Η μη κερδοσκοπική οργάνωση Διοτίμα, μιλά στο News24/7 για τη συνεπιμέλεια, τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, τον ρόλο των μπαμπάδων, αλλά και την ελληνική κοινωνία.

Το Κέντρο Διοτίμα αποτελεί μία γυναικεία μη κερδοσκοπική οργάνωση εξειδικευμένη σε θέματα φύλου και ισότητας.

Κατά την τριαντάχρονη δράση του, το όραμά του είναι η ανάδειξη και αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων και η παροχή υποστήριξης σε ευάλωτες και αποκλεισμένες ομάδες γυναικών (άνεργες, με χαμηλά εισοδήματα, μονογονείς, μετανάστριες, προσφύγισσες) που έχουν υποστεί έμφυλη βία, αλλά και η ευαισθητοποίηση για τα έμφυλα στερεότυπα και την έμφυλη βία.

Ο συγκεκριμένος φορέας αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα παρέχοντας νομική βοήθεια και ψυχοκοινωνική στήριξη σε επιζώσες/επιζώντες έμφυλης βίας, υλοποιώντας έρευνες και επιμορφώσεις επαγγελματιών σε έμφυλα ζητήματα, ενώ πραγματοποιεί και δράσεις συνηγορίας και εκστρατείες ενημέρωσης.

Η κ. Άννα Βουγιούκα, ερευνήτρια και εμπειρογνώμονας φύλου και η κ. Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας του κέντρου μίλησαν στο News24/7 για τη συνεπιμέλεια και όχι μόνο.

Εστίασαν στην αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η συζήτηση, αλλά και τη στάση των μπαμπάδων πάνω στη Συνεπιμέλεια.

Επιπλέον, στάθηκαν στις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία, μία τέτοια ”αλλαγή”, αλλά και σε περιπτώσεις που μπορεί να ευνοείται και ο πατέρας.

Αναλυτικά η συνέντευξη

Μήπως η συζήτηση για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου γίνεται κάτω από ακραία πόλωση;

Σχετικά με το ζήτημα της συνεπιμέλειας πράγματι έχουν αναπτυχθεί αντίρροπες κοινωνικές δυναμικές. Δυστυχώς η τρέχουσα δημόσια συζήτηση γίνεται σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο, καθώς η δημοσιοποίηση της επικείμενης μεταρρύθμισης δεν έγινε με ισότιμους όρους, ούτε με όρους διαφάνειας.

Οι γυναικείες οργανώσεις δεν κλήθηκαν στον διάλογο για τη Συνεπιμέλεια

Οι γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις και συλλογικότητες παρά το γεγονός ότι τοποθετήθηκαν δημόσια δεν κλήθηκαν στον διάλογο, ούτε συναντήθηκαν με τον υπουργό Δικαιοσύνης, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν. Επίσης, ούτε ο καθ’ ύλην αρμόδιος φορέας της Πολιτείας, η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, κλήθηκε στο διάλογο. Ούτε έχει τοποθετηθεί μέχρι σήμερα. Και όλα αυτά παρά τις εξαγγελίες πως ο νέος νόμος θα διαπνέεται από τις αρχές της «ισότητας των φύλων».

Επίσης δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης έγινε γνωστό όχι μέσω επίσημης ανάρτησης στη διαβούλευση αλλά από «διαρροές» στα ΜΜΕ, εγείροντας έτσι έναν γενικότερο προβληματισμό για την απουσία έγκυρης ενημέρωσης της ελληνικής κοινωνίας για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.

Θεωρούμε ότι σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία πριν από κάθε νομοθετική μεταρρύθμιση είναι αναγκαίο να προηγείται διάλογος και διαβούλευση με όλες τις πλευρές και να δίνεται χώρος σε όλες τις απόψεις, προκειμένου η κυβέρνηση, οι αρμόδιοι φορείς της πολιτείας και το νομοθετικό σώμα να σχηματίσουν ολοκληρωμένη αντίληψη για τη ζώσα πραγματικότητα – κάτι που σε αυτή την περίπτωση δεν συνέβη.

Από ποιους κύκλους πηγάζει η επιχειρηματολογία υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας;

Η επιχειρηματολογία υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας εκφράζεται κατά κύριο λόγο από «συλλόγους μπαμπάδων», και η αλήθεια είναι ότι έχει μονοπωλήσει τον δημόσιο λόγο. Μάλιστα πρόσφατα έγινε γνωστό ότι και μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής συνδέονται με τους προαναφερόμενους συλλόγους, γεγονός που εγείρει ζητήματα αμεροληψίας.

Αναπαράγονται σεξιστικά στερεότυπα για την εκδικητικότητα των γυναικών

Δυστυχώς, από τις (ανδρικές) αυτές αφηγήσεις απουσιάζει η κριτική στις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους, όπως και οι διεκδικήσεις για την ανατροπή τους. Αντίθετα αναπαράγονται σεξιστικά στερεότυπα για την εκδικητικότητα των γυναικών που χωρίζουν, οι οποίες μεταμορφώνονται σε «μέγαιρες» που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να βλάψουν τους πρώην συζύγους, μιας και δε μπορούν να διανοηθούν μια αυτόνομη πορεία ως ανεξάρτητα και αυτεξούσια όντα εκτός γάμου.

Μάλιστα ο (συγκαλυμμένα) πατριαρχικός και υποτιμητικός αυτός λόγος θέτει στο στόχαστρο τις γυναίκες με την κατηγορία ότι εργαλειοποιούν τη μητρότητα προκειμένου να εκδικηθούν τους άνδρες, αρνούμενες να εκχωρήσουν τα «προνόμια» τους.

Οι αναπαραστάσεις αυτές αγνοούν τη σκληρή πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες αναλαμβάνουν σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τη γονική μέριμνα, ενώ χιλιάδες πατεράδες αρνούνται όχι μόνο να επιμεριστούν τυπικά αλλά και ουσιαστικά αυτήν την ευθύνη τόσο πριν, όσο και μετά τη λύση του γάμου, αλλά ακόμη και να καταβάλουν την (εκδικασμένη) διατροφή.

Στην ίδια οπτική εντάσσεται και η λεγόμενη «γονική αποξένωση», που επιδιώκει να καθιερώσει η μεταρρύθμιση, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με αυστηρές συστάσεις της Επιτροπής GREVIO για την Παρακολούθηση και Εφαρμογή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, θα πρέπει κατά τη διερεύνηση περιστατικών έμφυλης βίας να απαγορεύονται ρητά αποδείξεις οι οποίες στηρίζονται σε μαρτυρίες βάση του υποτιθέμενου «συνδρόμου γονικής αποξένωσης».

Πολλοί μπαμπάδες υποστηρίζουν ότι 9 στις 10 περιπτώσεις το παιδί καταλήγει στη μητέρα, ανεξάρτητα με τις συνθήκες που επικρατούν στην οικογένεια. Συμφωνείτε με την παρούσα άποψη;

Το βασικό είναι να σταθούμε στους λόγους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συμβαίνει όλο αυτό. Είναι σαφές, ότι σύμφωνα με τα κυρίαρχα έμφυλα στερεότυπα η μητέρα (εντός και εκτός γάμου ή συμβίωσης) είναι σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνη για το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν ένα παιδί: φροντίδα, υγεία, υγιεινή, διατροφή, σχολείο, ψυχαγωγία, κοινωνική ζωή, εξωσχολικές δραστηριότητες, κλπ.

Οι πατεράδες συμμετέχουν συμπληρωματικά στην ανατροφή του παιδιού

Οι πατεράδες συνήθως συμμετέχουν περιστασιακά ή συμπληρωματικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πατεράδες που συμμετέχουν ενεργητικά, στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών τους. Ωστόσο είναι η μειοψηφία και σε καμία περίπτωση ο κανόνας.

Άρα οι συνθήκες καθορίζουν και τη ματιά μας, είτε το συνειδητοποιούμε, είτε όχι, ως προς το ποιος/α από τους δύο γονείς έχει την κύρια ευθύνη και αυτό αντικατοπτρίζεται και μετά τη λήξη της έγγαμης σχέσης ή της συμβίωσης.

Φυσικά αυτή η κατάσταση δεν μας καλύπτει, διότι ως φεμινίστριες δεν πιστεύουμε σε βιολογικά δοσμένους/προκαθορισμένους ρόλους και δεν ταυτίζουμε ουσιοκρατικά τις γυναίκες με τη μητρότητα. Παράλληλα επιδιώκουμε την ενεργητική και ισότιμη συμμετοχή των πατεράδων στην ανατροφή και το μεγάλωμα των παιδιών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου θα πρέπει να ενθαρρύνει την κοινή γονική ευθύνη, με στόχο να υπονομευτούν ανθεκτικά και άκαμπτα έμφυλα στερεότυπα και ρόλοι στη βάση των οποίων θεμελιώνονται έμφυλες διακρίσεις και ανισότητες.

Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος μας: μια ισότιμη κοινωνία, με όρους συμπερίληψης και των γυναικών/ μητέρων στο δημόσιο βίο. Για να έχουν και οι γυναίκες ίσες ευκαιρίες στην απασχόληση, περισσότερο ελεύθερο χρόνο για κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες.

Η χώρα μας είναι έτοιμη για αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο;

Το οικογενειακό δίκαιο έχει αναθεωρηθεί και άλλες φορές, προκειμένου να αρθούν (έμμεσες και άμεσες) διακρίσεις κατά των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, ξεπερασμένες πατριαρχικές αντιλήψεις, ή προκειμένου να γίνει πιο συμπεριληπτικό στο πλαίσιο της ισότητας των φύλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν συσταθεί τρεις φορές ειδικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την τροποποίηση διατάξεών του.

Συγκεκριμένα η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του 2018, επικεντρώθηκε στην αναμόρφωση διατάξεων που αφορούσαν θέματα επιμέλειας και επικοινωνίας γονέων και τέκνων. Έτσι με βάση το άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα, προβλέφθηκε ότι «η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί (…) , (σ.σ. και στους δύο γονείς) αν συμφωνούν, ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού», κάτι το οποίο άλλωστε έχει υιοθετηθεί και διαταχθεί από τα ελληνικά δικαστήρια.

Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει

Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό, καθώς τέσσερις δεκαετίες μετά τη θέσπισή του οικογενειακού δικαίου, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει, οι έμφυλοι ρόλοι έχουν υποστεί μετατοπίσεις, ενώ έχουν συντελεστεί θεσμικές εξελίξεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν (νομική κατοχύρωση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών, νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, Σύμβαση Κωνσταντινούπολης).

Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου θα πρέπει να διευρύνει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στη γονεϊκότητα, συμπεριλαμβάνοντας την τεκνοθεσία από ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, και αναγνωρίζοντας ρητά τα ίδια δικαιώματα σε γονείς παιδιών που αποκτήθηκαν τόσο εντός όσο και εκτός γάμου.

Είναι πιθανό να υπάρξουν αντιδράσεις;

Στις δημόσιες τοποθετήσεις σχετικά με την προαναγγελθείσα αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου έχουν ήδη διατυπωθεί αρκετές επιφυλάξεις από επιστήμονες, νομικούς, γυναικείες οργανώσεις κλπ, σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συνεπιμέλειας.

Και από την πλευρά μας τονίζουμε ότι η συνεπιμέλεια δεν πρέπει να θεσπισθεί οριζόντια, σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις. Αυτονόητα ο νόμος θα πρέπει να εξαιρεί ρητώς από τη συνεπιμέλεια τον γονέα που ασκεί βία ή και σεξουαλική κακοποίηση στο παιδί, αλλά και ενδοοικογενειακή βία απέναντι στη σύζυγο/σύντροφο. Άλλωστε, σύμφωνα με το νόμο 3500/2006, θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε ανήλικος ενώπιον του οποίου λαμβάνουν χώρα τέτοιες πράξεις.

Μάλιστα, η άσκηση και μόνο ποινικής δίωξης για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας κατά της μητέρας ή/και του τέκνου θα πρέπει να συνιστά λόγο (τουλάχιστον προσωρινής) εξαίρεσης από τη συνεπιμέλεια. Διαφορετικά υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η συνεπιμέλεια να καταστεί παράγοντας εκ νέου θυματοποίησης των επιζωσών, αφού η συνεχής και στενή επαφή των γυναικών με τον κακοποιητή τους αυξάνει τον κίνδυνο εκ νέου έκθεσης σε σωματική, ψυχολογική, λεκτική, σεξουαλική και οικονομική βία.

Τέλος για να είναι η όποια αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου αποτελεσματική απαιτείται η ενίσχυση και η στήριξη της γονεϊκότητας και των δικαιωμάτων των παιδιών. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια σειρά από μακροπρόθεσμα οριζόντια μέτρα που θα αφορούν προνοιακές πολιτικές (π.χ. κοινωνικά επιδόματα, δημιουργία δομών για τη φροντίδα των παιδιών, την αναψυχή και καλλιτεχνική παιδεία τους, κ.λπ.), οικονομικές πολιτικές (φοροαπαλλαγές οικογενειών με ανήλικα παιδιά, οικονομικές ενισχύσεις, κ.λπ.), εργασιακές πολιτικές (ευέλικτα ωράρια για εργαζόμενους/-νες γονείς, υποστήριξη άνεργων γονέων με ανήλικα τέκνα, κ.λπ.) εκ μέρους της Πολιτείας, καθώς και θετικά υποστηρικτικά μέτρα για τις γυναίκες μονογονείς με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των μονογονέων.

Το σημερινό οικογενειακό δίκαιο έχει έμφυλο πρόσημο; Υπάρχουν περιπτώσεις που ευνοείται ο πατέρας;

Και το οικογενειακό δίκαιο και όλα τα άλλα είδη δικαίου έχουν έμφυλο πρόσημο εφόσον παράγονται στο πλαίσιο των υφιστάμενων κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και στο πλαίσιο πατριαρχικών αντιλήψεων οι οποίες μάλιστα είναι κυρίαρχες. Αυτό είναι δεδομένο γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία η ενεργητική συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ιδιαιτέρως των φεμινιστικών συλλογικοτήτων, σε οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία: για να αναδειχθούν και να ληφθούν υπόψη έμφυλες διαστάσεις, διακρίσεις ή και ανισότητες που έμμεσα ή και άμεσα αναπαράγονται στο πλαίσιο του δικαίου.

Υπάρχουν περιπτώσεις που ευνοείται ο πατέρας

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, θα λέγαμε ότι και βέβαια υπάρχουν περιπτώσεις που ευνοείται ο πατέρας.

Για παράδειγμα, η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων γυναικών βιώνουν ανισότιμες σχέσεις στην αγορά εργασίας (διακεκομμένος εργασιακός βίος, λιγότερα ασφαλιστικά δικαιώματα, υψηλότερα ποσοστά ανεργίας ή απασχόλησης σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, περιορισμένες δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης, χαμηλότερες αμοιβές). Οι ανισότητες αυτές επηρεάζουν τη θέση των γυναικών και εντός της οικογένειας, σε ό,τι αφορά το ποια ή ποιος έχει τον πρώτο λόγο ή αποφασίζει, όπως επίσης και ποια ή ποιος έχει ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες ή και την προσωπική της/ του ζωή.

Δεν ευνοούνται οι πατεράδες/οι άντρες όταν την κύρια ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών και τη συντήρηση του νοικοκυριού την έχουν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα οι γυναίκες; Μπορεί να μην είναι επικεφαλής της οικογένειας ο άντρας και να υπάρχει κοινή γονική ευθύνη μετά τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου το 1983, αλλά σε επίπεδο αντιλήψεων αυτό δεν έχει ανατραπεί.

Η ανεξαρτησία των γυναικών στην καλύτερη περίπτωση διέπεται από όρους και προϋποθέσεις που συνδέονται άρρηκτα με τα παιδιά και τη φροντίδα της οικιακής σφαίρας. Και αυτό ευνοεί τους άντρες/πατεράδες σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας και (κοινωνικής) ισχύος.

Αλέξανδρος Πηγαδάς

news247.gr

SHUTTERSTOCK

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις