Δύο νικητές αναδεικνύονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών στον διεθνή Τύπο, από την κατάσταση που διαμορφώνεται πλέον στον Καύκασο, μετά το «πάγωμα» της αντιπαράθεσης Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας: η Ρωσία και η Τουρκία.
Αυτό υποστηρίζει, μεταξύ των άλλων, σε άρθρο του στον γνωστό ιστότοπο, Politico, ο Νίκου Ποπέσκου, διευθυντής του προγράμματος Wider Europe στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.
«Μετά το “ξαναπάγωμα” της αντιπαράθεσης -σημειώνει- διαφαίνονται δύο καθαροί νικητές: η Ρωσία και η Τουρκία, που ενεπλάκησαν ενεργά στη σύγκρουση, ενώ η ΕΕ απλώς παρατηρούσε. Και θα συνεχίσει σε ρόλο παρατηρητή όσο δεν αναθεωρεί τη στρατηγική της για την περιοχή».
Πράγματι, συνολικά η Δύση, αλλά πολύ περισσότερο η πλειονότητα των χωρών της ΕΕ παρατηρούσαν τον πόλεμο, ο οποίος μαινόταν επί δύο μήνες στην «αυλή» της Ευρώπης, παντελώς αδιάφορα. Με κάποιες, λίγες εξαιρέσεις.
Επιτέλους να αφυπνιστεί η ΕΕ
«Οι πραγματικοί νικητές αυτής της σύγκρουσης είναι η Ρωσία και η Τουρκία», υποστηρίζει ο Ποπέσκου. Και προσθέτει: «Η πρώτη αυξάνει τον έλεγχό της τόσο επί της Αρμενίας όσο και επί του Αζερμπαϊτζάν.
Χάρις στον στρατό και τα drones της δεύτερης, το Αζερμπαϊτζάν ανέκτησε επτά επαρχίες και μέρος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Στο μεταξύ, και οι τουρκορωσικές σχέσεις παρέμειναν ισχυρές.
Τίποτα από αυτά δεν αποτελεί καλό οιωνό για την εξωτερική πολιτική και το διεθνές προφίλ της ΕΕ.
Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη γειτονιά της ΕΕ στρατιωτικοποιείται ολοένα περισσότερο. Οι βασικοί παίκτες στην περιοχή δεν είναι χώρες της ΕΕ.
Αντιθέτως, η Τουρκία, η Ρωσία και τώρα πια και το Αζερμπαϊτζάν βλέπουν τη στρατιωτική δράση να αποτελεί έναν αποτελεσματικό και ασφαλή δρόμο για την επιτυχία. Από τον Νότιο Καύκασο μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη.
Οσο η ΕΕ συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στα διπλωματικά και οικονομικά μέσα για την άσκηση της επιρροής της στην περιοχή, η τάση αυτή θα συνεχίζεται.
Για να αλλάξει η κατάσταση, η ΕΕ θα πρέπει να αρχίσει να συνεργάζεται στον στρατιωτικό τομέα, στην αντικατασκοπεία και την ασφάλεια με διάφορες χώρες στα ανατολικά και τα νότιά της. Μόνο έτσι, η φωνή της θα αρχίσει να ακούγεται δυνατότερα».
Οι επισημάνσεις αυτές, προφανώς αφορούν άμεσα και την Ελλάδα, αφου βρίσκεται στην περιφέρεια όλων αυτών εμπόλεμων ζωνών και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Κι’ ας νομίζουν ορισμένοι ότι η Αρμενία κείται μακράν. Οπως το ίδιο πίστευαν και για τη Συρία, αλλά και για τη Λιβύη.
Η συμφωνία
Οσον αφορά αυτή καθεαυτή τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρωσίας, Αρμενίας, Αζερμπαϊτζαν, ο Ν. Ποπέσκου σημειώνει ότι «Ρωσία και Τουρκία εξακολουθούν να διαπραγματεύονται λεπτομέρειες της συμφωνίας ειρήνης. Το Μπακού θα ήθελε τη συμμετοχή τουρκικών δυνάμεων στη διατήρηση της ειρήνης, αλλά η Μόσχα απορρίπτει το αίτημα».
Θεωρεί, επίσης, πως, παρά τις «αρκετές αποτυχημένες καταπαύσεις του πυρός, η Ρωσία πέτυχε μια συμφωνία μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν που είναι πιθανό να τηρηθεί».
Κατα τον ίδιον, «η συμφωνία μοιάζει πολύ με τον συμβιβασμό στον οποίο κατέληξαν πριν από μια δεκαετία η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η διεθνής κοινότητα. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η εφαρμογή της συμφωνίας δεν γίνεται αυτή τη φορά με τη βοήθεια διπλωματών ή πολιτικών, αλλά με τη στρατιωτική ισχύ».
Η συμφωνία, επίσης, προβλέπει ότι «η Ρωσία θα εγκαταστήσει 2000 κυανόκρανους, που θα εξασφαλίζουν ότι το Ναγκόρνο Καραμπάχ θα έχει μια προστατευόμενη από τη Ρωσία οδική σύνδεση με την Αρμενία, καθώς και ότι το Αζερμπαϊτζάν θα έχει μια προστατευόμενη από τη Ρωσία συγκοινωνιακή και οδική σύνδεση με τον αζερικό θύλακα του Ναχιτσεβάν».
Παρ’ ότι, πάντως, το Αζερμπαϊτζάν «μοιάζει να νίκησε και η Αρμενία να ηττήθηκε, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και για τις δύο χώρες.
Το Μπακού κέρδισε επτά επαρχίες γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, που κατέχονταν ως τώρα από την Αρμενία, και θα διατηρήσει τα εδαφικά του κέρδη στον θύλακα. Θα αναγκαστεί όμως να δεχθεί περιορισμούς στη μελλοντική εξωτερική του πολιτική και ασφάλεια.
Με τη ρωσική στρατιωτική παρουσία σε ένα έδαφος που είναι διεθνώς αναγνωρισμένο ως αζερικό, και που θα εξασφαλίζει την πρόσβαση του Αζερμπαϊτζάν στο Ναχιτσεβάν, η Μόσχα «πατάει» πολύ πιο γερά στη χώρα αυτή.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα οδηγήσει σε έναν μήνα του μέλιτος μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ρωσίας, σε βάθος χρόνου όμως θα αποτελεί μια πηγή αστάθειας και αντιπαραθέσεων στις σχέσεις Μόσχας και Μπακού.
Η Αρμενία, από την άλλη πλευρά, διατηρεί τον έλεγχο ενός μέρους του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η ανάπτυξη ρώσων κυανοκράνων την καθιστά λιγότερο ευάλωτη σε μελλοντικές επιθέσεις.
Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται δραματικά η εξάρτηση της Αρμενίας από τη Ρωσία, αφού αυτό που απομένει από το ελεγχόμενο από τη Ρωσία Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι εντελώς ανυπεράσπιστο χωρίς τη Ρωσία.
Το Ερεβάν θα δεχθεί τώρα ακόμη πιο ισχυρές πιέσεις από τη Μόσχα για να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στην εγχώρια ή την εξωτερική της πολιτική».
Ισχυροποίηση της Τουρκίας;
Κατά την εφημερίδα, Financial Times, πάντως, «η εκεχειρία στον Καύκασο ισχυροποιεί την Τουρκία ως δύναμη στην “αυλή” της Ρωσίας».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «η ανακωχή μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας υπογραμμίζει τη νέα περιφερειακή ισορροπία μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας».
Το δημοσίευμα αναφέρεται στο περιεχόμενο της συνθήκης ειρήνης και στην αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή.
Κατά την άποψη του Ρουσλάν Πούχοφ, διευθυντή της ρωσικής δεξαμενής σκέψης, Centre for Analysis of Strategies and Technologies, «οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι καταστροφικές, όχι μόνο για την Αρμενία αλλά και για τη Ρωσία. Ο πελάτης και σύμμαχος της Ρωσίας είναι ο ηττημένος. Ο σύμμαχος της Τουρκίας νίκησε.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η επιρροή της Μόσχας στην περιοχή του Καυκάσου έχει μειωθεί δραστικά, ενώ το κύρος μιας επιτυχούς και εριστικής Τουρκίας έχει αντιθέτως αυξηθεί σημαντικά».
Όπως σημειώνεται, η ανακωχή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ επιβεβαιώνει μεν τον κύριο ρόλο της Ρωσίας ως διαμεσολαβητή, αλλά αυτό γίνεται με κόστος την αναγνώριση της Τουρκίας ως γεωπολιτικού παίκτη στον Καύκασο.
Η εφημερίδα σημειώνει, επίσης, ότι το Αζερμπαϊτζάν πόνταρε στο γεγονός ότι, με την υποστήριξη της Τουρκίας, η Μόσχα δε θα ήταν έτοιμη να παρέμβει στρατιωτικά στη διαμάχη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, και το ρίσκο που ανέλαβε αποδείχτηκε σωστό.
Από τη μεριά του, ο ο Ονούρ Ισί (Onur Isci), αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Bilkent της Άγκυρας, λέγει ότι «ο Ερντογάν βλέπει την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και δεν θα υποχωρήσει σε αυτό. Η Τουρκία δε θα επιστρέψει στο να γίνει ο σύμμαχος του ΝΑΤΟ που ήταν στη δεκαετία του 1950».
Ταυτόχρονα, ωστόσο, εκτιμά ότι «δεν θα δούμε ποτέ στη Συρία ή τον Καύκασο πλήρη στρατιωτική συμμαχία» Ρωσίας-Τουρκίας και πως οι δύο χώρες «θα έχουν πολιτικές συγκρούσεις», διότι «δεν συμφωνούν σε γεωπολιτικά θέματα». Ωστόσο, «προσπαθούν να το διαχειριστούν».
Ο Στανισλάβ Πρίτσιν, αναλυτής στο Κέντρο Μετασοβιετικών Σπουδών στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, θεωρεί ότι «οι ενέργειες της Τουρκίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι εν μέρει απάντηση στις ρωσικές ενέργειες στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία προσπαθεί να είναι παγκόσμιος παίκτης και να βάζει χέρι σε κάθε κομμάτι της πίτας», λέει.
Τονίζει, όμως, πως στην περίπτωση του Καυκάσου, η Τουρκία «μπορεί να βασιστεί μόνο στο Αζερμπαϊτζάν», ενώ «δεν κατανοεί καλά τις περιφερειακές πολυπλοκότητες που δίνουν περιορισμένα περιθώρια ελιγμών».
Τέλος, η Ολγκα Ολικερ, διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας στο International Crisis Group, αναφερόμενη στην παρουσία ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, θεωρεί πως «το Αζερμπαϊτζάν κέρδισε πολλά από όσα ήθελε, αλλά μέρος του κόστους είναι η μεγαλύτερη -και όχι μικρότερη- επιρροή της Ρωσίας σε αυτό. Η Ρωσία έχει τώρα πολύ περισσότερη εμπλοκή και ευθύνη για τη διαμάχη από ό,τι είχε προηγουμένως».
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις