20 Ιουλίου 2021 και ο Αττίλας επέστρεψε ξανά 47 χρόνια μετά, με την μορφή πλέον του Ταγίπ Ερντογάν και την διεθνή κοινότητα να συνεχίζει να καταδικάζει χωρίς όμως να έχει τη διάθεση να τιμωρήσει την Τουρκία για την συνεχιζόμενη αλλά και την επέκταση κατοχής εδαφών ενός ανεξάρτητου κράτους το οποίο είναι μάλιστα και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα οι αλλεπάλληλες συζητήσεις με τους εισβολείς, που είχαν στόχο την επανένωση του νησιού και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, οδηγούν με ευθύνη της κυπριακής και της ελλαδικής ηγεσίας με ταχείς ρυθμούς το νησί στην διχοτόμηση.
Η Τουρκία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για λύση με πραγματική επανένωση, και οι όποιες λύσεις που πρότεινε ήταν ουσιαστικά έτσι διαμορφωμένες ώστε να μην γίνονται δεκτές από την πλευρά της Κύπρου. Οι επιδιώξεις της όμως εδώ και μια πενταετία έχουν πλέον αλλάξει.
Για να κατανοήσουμε γιατί η Τουρκία προβάλει πλέον την λύση τον δύο κρατών ως την μοναδική, ενώ εκείνη ήταν που είχε προτείνει την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, πρέπει να δούμε το ευρύτερο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, έτσι θα κατανοήσουμε τον στόχο της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην Κύπρο που δεν είναι άλλος από τον πλήρη έλεγχο ολόκληρης της νήσου.
Το πραξικόπημα που έγινε το 1974 από την χούντα των Αθηνών, έδωσε το δικαίωμα στην Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά, ως εγγυήτρια δύναμη για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης που είχε διαταραχθεί. Όμως οι τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία και κατέλαβαν το 38% του νησιού το οποίο παρανόμως κατέχουν, και στο οποίο παραμένουν μέχρι και σήμερα με σαράντα πέντε χιλιάδες στρατιώτες παραβιάζοντας οι ίδιοι πλέον τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τις συμφωνίες τις οποίες και επικαλέστηκαν, ως εγγυήτρια δύναμη για να πραγματοποιήσουν την στρατιωτική επέμβαση.
Όλο αυτό το διάστημα των σχεδόν πενήντα ετών η Κυπριακή Δημοκρατία, σε συνεργασία με την Ελλάδα, προσπάθησε μέσα από συζητήσεις, διαβουλεύσεις και συνεχείς υποχωρήσεις να πετύχει την επανένωση της Κύπρου και την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων χωρίς όμως αποτέλεσμα γιατί οι Τούρκοι πότε δεν είχαν και ούτε έχουν την διάθεση να αποχωρήσουν.
Πρέπει πρώτα από όλους οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις αλλά και ο ίδιος ο κυπριακός λαός, να καταλάβουν, αν δεν το έχουν ήδη καταλάβει, ότι δεν πρέπει να συνεχίσουν να συζητούν λύσεις οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα πιο δυσλειτουργικό κράτος από εκείνο που είχαν δημιουργήσει οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος.
Σε όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη την εξουσία την δίνει η πλειοψηφία του λαού και οι μειοψηφίες προστατεύονται από το σύνταγμα. Δεν μπορούν οι τούρκοι να απαιτούν εξίσωση της πλειοψηφίας με την μειοψηφία. Από την άλλη πλευρά η Κύπρος ούσα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει υποχρεώσεις που απορρέουν από την συμμετοχή της στην Ένωση. Το ότι η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρκετό ώστε οι πολίτες τουρκικής εθνοτικής καταγωγής, να αισθάνονται ασφάλεια ότι θα προστατεύονται τα δικαιώματα τους ώστε να μην έχουν ανάγκη «προστάτες» όπως η Τουρκία, η οποία τους χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης για τα δικά της και μόνο συμφέροντα.
Όμως όπως ανέφερα και παραπάνω την τελευταία πενταετία οι επιδιώξεις της Τουρκίας έχουν αλλάξει. Η επιθετική εξωτερική πολιτική της έχει επεκταθεί και σε άλλα κράτη τα οποία δεν είχαν, όπως δεν την είχε και η Κύπρος το 1974, την στρατιωτική ικανότητα να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Η στάση της απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα διακρίνεται από αμφισβήτηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων αλλά και ερμηνείας του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών κατά τέτοιο τρόπο που εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντά της.
Οι ελληνικές και οι κυπριακές κυβερνήσεις καλό θα ήταν να σταματήσουν κάθε συζήτηση με αυτήν την Τουρκία. Η κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να πάψει να περιμένει από τρίτους να της λύσουν το πρόβλημα και σε συνεργασία και με την Ελλάδα να καταγγείλει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς που είναι μέλος την παραβατική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας.
Επίσης Ελλάδα και Κύπρος να σταματήσουν τα στηρίζουν την υποκριτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά της Γερμανίας, η οποία καταγγέλλει παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραβατική συμπεριφορά άλλων κρατών, όπως της Λευκορωσίας, και απαιτεί να της επιβληθούν κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά στην περίπτωση της Τουρκίας, ειδικά οι Γερμανοί, εθελοτυφλούν σκοπίμως.
Επειδή η ιστορία διδάσκει, καλό θα ήταν να θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλο Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος με μεγάλη ειλικρίνεια μας παρουσιάζει την ιδέα του ισχυρού μέσα από τον διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους και αναφέρει χαρακτηριστικά: «…κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ότι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν όσο του επιβάλλει η αδυναμία τους».
«Ή θα δεχθείτε αυτό που λέμε, ή θα τελειώνουμε», ήταν η αξίωση του Τούρκου υπουργού εξωτερικών στο Κραν Μοντάνα, στην τελευταία συνάντηση που έγινε για την επίλυση του κυπριακού προσπαθώντας να εκβιάσει καταστάσεις. Θεωρώ ότι οι κινήσεις καλή τη πίστη στα προηγούμενα συμβούλια κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγιναν από Ελλάδα και Κύπρο δεν έφεραν τα αποτελέσματα που επιδιώκαμε. Κύπρος και Ελλάδα πρέπει να σταματήσουν να έχουν αυταπάτες και να ξεκινήσουν ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμού και εκσυγχρονισμού των ενόπλων τους δυνάμεων.
Η Ελλάδα ήδη, μετά από δέκα χρόνια, με στοχευμένες αγορές προσπαθεί να καλύψει την διαφορά. Η Κύπρος θα πρέπει να κάνει το ίδιο σε μεγαλύτερο εύρος αν θέλει να υπερασπιστεί ότι της έχει απομείνει από την ελευθερία της.
Δημήτριος Γκοβίλας
Πολιτικός Επιστήμονας
lastpoint.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις