Θα αλλάξει ουσιαστικά η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας με τη νέα προεδρία Μπάϊντεν, ή θα αλλάξει μερικώς και στο φαίνεσθαι

Θα αλλάξει ουσιαστικά η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας με τη νέα προεδρία Μπάϊντεν, ή θα αλλάξει μερικώς και στο φαίνεσθαι; Πως βλέπει η Τουρκία τη Δύση και πως βλέπει η Δύση την Τουρκία; Ποιες οι σχέσεις που αναπτύσσει με τη Ρωσία και πόσο μακριά μπορούν να πάνε μαζί; Ποιοι οι κίνδυνοι στα ελληνο-τουρκικά και τι έχει αλλάξει ποιοτικά τα τελευταία χρόνια; Θέλει η Τουρκία να μπει στην ΕΕ ή έχει απομακρυνθεί οριστικά από αυτήν; Θα παραμείνει η Τουρκία μέλος του ΝΑΤΟ ή όχι;

Αυτά τα ερωτήματα, και σειρά άλλων, βρέθηκαν στο επίκεντρο της διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε στις 9 Δεκεμβρίου η βρετανική δεξαμενή σκέψης, Chatham House.

Η συζήτηση είχε τον τίτλο «Οδεύοντας μόνη: Θα επιμείνει η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην ίδια πορεία;»

Συμμετείχαν ο Galip Dalay, ερευνητής του παραρτήματος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης, Brookings Institution, στη Ντόχα. Ο Ian Lesser, αντιπρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης, German Marshall Fund. Η Gönül Tol, διευθύντρια του προγράμματος για την Τουρκία στο πλαίσιο του Frontier Europe Initiative της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Middle East Institute.

Ελλάδα, Κύπρος, Ανατολική Μεσόγειος

Σύμφωνα με τον Galip Dalay, η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο έχει επεκταθεί πέρα από την παραδοσιακή αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας.

Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι μακροχρόνιες, αλλά αυτό που έχει αλλάξει το τελευταίο διάστημα είναι:

  • Η ανακάλυψη φυσικού αερίου και η ίδρυση του Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο Ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Ιταλία, Ισραήλ), με την Τουρκία να αισθάνεται ότι αποκλείεται από το «παιχνίδι».
  • Η αντιπαράθεση στη Λιβύη, η οποία έγινε επίκεντρο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης πολλών χωρών. Η ένταση Ελλάδας – Τουρκίας αυξήθηκε ιδίως με την υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου για τα θαλάσσια σύνορα, που «προσποιείται ότι δεν υπάρχουν η Ρόδος και η Κρήτη».

Κατά τον ίδιον, δύο ουσιαστικοί παράγοντες που επιδείνωσαν την κατάσταση στην Α.Μεσόγειο είναι:

  • Η απουσία των ΗΠΑ από την περιοχή κατά την προεδρία Τραμπ,
  • Η εγκατάλειψη της φιλοδοξίας της Τουρκίας να γίνει μέλος της ΕΕ.

Από την άλλη πλευρά, όπως είπε, υπάρχουν κάποιοι ενθαρρυντικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποκλιμάκωση:

  • Η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας.
  • Η εκλογή Μπάϊντεν στην προεδρία των ΗΠΑ.
  • Τα ανοίγματα της Τουρκίας προς το Ισραήλ.
  • Το ενδεχόμενο ειρήνευσης στη Λιβύη.

Σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ

Η φιλοδοξία της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, κατά τον Ian Lesser, λειτουργούσε στο παρελθόν συμφιλιωτικά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Ενδεικτικά είπε, μάλιστα, ότι η κρίση στα Ίμια, το 1996, αποσοβήθηκε με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και μέρος αυτής της μεσολάβησης ήταν μιας συμφωνία – πακέτο με την ΕΕ.

Ωστόσο αυτό που έχει αλλάξει στις μέρες μας είναι:

  • Η εμπλοκή περισσότερων παικτών στην ανατολική Μεσόγειο.
  • Το γεγονός ότι το διακύβευμα είναι υψηλότερο λόγω των ενεργειακών κοιτασμάτων.
  • Η πρόθεση και ετοιμότητα χρήσης βίας για την επίλυση των διαφορών, κάτι που έχει εξοργίσει κράτη – μέλη της ΕΕ.

Γαλλία – Γερμανία

Σύμφωνα με τον Ian Lesser, Γαλλία και Γερμανία δεν έχουν πολύ διαφορετική αντίληψη έναντι της Τουρκίας.

Ωστόσο η Γαλλία είναι πολύ περισσότερο διατεθειμένη να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή.

Η Γερμανία δεν βλέπει με καλό μάτι την τουρκική συμπεριφορά, αλλά είναι πιο «ευαίσθητη», λόγω ζητημάτων όπως η οικονομία, η τουρκική διασπορά στη Γερμανία και το Μεταναστευτικό.

Σε κάθε περίπτωση, είπε, η ΕΕ θεωρεί ότι η Τουρκία έχει αποσταθεροποιητική προσέγγιση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα κι αν δεν επιβληθούν κυρώσεις, σίγουρα θα υπάρξουν νέες κόκκινες γραμμές.

Τουρκία – Μπάϊντεν

Αναφερόμενη στην προοπτική των σχέσεων Τουρκίας – ΗΠΑ, η Gönül Tol υποστήριξε ότι η πολιτική της νέας κυβέρνησης Μπάϊντεν θα απηχεί ένα μείγμα αρχών και πραγματισμού.

Ο Μπάϊντεν δεν αναμένεται να λάβει τιμωρητικά μέτρα έναντι της Τουρκίας, αλλά θα αντιδρά ισχυρότερα σε περιπτώσεις που θίγονται τα αμερικανικά συμφέροντα.

Πολλοί συνεργάτες του Μπάϊντεν, όπως ο Αντονυ Μπλίνκεν (προορίζεται για υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ), συμμετείχαν στην κυβέρνηση Ομπάμα και έχουν μείνει με μια «πικρή γεύση» από την Τουρκία, εξαιτίας του Ερντογάν.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την ίδια, δε θα θελήσουν να είναι υπερβολικά σκληροί έναντι της Τουρκίας, καθώς αυτό θα απέβαινε προς το συμφέρον της Ρωσίας.

Πάντως η κυβέρνηση Μπάϊντεν, είπε, δεν αναμένεται να δίνει «λευκές επιταγές» στην Τουρκία.

Εκτιμάται, ωστόσο, ότι:

  • Θα έχει πιο αυστηρή προσέγγιση στο ζήτημα του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400.
  • Θα θέτει πιο έντονα θέματα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
  • Θα προωθήσει την ενίσχυση του ΝΑΤΟ και την αντιμετώπιση του ρήγματος που έχει δημιουργηθεί στο ΝΑΤΟ λόγω της τουρκικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε, ανέφερε, ακόμα και η κυβέρνηση Τράμπ ήταν επικριτική έναντι της θεωρούμενης επιθετικής τουρκικής πολιτικής στην περιοχή.

Μπορούμε σίγουρα, όπως είπε η ίδια, να περιμένουμε μια πιο αυστηρή προσέγγιση από την κυβέρνηση Μπάϊντεν. Άλλωστε, έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, την Κύπρο και την Α.Μεσόγειο.

Παράλληλα, όμως, η κυβέρνηση Μπάϊντεν θα προσφέρει και ευκαιρίες για την Τουρκία.

Ενδεικτικά, Τουρκία και ΗΠΑ θα μπορούσαν να συνεργαστούν στη Γεωργία και την Ουκρανία, καθώς και στη Συρία, παρά τη συνεργασία των ΗΠΑ με τους Κούρδους της Συρίας.

Η ίδια εκτίμησε ότι μπορεί να αναμένει κανείς μια επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας – ΗΠΑ τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μπάϊντεν, αλλά ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα παραμείνει ανοιχτός στη συνεργασία και πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που θα αντιδράσει ο Ερντογάν.

«Ο Biden δε θα κόψει τις γέφυρες» με την Τουρκία, εκτίμησε η Gönül Tol.

Σε ανάλογο πνεύμα, ο Galip Dalay επεσήμανε ότι η εκλογή Μπάϊντεν παρουσιάζει προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την Τουρκία.

Οι προκλήσεις συνδέονται κυρίως με την αναμενόμενη προσέγγιση ΗΠΑ – Ευρώπης, τους S-400, τους Κούρδους της Συρίας και την Α.Μεσόγειο.

Οι ευκαιρίες έχουν να κάνουν:

  • Με το ότι η κυβέρνηση Μπάϊντεν δεν αναμένεται να δώσει «λευκή επιταγή» στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή τη Σαουδική Αραβία.
  • Με τη στάση που θα υιοθετήσει έναντι του Ιράν. Όπως επισήμανε και ο ίδιος, η υιοθέτηση μιας λιγότερο επιθετικής στάσης των ΗΠΑ έναντι του Ιράν, μιας στάσης πιο κοντά στην ευρωπαϊκή, θα χαροποιήσει την Τουρκία.

Θετικά αναμένεται να εκληφθεί από την Άγκυρα και μια πιο ήπια ρητορική εκ μέρους της κυβέρνησης Μπάϊντεν έναντι του μουσουλμάνων.

Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ θα θελήσουν να διατηρήσουν τον δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας, είπε ο Ian Lesser.

Τουρκία και ΝΑΤΟ

Ερωτηθείς για τις σχέσεις ΝΑΤΟ – Τουρκίας, ο Ian Lesser επεσήμανε ότι, ενώ η πολιτική σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ είναι δυσλειτουργική, επιχειρησιακά η χώρα εξακολουθεί να συμμετέχει πλήρως στη συμμαχία.

Αν το ΝΑΤΟ αποκτήσει πιο πολιτικό χαρακτήρα, τότε αυτό θα είναι προς το συμφέρον της Άγκυρας, υποστήριξε.

Σε κάθε περίπτωση, η σχέση Τουρκίας – ΝΑΤΟ δε θα είναι εύκολη, εξαιτίας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S400.

Παρόλα αυτά, η Τουρκία δεν πρόκειται να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, ακόμα κι αν κάποιοι το επιθυμούν, τόνισε.

Ενδεχομένως θα μπορούσε να αποχωρήσει από την Ολοκληρωμένη Δομή Στρατιωτικών Διοικήσεων, κάτι πάντως που ο ίδιος δε θεωρεί πολύ πιθανό.

Τουρκία – Ρωσία

Η σχέση Τουρκίας – Ρωσίας, σύμφωνα με τον Galip Dalay, θα πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με τη σχέση Τουρκίας – Δύσης.

Η δεύτερη έχει τρεις διαστάσεις:

  • Την ιδέα του δυτικού εκσυγχρονισμού.
  • Την ιδέα της αναγκαιότητας της Δύσης για την Τουρκία.
  • Τη θεσμική διάσταση της σχέσης της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και την Τελωνειακή Ένωση.

Ο Galip Dalay υποστήριξε ότι η Τουρκία έχει παραιτηθεί ως προς τις δύο πρώτες διαστάσεις, αλλά εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την τρίτη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία έχει αλλάξει. Ενώ στο παρελθόν η τουρκική ελίτ φοβόταν τη Ρωσία –και αυτός είναι και ο κύριος λόγος που επιδίωξε να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ- στις μέρες μας η Τουρκία δε βλέπει τη σχέση με τη Ρωσία μέσα από τη Δυτική οπτική.

Η σχέση της με τη Ρωσία έχει αλλάξει ως προς τη φύση και το βάθος. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό αυτό οφείλεται στα πρόσωπα των Πούτιν και Ερντογάν.

Σε κάθε περίπτωση η σχέση Τουρκίας – Ρωσίας δεν έχει θεσμικό χαρακτήρα, όπως η σχέση Τουρκίας – Δύσης, και διέπεται από καχυποψία.

Στη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ φάνηκαν τα όρια της συνεργασίας των δύο χωρών.

Συμμαχία Ερντογάν – εθνικιστών

Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία είναι συνυφασμένες με τη νέα, πιο επιθετική εξωτερική πολιτική που έχει υιοθετήσει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια, υποστήριξε η Gönül Tol.

Η πολιτική αυτή άρχισε να διαμορφώνεται το 2015, όταν το κόμμα του Ερντογάν, AKP, έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία και επέλεξε να συμμαχήσει με το ακροδεξιό εθνικιστικό, MHP, και τους νεο-εθνικιστές της αριστεράς.

Η συμμαχία με τους εθνικιστές επέδρασε με καταλυτικό τρόπο στην εξωτερική πολιτική της χώρας, ωθώντας την προς μια πιο μονομερή, αντι-δυτική και στρατιωτική κατεύθυνση.

Η συμμαχία αυτή ενισχύθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, που οδήγησε σε διώξεις χιλιάδων αξιωματούχων. Το κενό που προέκυψε καλύφθηκε από οπαδούς του Ερντογάν και των εθνικιστών.

Οι εσωτερικές εξελίξεις συνδέονται και με την ιδεολογία που υιοθετήθηκε κατά καιρούς από τον Ερντογάν, και εκφράζεται και στην τουρκική εξωτερική πολιτική.

Όπως επεσήμανε η ίδια, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την ιδεολογία για να ισχυροποιήσει την εξουσία του.

Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του είχε υιοθετήσει μια συντηρητική ιδεολογία, αντιπαρατιθέμενος στους Κεμαλιστές.

Από το 2011 ως το 2015, καθώς επιδίωξε να στηριχθεί στους Κούρδους και τους ισλαμιστές, έδωσε έμφαση την ισλαμική ιδεολογία.

Από το 2015, με τη στροφή του προς νέους συμμάχους, τους εθνικιστές, υιοθέτησε τον εθνικισμό με κάποια ισλαμικά στοιχεία.

Όπως ανέφερε και ο Galip Dalay, η ισλαμική ιδεολογία στην Τουρκία έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο δέκα χρόνια πριν, ενώ στις μέρες μας κινητήρια δύναμη είναι ο εθνικισμός.

Ο ίδιος ο Ερντογάν δίνει μεγάλη βαρύτητα στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Διαθέτει, δε, μεγάλη -επίσημη και ανεπίσημη- επιρροή στο πλαίσιο και του προεδρικού συστήματος.

Κάτι τέτοιο, μάλιστα, φαίνεται να αποτελεί μέρος του προβλήματος στις σχέσεις με την ΕΕ, ανέφερε ο Ian Lesser, φέρνοντας ως παράδειγμα τις πρόσφατες λεκτικές αντιπαραθέσεις Μακρόν – Ερντογάν.

Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο ίδιος, η απομάκρυνση της Τουρκίας από την ΕΕ υπερβαίνει το πρόσωπο του Ερντογάν, στο μέτρο που τα τελευταία χρόνια και η ίδια η Ευρώπη έχει αλλάξει.

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις