Αν η Αθήνα περιμένει «θαύματα» τον Μάρτιο, όπως άλλωστε δήλωναν κυβερνητικοί παράγοντες ότι περίμεναν και στην τελευταία Σύνοδο του Δεκεμβρίου, μάλλον θα διαψευσθεί για μια ακόμη φορά οικτρά…

Την πολιτική του απόλυτου κατευνασμού έναντι της άκρως επιθετικής και αναθεωρητικής, Τουρκίας, επιλέγει ο Ζοζέπ Μπορέλ.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο αρμόδιος Ευρωπαίος αξιωματούχος για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για να παρουσιάσει στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τον Μάρτιο του 2021, τις «σκληρές» προτάσεις σε βάρος της Αγκυρας, με ένα μακροσκελές άρθρο του, προτείνει να ακολουθήσει η Ευρώπη τον εντελώς αντίθετο δρόμο: Του χαϊδολογήματος και του κατευνασμού της Τουρκίας.

Αν, λοιπόν, η Αθήνα περιμένει «θαύματα» τον Μάρτιο, όπως άλλωστε δήλωναν κυβερνητικοί παράγοντες ότι περίμεναν και στην τελευταία Σύνοδο του Δεκεμβρίου, μάλλον θα διαψευσθεί για μια ακόμη φορά οικτρά.

Χαϊδολόγημα μέχρι το Μάρτιο;

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι, με το άρθρο-χαϊδολόγημα, με τίτλο: «Ο δρόμος μπροστά μετά από ένα δύσκολο 2020 για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας», ο Ισπανός πρώην υπουργός Εξωτερικών αφήνει σαφώς να φανεί ότι η ΕΕ δεν έχει καμία διάθεση να βάλει χαλινάρι στην ξέφρενα επιθετική πορεία της Τουρκίας.

Πόσο μάλλον, αφού ο ίδιος, εμμέσως πλην σαφέστατα, τίθεται κατά των κυρώσεων ή του κάθε άλλου σκληρού «μέτρου», ακόμα και ως προειδοποίηση προς την Τουρκία, προκειμένου να συμμορφωθεί.

Να σημειωθεί πως η ελληνική κυβέρνηση αυτό ακριβώς εμφάνισε ως «επιτυχία» της τελευταίας Συνόδου Κορυφής. Δηλαδή ότι η ΕΕ «κραδαίνει» μια απειλή προς την Τουρκία, ούτως ώστε η γείτων να σταματήσει τις προκλήσεις.

Εάν, ωστόσο, η ΕΕ στην επόμενη Σύνοδό της κινηθεί στο μήκος κύματος που προτείνει ο κύριος εισηγητής του θέματος της Τουρκίας, Ζ. Μπορέλ, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα τρίξει έστω και κατ’ ελάχιστον τα δόντια της στην Αγκυρα.

Απίστευτες διατυπώσεις

Ουσιαστικά, ο Επίτροπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρεί ως «κλειδί» για την αποκατάσταση των ευρω-τουρκικών σχέσεων, η Ελλάδα και η Κύπρος να κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, χτες ει δυνατόν, για να λύσουν τις διαφορές τους με την Τουρκία.

Είναι, επίσης, εντυπωσιακό ότι στο κείμενο του Ζοζέπ Μπορέλ δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο, στο οποίο να χαρακτηρίζονται οι τουρκικές ενέργειες ως «παράνομες» ή παραβιάζουσες το διεθνές Δίκαιο.

Ομιλεί, γενικώς και αορίστως, για μη διευθετημένα θαλάσσια ύδατα. Φτάνει στο σημείο, μάλιστα, να κάνει λόγο για «ανάπτυξη τουρκικών πλωτών γεωτρύπανων και ερευνητικών σκαφών, είτε σε ύδατα που γειτνιάζουν με την Κύπρο είτε την Ελλάδα».

Και τα λέγει όλα αυτά, λες και δεν γνωρίζει ότι τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη μπαινοβγαίνουν εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ενώ έφτασαν στα 7-8 ναυτικά μίλια από το Καστελλόριζο, προκειμένου η Τουρκία να αμφισβητήσει το δικαίωμα της Ελλάδας, βάσει του διεθνούς Δικαίου, να επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια.

Το ίδιο το κείμενο Μπρέλ δείχνει ότι αυτοί ήταν οι προβληματισμοί και τα «επιχειρήματα» που προβλήθηκαν στην ελληνική πλευρά ενόψει της Συνόδου Κορυφής, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2020.

Ως εκ τούτου, φαίνεται, και η «περίεργη» αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, ο οποίος αίφνης, λίγο πριν τη Σύνοδο, αποφάσισε να μιλήσει για το τουρκικό casus belli για το δικαίωμα της Ελλάδας στα 12 ν.μ.

Ελλάδα-Κύπρος στο τραπέζι

Ο Επίτροπος, Μπορέλ, επίσης, ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, εκφράζει ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτικών ηγεσιών και της γραφειοκρατίας της ΕΕ, ζητάει:

Να καθίσει η Ελλάδα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για να λύσει τα προβλήματά της με την Τουρκία, διότι, όπως εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί, προέχει η αποκατάσταση των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία.

Να ανοίξει άμεσα η διαδικασία για το Κυπριακό. Ο ίδιος, μάλιστα, αναφέρεται με ύφος πλήρους ουδετερότητας, ότι «οι προσπάθειες στο Crans Montana (σ.σ. τουριστικό θέρετρο στην Ελβετία) προκειμένου να βρεθεί μια τελική λύση για την επανένωση της Κύπρου, απέτυχαν το 2017».

Ούτε καν μπαίνει στον «πειρασμό» να αποδώσει ευθύνες στην Αγκυρα, η οποία τορπίλισε τον διάλογο τότε, παρ’ ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, είχε ετοιμάσει κείμενο όπου είχε συμφωνήσει και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Την τελευταία στιγμή, όμως, η Τουρκία έκανε πίσω.

«Πρέπει να διασφαλίσουμε την ανανέωση του διαλόγου με την Ελλάδα και την επανέναρξη των συνομιλιών για την επίλυση της Κύπρου, δεδομένου ότι και αυτά τα θέματα πρέπει να καταλήξουν σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα και δεν μπορούν να συνεχίζονται ατέλειωτα», σημειώνει.

Αναφερόμενος, επίσης, στις προσπάθειές του για «έναν ανανεωμένο διμερή διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με τις θαλάσσιες διαφορές και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ή το πώς να στηρίξουμε τις προσπάθειες του ΟΗΕ για την επανέναρξη των συζητήσεων για την επίλυση της Κύπρου», σημειώνει ότι «η δρομολόγηση και των δύο θεμάτων, μέσω των κατάλληλων διπλωματικών και τεχνικών διαδικασιών, είναι απαραίτητη για τη δημιουργία χώρου για μια υγιή σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία πλέον δεν μπορούν να αναβάλλονται».

Να συγκληθεί Διάσκεψη για την Ανατολικη Μεσόγειο, στην οποία ορισμένοι ευρωπαϊκοί κύκλοι θέλουν να συρθεί η Ελλάδα και η Κύπρος, δίχως όρους και προϋποθέσεις.

Υπέρ της Διάσκεψης, ως γνωστόν, έχει ταχθεί ο Ταγίπ Ερντογάν, θέτοντας ως όρο τη συμμετοχή των κατεχομένων.

Οι ευθύνες στην Ελλάδα

Κι όλα αυτά τα λέγει ο Ζ. Μπορέλ, ενώ παραδέχεται ότι «η τρέχουσα πορεία της Τουρκίας φαίνεται να την απομακρύνει από την ΕΕ».

Παρά ταύτα, επιμένει στη λογική του απόλυτου κατευνασμού της Τουρκίας, δίχως να δώσει η ΕΕ το παραμικρό δείγμα αποφασιστικότητας, αξιοπιστίας, σοβαρότητας και πυγμής.

Ενδεικτική της υποχωρητικότητάς του, είναι η αναφορά του σε ταξίδι που έκανε στην Αγκυρα, οπότε κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Μ. Τσαβούσογλου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών «επέκρινε σκληρά ορισμένα κράτη-μέλη, καθώς και την ίδια την ΕΕ, καταγγέλλοντας μεροληπτικές και φιλικές συμπεριφορές απέναντι στην Τουρκία».

Πως αντέδρασε ο Ζ.Μπορέλ είναι γνωστό. «Προτίμησα -γράφει- να απαντήσω με τη γλώσσα της διπλωματίας, αν και ο τόνος και οι διατυπώσεις που χρησιμοποίησε ο Τούρκος οικοδεσπότης μου έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το αν θα ήταν αρκετό»(!).

Ακόμα χειρότερα. Ο Επίτροπος της ΕΕ, εμμέσως πλην σαφώς, επιρρίπτει την ευθύνη για τη μη έναρξη ελληνο-τουρκικού διαλόγου και των διερευνητικών επαφών στην Ελλάδα, επειδή ήταν η Αθήνα υπέγραψε τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Μια άποψη, σημειωτέον, που επικρατεί ειδικά στο Βερολίνο αλλά και στις Βρυξέλλες.

Να σημειωθεί πως τότε είχε ήδη γίνει η συνάντηση της εκπροσώπου του Ελληνα πρωθυπουργού, Ελένης Σουρανή, με τον εκπρόσωπο του Τούρκου προέδρου, Ιμπραήμ Καλίν, στο Βερολίνο, όπου συμφωνήθηκε η επανέναρξη του ελληνο-τουρκικού διαλόγου.

Τη συνάντηση αυτή, για την οποία το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών φέρεται να μην ήταν ενήμερο, την «έκαψε» αμέσως μετά ο Μ. Τσαβούσογλου, ανακοινώνοντάς την δημόσια(!).

Βέβαια, παρ’ ότι ο Ζ. Μπορέλ αναφέρεται στο Μνημόνιο Συνεργασίας, το Νοέμβριο του 2019, μεταξύ Τουρκίας και κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας στη Λιβύη, βάσει του οποίου οριοθετήθηκαν Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες», περιορίζεται να πει πως αυτό «προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες και την έντονη απάντηση της ΕΕ».

Ούτε καν κάνει την παραμικρή αναφορά εάν η συμφωνία της Αγκυρας με την κυβέρνηση-μαριονέτα της Τρίπολης, στη Λιβύη, αποτελεί ένα προϊόν πέραν κάθε έννοιας διεθνούς Δικαίου, αλλά και της ίδιας της γεωγραφίας, ούτε, βέβαια, ότι αυτή η απαράδεκτη ενέργεια της Τουρκίας είχε προηγηθεί της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας.

«Ισαποστάκηδες»

Οσον αφορά τις προσπάθειες που έκανε ο ίδιος, κατόπιν συνεννοήσεων με την ηγεσία της ΕΕ και τη γερμανική προεδρία, ανέφερε στο κείμενό του: «Η αντιπαράθεση για την εκμετάλλευση των πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο μεγάλωσε με ταχύτητα. Κι αυτό σε συνδυασμό με μακροχρόνιες διαφωνίες σχετικά με τον έλεγχο των θαλάσσιων χώρων μεταξύ των ενδιαφερόμενων παράκτιων κρατών.

Ωστόσο, η συνεχής ανάπτυξη τουρκικών πλωτών γεωτρύπανων και ερευνητικών σκαφών, είτε σε ύδατα που γειτνιάζουν με την Κύπρο είτε την Ελλάδα, δημιούργησε ένα πολύ αρνητικό περιβάλλον που εμπόδισε την ανάπτυξη μιας θετικής ατζέντας.

Αυτό με οδήγησε να ταξιδέψω στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία στα τέλη Ιουνίου. Ο στόχος μου ήταν σαφής: Ήθελα να διερευνήσω με τους κύριους πρωταγωνιστές τις δυνατότητες έναρξης ενός πραγματικού διαλόγου που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των εκκρεμών ζητημάτων.

Εκτός από την ισχυρή υποστήριξη τόσο του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο και του Προέδρου της Επιτροπής, θέλω να επισημάνω τις αξιοσημείωτες διπλωματικές προσπάθειες στις οποίες επένδυσε η Γερμανία, αρχής γενομένης από τον καγκελάριο, Μέρκελ, και τον υπουργό Εξωτερικών, Χάϊκο Μάας».

Κατά την άποψη του Ζ. Μπορέλ, απλά «σε αρκετές περιπτώσεις, η εξωτερική ατζέντα της Τουρκίας δεν είναι ευθυγραμμισμένη με την ΕΕ και οι μέθοδοί της δεν είναι αυτές της ΕΕ. Είτε στη Συρία, στο Ιράκ, και στη Λιβύη, όπου ανέτρεψε τα δεδομένα σε πολύ δύσκολες στιγμές για την κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας, είτε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου η υποστήριξή της είχε ως αποτέλεσμα μια καίρια νίκη για το Αζερμπαϊτζάν».

Τόσο απλά. Μόνο ότι διαφοροποιείται η πολιτική της Αγκυρας από αυτήν των Βρυξελλών, έχει να διαπιστώσει ο Ζ. Μπορέλ. Οτι ενεπλάκη σε επιθετικούς πολέμους, εισβολές, ότι έχει καταλάβει εδάφη κυρίαρχων κρατών, ότι παραβιάζει συστηματικά το διεθνές Δίκαιο και είναι μια ανοικτά αναθεωρητική δύναμη, ούτε καν βρίσκεται στο οπτικό πεδίο του αρμόδιου -μάλιστα- για θέματα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Αν οι απόψεις το Ζ. Μπορέλ είναι οι κυρίαρχες εντός της ΕΕ, τότε μάλλον η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει σοβαρότατες νέες προκλήσεις.

Το κατευναστικό» μήνυμα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου

Γιατί, όμως, τελικά η ΕΕ δεν έδωσε ούτε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, ούτε σε αυτήν του Οκτωβρίου το πράσινο φώς, όχι για κυρώσεις, αλλά ούτε καν για σκλήρυνση της φρασεολογίας της έναντι της Τουρκίας;

Την απάντηση τη δίδει ο ίδιος ο Ζ.Μπορέλ στο κείμενό του: «Πρέπει να βρούμε μια διέξοδο από τη δυναμική του tit-for-tat (σ.σ. ισοδύναμο πλήγμα, ισοδύναμα αντιποινα) και να επιστρέψουμε στη συνεργασία και την εμπιστοσύνη.

Αυτό ήταν το κύριο μήνυμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου και αυτό το μήνυμα επαναλήφθηκε την περασμένη εβδομάδα.

Πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτό σήμερα από την πλευρά της Τουρκίας από ό,τι τον Οκτώβριο.

Ωστόσο, η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά. Ως εκ τούτου, η συνολική αποτίμηση της χρονιάς που φεύγει, είναι αρνητική».

Είναι «σοβαρή» η ΕΕ;

Παρά ταύτα, ο Ισπανός Επίτροπος δεν μπορεί παρα να διατηρεί την αισιοδοξία του. Εξάλλου, άγιες μέρες έρχονται. Θαύματα… γίνονται.

«Εχουμε την ευκαιρία να διορθώσουμε τα πράγματα και αυτό πρέπει να κάνουμε», γράφει. Και προσθέτει: «Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι, εάν συνεχίσουμε σε αυτό τον κατήφορο, η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει σκληρά μέτρα, για να πείσει την Τουρκία ότι είναι σοβαρή και αποφασισμένη να διασφαλίσει το σεβασμό των συμφερόντων μας. Θα εισηγηθώ επ’ αυτού στους Ευρωπαίους ηγέτες τον Μάρτιο του 2021.

Η ισχυρή σχέση συνεργασίας με την Τουρκία θα αποτελούσε σημαντική συμβολή στην ευρωπαϊκή σταθερότητα. Ομοίως, θα είναι δύσκολο για την Τουρκία να βρει έναν καλύτερο εταίρο από την ΕΕ. Η ευημερία και η ασφάλεια της Τουρκίας, ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, απαιτεί μια ισχυρή σχέση με την ΕΕ. Δεν υπάρχουν άλλες βιώσιμες, εναλλακτικές λύσεις σε αυτό.

Έχουμε ακόμη την ευκαιρία να αλλάξουμε την πορεία των σχέσεών μας. Η ΕΕ τείνει χείρα στην Τουρκία ελπίζοντας ότι θα την καταλάβει.

Σε συνεργασία με την Κομισιόν και τα κράτη-μέλη, είμαι έτοιμος να συζητήσουμε τις προτάσεις μας για μια θετική ατζέντα με την Τουρκία και να διερευνήσω τρόπους προώθησης των σχέσεών μας.

Αυτό θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μέσω μιας διάσκεψης της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει να σταματήσουν οι ενέργειες που μπορεί να θεωρηθούν επιθετικές ή αντίθετες προς τα συμφέροντα της ΕΕ».

Και, αφού προειδοποιεί ότι «ο χρόνος δεν είναι φίλος μας», σημειώνει: «Πέρα από τα σαφή βήματα από την Τουρκία και τη αλλαγή των αρνητικών ενεργειών της και της ρητορικής των τελευταίων, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επιστρέψουμε σε ειλικρινή και αποτελεσματικό διάλογο και προσπάθειες, καθώς και σε ισχυρή δέσμευση από όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών της ΕΕ που επηρεάζονται περισσότερο (σ.σ. από την κατάσταση). Πρέπει να επανενεργοποιήσουμε τη δυναμική του διαλόγου».

Κοντολογίς, πετάει το μπαλάκι στην Ελλάδα και την Κύπρο, για να κάτσουν στο τραπέζι του διαλόγου, υπό τις συνθήκες των ακραίων τουρκικών πιέσεων έναντι των δύο χωρών, και, προφανώς, χωρίς καμία «ασπίδα προστασίας» από τους εταίρους τους.

Διάλογος -και- για τις τουρκικές εισβολές

Ακόμα πιο εντυπωσιακή, όμως, είναι η επόμενη πρόταση του Ζ.Μπορέλ. Γράφει: «Πρέπει να έχουμε έναν ισχυρό και ειλικρινή διάλογο για τις περιφερειακές συγκρούσεις, προκειμένου να αναπτύξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή κοινή κατανόηση για το πώς να τις αντιμετωπίσουμε με τρόπο που θα σέβεται τα αμοιβαία συμφέροντα».

Τι «αμοιβαία συμφέροντα» με την Τουρκία, μπορεί να έχει, άραγε, η ΕΕ, από την τουρκική εισβολή και κατοχή στη Συρία, από τον Καύκασο, τη Λιβύη κοκ; Ο Επίτροπος ξεπερνάει όλα τα εσκαμμένα!

Και καταλήγει, προοιωνίζοντας ποιες θα είναι οι προτάσεις του στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου 2021: «Ειλικρινά, μπορούμε είτε να προχωρήσουμε προς μια αμοιβαία επωφελή ατζέντα είτε να υποστούμε τις συνέπειες των αμοιβαίων παρεξηγήσεών μας. Προσωπικά, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό σχετικά με τη δική μου επιλογή».

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις