Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η διαχείριση της αλληλογραφίας επαγγελματικού e-mail εργαζομένου (:που φέρει το όνομά του), όταν αποχωρήσει από την εργασία του. Αφορμή για τους σχετικούς προβληματισμούς στάθηκε, πρόσφατη, απόφαση της Βελγικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (:«Βελγική Αρχή»). Τι συμβαίνει, ωστόσο, με τα παλαιότερα e-mail του; Ποια τα δικαιώματα του εργαζομένου και ποια τα αντίστοιχα και η προστασία του Εργοδότη; Απάντηση στο ερώτημα αυτό έδινε παλαιότερη απόφαση του Αρείου Πάγου (:1/2017 ΟλΑΠ). Δεδομένης της σημασίας της, μας είχε, απασχολήσει από το χρόνο, ακόμα, της έκδοσής της.
Αξίζει να επαναπροσεγγίσουμε τη συγκεκριμένη αρεοπαγιτική απόφαση-υπό το πρίσμα και της πρόσφατης απόφασης της Βελγικής Αρχής. Καθώς η σχέση τους προκύπτει συμπληρωματική, θα επιχειρήσουμε τη σκιαγράφηση των ορίων της προστασίας του εργοδότη και της επιχείρησης στη χώρα μας.
Η απόφαση 64/2020 της Βελγικής Αρχής
Η Βελγική Αρχή έδωσε συγκεκριμένες κατευθύνσεις όσον αφορά τη διαχείριση των e-mail για τον χρόνο μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης. Συνοπτικά: αξιολόγησε πως η επαγγελματική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εργαζομένου που αποχωρεί, δεν επιτρέπεται να συνεχίσει να χρησιμοποιείται. Κι ακόμα περισσότερο: πρέπει, ολοσχερώς, να καταργείται. Πριν την κατάργησή της, ωστόσο, η επιχείρηση δικαιούται να ενεργοποιήσει μια αυτοματοποιημένη απάντηση. Η απάντηση αυτή θα ενημερώνει όσους αποστέλλουν e-mail στην ηλεκτρονική διεύθυνση του αποχωρούντος/αποχωρήσαντος εργαζομένου για τη μη απασχόλησή του, πλέον, στην επιχείρηση. Επίσης, για την ηλεκτρονική διεύθυνση της τελευταίας (:επιχείρησης) στην οποία μπορούν, στο εξής, να απευθύνονται.
Παράλληλα, η απόφαση της Βελγικής Αρχής έκρινε ότι η αυτοματοποιημένη απάντηση δεν μπορεί να διατηρείται για απεριόριστο χρόνο. Θα πρέπει να είναι ενεργή και να αποστέλλεται στους αποστολείς-τρίτους για χρονικό διάστημα ενός μήνα μόνον και, υπό προϋποθέσεις, για ένα τρίμηνο. Μετά την παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, η επαγγελματική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εργαζομένου θα πρέπει, με βάση την ως άνω απόφαση, να διαγράφεται.
Η υπ’ αριθμ. 1/2017 ΟλΑΠ
Αξιοσημείωτο είναι πως η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2016/679 για τα Προσωπικά Δεδομένα. Ασχολήθηκε με την ανάκτηση (από το μέσο αποθήκευσής τους) e-mail εργαζομένων που αποχώρησαν. Ο Άρειος Πάγος, στην περίπτωση αυτή, ασχολήθηκε με e-mail, τα οποία είχαν λάβει ή είχαν αποστείλει οι εργαζόμενοι πριν από την αποχώρησή τους.
Τα πραγματικά περιστατικά
Στη δικαιοσύνη προσέφυγε μια Ανώνυμη Εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο ξυλείας. Η εταιρεία αυτή αντιπροσώπευε μεγάλο αριθμό οίκων του εξωτερικού. Το 2006 υπέβαλαν την παραίτησή τους από τη συγκεκριμένη επιχείρηση, δύο, επί σειρά ετών, εργαζόμενοι/υψηλόβαθμα στελέχη της. Ο πρώτος ήταν Γενικός της Διευθυντής και, την τελευταία δεκαετία της απασχόλησής του, μέλος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος. Ο δεύτερος ήταν διευθυντής πωλήσεων και μέλος, επίσης, του ΔΣ κατά τα τελευταία έντεκα χρόνια.
Οι δύο αυτοί εργαζόμενοι προσλήφθηκαν ως υψηλόβαθμα στελέχη, μετά την παραίτησή τους, από άλλη εταιρεία εμπορίας ξυλείας-ανταγωνίστρια της πρώην εργοδότριάς τους. Ο πρώτος ανέλαβε τη θέση του προέδρου και ο δεύτερος του αντιπροέδρου του ΔΣ.
Ο δεύτερος εργαζόμενος κλήθηκε κατά την αποχώρησή του να ενημερώσει και να παραδώσει στον επόμενο γενικό διευθυντή το αρχείο των συμβάσεων πελατών, τη σχετική αλληλογραφία με τους αντιπροσωπευόμενους οίκους και τους πελάτες, τις παραγγελίες και όλα τα σχετικά στοιχεία-όπως αυτά είχαν καταχωρηθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που του είχε διαθέσει η ΑΕ (ως περιουσιακό της στοιχείο). Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε κάθε συνεργασία. Ισχυρίστηκε ότι είχε, ήδη, διαγράψει τα αρχεία που του ζητήθηκαν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα από την παραίτηση των δύο εργαζομένων, τρεις από τους σημαντικότερους οίκους, τους οποίους (αποκλειστικά) αντιπροσώπευε η πρώην εργοδότριά τους στην Ελλάδα, κατήγγειλαν την συνεργασία τους μαζί της. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν (προφανώς όχι τυχαία) να συνεργασθούν με την ανταγωνίστριά της εταιρεία, στην οποία είχαν προσχωρήσει οι δυο εργαζόμενοι.
Περίπου δύο μήνες αργότερα, η ΑΕ ζήτησε από τρεις ειδικούς πραγματογνώμονες, διαπιστευμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος, να επιχειρήσουν να αναζητήσουν και να επαναφέρουν από τους σκληρούς δίσκους των εταιρικών υπολογιστών των προαναφερθέντων δυο εργαζομένων τα διαγραμμένα αρχεία. Μια έκπληξη όμως περίμενε την επιχείρηση. Από το πόρισμα των πραγματογνωμόνων προέκυψαν σημαντικότερα ευρήματα. Προέκυψε, συγκεκριμένα, πως οι δύο εργαζόμενοι επί μια διετία, πριν την αποχώρησή τους, προέβαιναν σε σωρεία ανταγωνιστικών πράξεων.
Μεταξύ των εγγράφων που ανασύρθηκαν από τους πραγματογνώμονες συμπεριλαμβάνονταν και παλαιότερα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Τα συγκεκριμένα μηνύματα, τα οποία είχαν αποθηκευτεί στον σκληρό δίσκο των εταιρικών υπολογιστών, αποδείκνυαν την αθέμιτη ανταγωνιστική δραστηριότητα των δύο πρώην εργαζομένων. Οι δύο αγωγές που άσκησε η ΑΕ (και) κατά των δύο εργαζομένων απορρίφθηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Οι πρώτες αποφάσεις εστίασαν στο γεγονός ότι η ηλεκτρονική αλληλογραφία ανασύρθηκε χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Θεώρησαν, ως εκ τούτου, ότι αποτελούσε «παρανόμως κτηθέν» αποδεικτικό μέσο, που δεν ήταν δυνατό, για το λόγο αυτό, να ληφθεί υπόψη. Είναι προφανές πως η προσκόλληση σε μια, συγκεκριμένη, οπτική του νόμου επιβράβευε την ανηθικότητα και την παρανομία.
Η θέση της Ολομέλειας του ΑΠ
Η Ολομέλεια, ωστόσο, του ΑΠ προχώρησε σε διαφορετική κρίση. Υιοθέτησε, συγκεκριμένα, την άποψη που ήταν η τότε κρατούσα στη θεωρία. Σύμφωνα με αυτή, η ηλεκτρονική αλληλογραφία που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανασύρθηκε δεν καταλαμβανόταν από την απόλυτη προστασία του άρθρου 19 §1 Σ. Κατέληξε, συγκεκριμένα, πως «…η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με τη λήξη της. Η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου.».
Όπως έκανε δεκτό, δηλ., η Ολομέλεια, η ηλεκτρονική αλληλογραφία στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αποτέλεσε προϊόν υποκλοπής κατά τη διάρκεια επικοινωνίας. Ούτε, επίσης, αφαιρέθηκαν από το προσωπικό ηλεκτρονικό αρχείο των εργαζομένων που παραιτήθηκαν με διάρρηξη μυστικού κωδικού πρόσβασης. Αντίθετα, ανακτήθηκαν από τον σκληρό δίσκο των εταιρικών υπολογιστών που χρησιμοποιούσαν, εξαιτίας της άρνησής τους να παραδώσουν στην ΑΕ έγγραφα τα οποία ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της λειτουργίας της τελευταίας.
Η Ολομέλεια αναγνώρισε όμως ότι η ανασυρθείσα αλληλογραφία εμπίπτει στην έννοια και προστασία των προσωπικών δεδομένων (:άρθρο 9Α Σ). Επεσήμανε, ωστόσο, πως τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής δεν είναι απόλυτα. Είναι δυνατό, δηλαδή, να περιορισθούν -όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα- εφόσον: (α) συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και (β) η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Υπό τον όρο, σαφώς, ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.
Ιδίως, ως προς τους εργαζομένους, η Ολομέλεια (υπό το πρίσμα όσων, τότε, ίσχυαν, για τα προσωπικά δεδομένα) επεσήμανε ότι «…ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά καταρχήν για τους σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και την οργάνωση της εργασίας…Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά χρειάζονται, ενόψει των σκοπών επεξεργασίας. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του εργαζομένου…».
Στη βάση των παραπάνω δεδομένων, η Ολομέλεια έκρινε (και ορθά) ότι η επίκληση των δικαιωμάτων της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α Σ.) των δύο πρώην εργαζομένων είναι αθέμιτη. Αξιολόγησε συγκεκριμένα την υπεροχή των συνταγματικών (και μη) δικαιωμάτων της επιχείρησης. Ενδεικτικά: το δικαίωμα της έννομης προστασίας (20 §1 Σ.) και της επιχειρηματικής της ελευθερίας (5 και 106 §2 Σ.). Επίσης το δικαίωμα στην προστασία της εμπορικής της πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θεώρησε νόμιμη την ανάσυρση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δύο πρώην εργαζομένων από τους εταιρικούς υπολογιστές που χρησιμοποιούσαν.
Τα δικαιώματα της επιχείρησης και η (αναγκαία) προστασία της
Η συγκριτική επισκόπηση των δυο αποφάσεων μας κατευθύνει σε μια συνολικότερη αντιμετώπιση των ζητημάτων που αναφύονται, σχετικά με την τύχη του e-mail εργαζομένου που αποχωρεί. Μια αντιμετώπιση που λαμβάνει υπόψη της τόσο το GDPR όσο και το ελληνικό Σύνταγμα και ελληνική νομοθεσία. Πιο συγκεκριμένα:
Με την αποχώρηση του εργαζομένου, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που φέρει το όνομά του αποκλείεται. Έναν μήνα (ή τρεις-υπό προϋποθέσεις) μετά την αποχώρησή του, η διεύθυνση αυτή διαγράφεται. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει πως, το δίχως άλλο, μετά την παρέλευση του μήνα (ή, αντίστοιχα, του τριμήνου), ο εργοδότης δεν δικαιούται να ανασύρει από τον σκληρό δίσκο του εταιρικού υπολογιστή, που χρησιμοποιούσε ο εργαζόμενος, την παρελθούσα (ίσως και διαγραφείσα) ηλεκτρονική του αλληλογραφία. Το αντίθετο! Προϋποτίθεται, όμως, πως ο εργοδότης έχει σχετικό έννομο συμφέρον. Και πιο συγκεκριμένα: ένα έννομο συμφέρον που θα αναδεικνύει ως υπέρτερα τα συνταγματικά δικαιώματα της εργοδότριας επιχείρησης έναντι εκείνων του εργαζομένου.
Παράλληλα, οι κατευθύνσεις των δύο αποφάσεων οδηγούν σε ένα επιπλέον συμπέρασμα. Τα e-mail που παραλαμβάνει στον εταιρικό του λογαριασμό ο εργαζόμενος μετά την αποχώρησή του, εξακολουθούν να εμπίπτουν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών (19 §1 Σ.). Δεδομένου ότι αυτά δεν έχουν αναγνωσθεί από τον παραλήπτη τους, εξακολουθούν να καλύπτονται από το απόρρητο.
Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 Σ: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, με οποιοδήποτε τρόπο, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Μάλιστα, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών.
Με μια πρώτη ματιά επομένως, ο εργοδότης δεν φαίνεται να έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση του περιεχομένου της αλληλογραφίας που φτάνει στο εταιρικό e-mail του εργαζομένου (που φέρει το όνομά του) μετά την αποχώρησή του. Ως προς τα e-mail αυτά, η εργοδότρια επιχείρηση δύναται, μόνον, να έχει ενεργοποιήσει τη διαδικασία αποστολής αυτοματοποιημένης απάντησης στον αποστολέα τους, χωρίς όμως να λαμβάνει και γνώση του περιεχομένου τους.
Η απόφαση 1/2017 ΟλΑΠ ήρθε να δώσει (νομική) λύση σε ένα δυσχερές, πράγματι, πρόβλημα: Αυτό που αφορούσε την προστασία της επιχείρησης έναντι ενός κακόπιστου εργαζομένου που, οχυρωμένος πίσω από το «γράμμα του νόμου», συνειδητά (ανέντιμα, ανήθικα και παράνομα, εν τέλει) έβλαπτε, προς όφελός του, την εργοδότρια επιχείρηση. Προκρίθηκε, και ορθά, η διασφάλιση των δικαιωμάτων της (έντιμης) επιχείρησης.
Η πρόσφατη απόφαση (:64/2020) της Βελγικής Αρχής δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα στο θέμα αυτό: Η εργοδότρια επιχείρηση διατηρεί (έστω και υπό προϋποθέσεις) το δικαίωμα να ανατρέξει στην αλληλογραφία που έφτασε στο εταιρικό e-mail του εργαζομένου, και αναγνώσθηκε από τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Υποχρεούται όμως να απενεργοποιήσει (και πολύ σύντομα καταργήσει) το εταιρικό e-mail του εργαζομένου. Όπως ήδη αναφέραμε, τα χρονικά περιθώρια (:μήνας ή τρίμηνο-κατ΄ανώτατο όριο) για την κατάργηση του εταιρικού e-mail του εργαζομένου είναι ιδιαίτερα στενά-ιδίως όταν ο τελευταίος κατέχει σημαντική θέση ευθύνης.
Ευελπιστούμε πως η ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα θα επεκτείνει τα προαναφερθέντα χρονικά περιθώρια για την κατάργηση του εταιρικού e-mail εργαζομένου που αποχωρεί. Ευελπιστούμε επίσης πως τα ελληνικά δικαστήρια θα αναγνωρίσουν, αντίστοιχα, το δικαίωμα της επιχείρησης να έχει (έστω και υπό προϋποθέσεις) πρόσβαση στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του εργαζομένου, που λαμβάνει μετά την αποχώρησή του.
Το συνταγματικό και νομοθετικό υπόβαθρο υφίσταται, εξάλλου, και για τις δύο, συγκεκριμένες, περιπτώσεις.
Ο νόμος, και πολύ περισσότερο το Σύνταγμα, οφείλουν να προστατεύουν τους έντιμους από τους λιγότερο έντιμους.-
Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις