Ενίοτε οι κυβερνήσεις ψεύδονται. Για διάφορους λόγους. Συχνά οι λόγοι είναι απολύτως δικαιολογημένοι και συμβατοί με τον ρόλο τους, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια αποφυγής πανικού ή μιας συγκεκριμένης αντίδρασης από τον πληθυσμό, η οποία θα μπορούσε να βλάψει τον σχεδιασμό που έχει το κράτος σε ορισμένους τομείς. Υπάρχουν όμως και άλλες αιτίες για τα «επίσημα» ψέματα: Άγνοια, προσπάθεια συγκάλυψης συγκεκριμένων σφαλμάτων ή μιας γενικότερης ανικανότητας, προσωπικά κίνητρα μελών της κυβέρνησης (για παράδειγμα το ζήτημα των μιζών στα εξοπλιστικά) κ.ά.

Σε αυτό το σημείο, ρόλος της δημοσιογραφίας είναι η αέναη προσπάθεια εντοπισμού αυτών των ψευδών και η αποκάλυψή τους, όπου αυτό χρειάζεται και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Ας ορίσουμε το δημόσιο συμφέρον -καθώς πρόκειται για μια έννοια που επιδέχεται μεγάλη συζήτηση- ως το συμφέρον των κατοίκων μιας χώρας, εκείνων που ζουν σήμερα και εκείνων που πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον. Εφόσον λοιπόν ένας δημοσιογράφος δεν είναι έμμισθος εκπρόσωπος μιας κυβέρνησης, οφείλει να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και ντε φάκτο να βρίσκεται σε θέση ελεγκτή της κυβέρνησης, αποκαλύπτοντας ορισμένα από τα ψέματά της.

Η πανδημία και η διαχείριση υγειονομικού κινδύνου από τις κρατικές αρχές δεν μπορεί να είναι εξαίρεση, χωρίς αυτό να αναιρεί την υποχρέωση των δημοσιογράφων για υπευθυνότητα και πειθαρχία. Όσο και να θέλει δηλαδή η κυβέρνηση να περιορίσει τον ρόλο της δημοσιογραφίας, με την αιτιολογία του εθνικού συμφέροντος ή κάτι άλλο, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να ελέγχουν ακόμα και αυτές τις αποφάσεις. Αντ’ αυτού, πολλά ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο να κάνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ορίζει ο ρόλος τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα ενδιαφέρον θέμα, αυτό των θεωριών συνωμοσίας που θέριεψαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας.

Διάβαζα τις προάλλες ένα κείμενο της LIFO, όπου ένας συντάκτης που λέγεται John Goranitis αποφασίζει να καταπιαστεί με το θέμα των θεωριών συνωμοσίας της πανδημίας. Σε αυτό το κείμενο επαναλαμβάνονται περίπου αυτά που γράφονται διεθνώς: Το ευκολόπιστο και απαίδευτο κοινό που μέσα στην αδυναμία και τον φόβο του επιλέγει να στραφεί σε εύκολες και κατανοητές λύσεις. Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιείται εξάλλου και για να δικαιολογήσει την άνοδο του λαϊκισμού διεθνώς. Ανάλογα κείμενα έχουν γραφτεί σε διάφορα ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα. Λένε όμως αυτά τα κείμενα την αλήθεια για τις θεωρίες συνωμοσίας;

Θεωρώ πως όχι. Διότι αυτά τα κείμενα αποκρύπτουν κομμάτι της πραγματικότητας είτε γιατί αυτή η πραγματικότητα δεν εξυπηρετεί το «πνεύμα» που θέλουν να περάσουν οι συντάκτες είτε επειδή οι ίδιοι οι συντάκτες είναι ανίκανοι να καταλάβουν ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας. Ας πάρουμε λοιπόν ως παράδειγμα το συγκεκριμένο άρθρο της λάιφο. Γράφει: «Έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι σε συνθήκες αβεβαιότητας τα άτομα είναι πολύ πιο δεκτικά σε πληροφορίες που υποδεικνύουν «ενόχους» για την κατάσταση (πολιτικούς, επιστήμονες, εκπροσώπους θεσμικών οργάνων)». Και σ’ αυτό το σημείο εγώ ερωτώ: Και ποιους δηλαδή θα πρέπει να θεωρούν «ενόχους»; Την καθαρίστρια της πολυκατοικίας ή το κρίνο; Δεν είναι οι πολιτικοί, οι επιστήμονες και οι εκπρόσωποι των θεσμικών οργάνων υπεύθυνοι για το γεγονός ότι υποτιμήθηκε ο κίνδυνος από τον Covid-19 και ότι τελικά ο ιός ξέφυγε και εξελίχθηκε σε πανδημία; Δεν είναι οι πολιτικές ηγεσίες που επέλεξαν το ένα ή το άλλο σύστημα αντιμετώπισης της πανδημίας, με αποτέλεσμα αλλού να έχει τεθεί υπό μερικό έλεγχο και αλλού να έχει στερήσει χιλιάδες ζωές;

Ανάμεσα στα γεγονότα που αποσιωπούν οι συντάκτες τέτοιων άρθρων είναι πως ένα τόσο συνταρακτικό και παγκόσμιο γεγονός όπως πανδημία θα έπρεπε να είχε εξηγηθεί επαρκώς από τους «εκπροσώπους των θεσμικών οργάνων» προκειμένου «τα άτομα» να μην αναγκάζονται να στέφονται στις εξηγήσεις που δίνουν οι κάθε λογής απατεώνες και συνωμοσιολόγοι. Αποσιωπά, για παράδειγμα, ότι η άποψη πως πρόκειται για «εποχική γρίπη» (που αναφέρει το άρθρο) αρχικά ακούστηκε από τις τηλεοράσεις και τα θεσμικά χείλη. Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίον θεριεύουν οι θεωρίες συνωμοσίας είναι οι ελλιπείς εξηγήσεις των θεσμικών αρχών για σημαντικά ζητήματα, οι παλινωδίες, οι αδικαιολόγητες αλλαγές κατευθύνσεων στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Επ’ ευκαιρίας, τώρα που τελείωσε το απογευματινό σίριαλ του καλού και του κακού αστυνομικού, θα μας πει κάποιος αν θα πρέπει να φοράμε μάσκες και πόσο συνάλλαγμα θα πρέπει να έχουν πάνω τους οι τουρίστες προκειμένου να αποκτούν ανοσία στον ιό;

Σε άλλο σημείο ο συντάκτης απορεί: «Γιατί όμως, εν μέσω πανδημίας, τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στρέφεται στη συνωμοσιολογία και τα ψεύδη, αντί να εμπιστευτεί την επιστήμη». Και εγώ απορώ με τον συντάκτη: Γιατί οι κυβερνήσεις δεν άκουσαν την «επιστήμη» εξ’ αρχής και την άκουσαν μόνο όταν άρχισαν να μαζεύουν φορτηγά με πτώματα; Οι πολίτες δηλαδή θα πρέπει να είναι πιο υπεύθυνοι από τις κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα των κρατών που συντηρούνται από την φορολογία;

Και τι είναι εν τέλει αυτή η «επιστήμη»; Είναι κάποιο μυθικό πλάσμα που ζει στον Όλυμπο; Ή είναι μια κοινότητα που αποτελείται από διαφορετικούς ανθρώπους διαφόρων ειδικοτήτων που έχουν διαφορετικές γνώμες και γνώσεις και κοιτάζουν ένα θέμα συχνά από αντικρουόμενες πλευρές; Πόσοι θα πεθάνουν από τον κορονοϊό; Πόσοι θα πεθάνουν επειδή το νοσοκομείο έκλεισε λόγω καραντίνας και δεν θα προλάβουν εγκαίρως να κάνουν την επιχείρησή τους; Πόσοι θα πεθάνουν σε λίγα χρόνια επειδή λόγω κρίσης δεν θα έχουν πρόσβαση σε ποιοτικά φάρμακα και φαγητό; Πόσοι θα αυτοκτονήσουν από τις ψυχολογικές συνέπειες του εγκλεισμού; Πόσα παιδιά δεν θα γεννηθούν εξαιτίας των οικονομικών συνεπειών της καραντίνας; Ποιά επιστήμη θα μας το απαντήσει αυτό; Ποιά απ’ όλες πρέπει να ακούσουμε;

Μήπως οι επιστήμονες, όπως και όλοι μας, δεν είναι έρμαια του μισθού τους; Δεν υπάρχουν περιπτώσεις ιστορικά όπου επιστήμονες συνεργάστηκαν με απάνθρωπα καθεστώτα και έκαναν κτηνώδη πράγματα; Μήπως δεν είναι επιστήμονες αυτοί οι γιατροί που φοβούνται να δηλώσουν επώνυμα στα ΜΜΕ ότι ο κορονοϊός μεταδίδεται με την Θεία Κοινωνία για να μην τους ξεσκίσουν οι παπάδες; Η δειλία τους είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους ή της επιστήμης τους;

Αλλά βέβαια είναι πολύ εύκολο και ανώδυνο να πει ένας συντάκτης ότι γενικά και αόριστα φταίνε οι ευκολόπιστοι πολίτες από το να κατονομάσεις συγκεκριμένους ανθρώπους και αιτίες. Γιατί το δεύτερο θέλει γνώσεις και θάρρος. Ο συντάκτης του άρθρου μιλάει για «δεισιδαιμονία» χωρίς να αναφέρει ότι στο σχολικό πρόγραμμα υπάρχει το μάθημα των θρησκευτικών, που θα μπορούσε να είναι επιπλέον μάθημα βιολογίας ή κάτι άλλο εξίσου χρήσιμο. Γιατί αν τα γράψει αυτά θα προκαλέσει την αντίδραση πολύ συγκεκριμένων ανθρώπων με δύναμη και κύρος, ανθρώπων που αντλούν τη δύναμη και το κύρος τους από την ευκολοπιστία και δεισιδαιμονία των πολιτών. Μήπως λοιπόν η «δεισιδαιμονία» είναι και λιγάκι θεσμική και έχει μπει και στο γονιδίωμα του ελληνικού κράτους;

Παράλληλα, αυτή η ευκολοπιστία που οδηγεί στις θεωρίες συνωμοσίας δεν προέκυψε από μόνη της. Σχηματίστηκε με τα χρόνια και με τη συμμετοχή πολιτικών, ιερέων, νομικών, επιχειρήσεων και άλλων φορέων που καλλιεργούσαν την άγνοια και κατέστρεφαν την κριτική σκέψη. Σχηματίστηκε από την κακή ποιότητα των δημοσιογράφων, που κατάπιναν την κάθε παπάντζα της εκάστοτε εξουσίας και τη δειλία άλλων δημοσιογράφων που αποσιωπούσαν τα ονόματα των εγκληματιών που δολοφονούσαν το μέλλον. Και αυτό το μέλλον ήρθε σήμερα.

Και βέβαια, για να κλείσουμε με το εν λόγω άρθρο, που φυσικά είναι μόνο η αφορμή για να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου, θα παραθέσω αυτούσια μια ολόκληρη παράγραφο:
– «Δεν αναφερόμαστε σε όσους το κάνουν για να αποκομίσουν κέρδη ή φήμη ούτε σε αυτούς που απλώς τρολάρουν. Ούτε, βέβαια, σε εκείνους τους, κρατικούς και μη, μηχανισμούς που θέλουν να δημιουργήσουν τοξικό κλίμα και να αποδιοργανώσουν κοινωνίες, κράτη και ομοσπονδίες για δικά τους γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη. Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίος ο ρόλος του Κρεμλίνου ούτε και του Πεκίνου στην ευρεία διάδοση των ψευδολογιών γύρω από την πανδημία. Τα κίνητρα όλων αυτών είναι σαφή και προφανή. Αυτά που πρέπει να διερευνήσουμε είναι τα κίνητρα όσων, χωρίς να αποκομίζουν κάποιο όφελος, ίσως και άθελά τους συμμετέχουν στην πανδημία της παραπληροφόρησης.»

Και η πρώτη μου σκέψη είναι: Μα καλά ρε συντάκτη, πλάκα μας κάνεις; Δεν ασχολείσαι με το γεγονός ότι «το Πεκίνο» (σ.σ. πρωτεύουσα της πιο ραγδαία αναπτυσσόμενης χώρας του πλανήτη, που φτιάχνει σχεδόν το σύνολο των τεχνολογικών προϊόντων που χρησιμοποιούμε) έχει ξεκινήσει επικοινωνιακό πόλεμο με τις ΗΠΑ (την πιο ισχυρή χώρα του κόσμου) χρησιμοποιώντας σαν όπλο τις θεωρίες συνωμοσίας για τις οποίες γίνεται λόγος; Δεν ασχολείσαι με το ότι ολόκληρες φάρμες τρολ που ελέγχονται από «το Κρεμλίνο» (σ.σ. διοικητικό κέντρο μιας τεράστιας χώρας με πυρηνικό οπλοστάσιο και μερικούς πολέμους σε εξέλιξη) σπέρνουν -μέσω δημοσιευμάτων και αναρτήσεων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης- ακριβώς αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας; Ή το ότι ο Τραμπ, ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον πλανήτη, λίγες ημέρες πριν, σχεδόν, συνέστισε στον κόσμο να πίνει χλωρίνη; Άρα το ζήτημα που θέτουν οι συντάκτες τέτοιων άρθρων δεν είναι το γιατί ολόκληρες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν σε μεγάλη κλίμακα τα fake news ως πολιτικό εργαλείο και ότι ο κόσμος γενικά πάει κατά διαόλου και είμαστε στα πρόθυρα δεύτερου ψυχρού ή τρίτου θερμού πολέμου, αλλά το γιατί οι ευκολόπιστοι καταναλωτές τα χάφτουν. Τώρα μάλιστα.

Προφανώς δεν είναι ζήτημα ούτε του συγκεκριμένου άρθρου ούτε συγκεκριμένου συντάκτη, τέτοια κείμενα έχουν δημοσιευτεί αρκετά. Είναι ένα σύμπτωμα που μας δείχνει ότι η δημοσιογραφία δεν τα πάει πολύ καλά. Για να βρει κάποιος την αλήθεια ενίοτε χρειάζεται να βυθιστεί σε ένα βρώμικο ποτάμι. Όταν ο αναγνώστης πιστεύει ότι ο κορονοϊός είναι φτιαγμένος εργαστηριακά, η απάντηση είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο (που ήδη υπάρχουν) και όχι η υποτίμηση του αναγνώστη ως συνωμοσιολόγου. Τα στοιχεία και η γυμνή αλήθεια είναι εκείνα μόνο που χρειάζονται. Τα άλλα είναι εξτραδάκια.

Αντ’ αυτού,, η δημοσιογραφία ηθικολογεί, καταγγέλλει, φωνάζει και κάνει πλάτες. Η προσπάθεια αντιμετώπισης του λαϊκισμού, που μετακομίζει από την πολιτική στη δημοσιογραφία και σε άλλους τομείς, καταλήγει σε μια αδράνεια και στη σιωπηλή αποδοχή της επίσημης γραμμής των κέντρων εξουσίας. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι έχουν την εξειδίκευση για να ελέγξουν στοιχεία σε σχέση με θέματα όπως η ιατρική. Λείπει η γνώση. Λείπει η ψυχραιμία. Λείπει το θάρρος και το θράσος να τα βάλουν με τους δυνατούς αναλαμβάνοντας τα ρίσκα. Και βεβαίως λίγοι είναι και εκείνοι που μπορούν να δουν την εικόνα ολόκληρη. Η δημοσιογραφία κόλλησε Covid και ψάχνει με αγωνία ΜΕΘ. Και μέχρι να αναρρώσει οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να ψεύδονται και να μην δίνουν λόγο σε κανέναν.

Κώστας Ονισένκο

πηγή:FB

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις