας δίκαια εάν απειλούνται.
Πιστεύω ότι, αυτή η στρατηγική, εμπεδώνει τη σταθερότητα, είναι μια καθαρή στάση που όλοι καταλαβαίνουν, φίλοι και μη, διαμορφώνει υγιείς συμμαχίες, έχει μεγάλη απήχηση και στην ίδια την κοινωνία της Τουρκίας, στον Τουρκικό λαό, και ανοίγει νέες προοπτικές ειρήνης για την περιοχή μας.
Εύχομαι και ελπίζω, ότι θα αποφύγουμε ένα θερμό επεισόδιο και ότι θα πετύχουμε με τη συμβολή και των συμμάχων μας μια αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία, έτσι ώστε να ξαναρχίσουν οι διερευνητικές επαφές, χωρίς απειλές και προϋποθέσεις. Αρκεί να πιστέψουμε ότι δεν συνομιλούμε για να υποχωρήσουμε ή να χάσουμε, δεν συνομιλούμε απλά για να χάνουμε χρόνο, ευκαιρίες και λύσεις, αλλά για να προωθήσουμε τη στρατηγική μας, τις αξίες μας, προς όφελος όλης της περιοχής.

Φωτό:real.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αν σας άρεσε το άρθρο

Κάνετε Like