Το μαρτύριο των κοριτσιών που πλήρωσαν 10.000 δολάρια για να έρθουν από την Κούβα στην Ελλάδα μέσω Ρωσίας και κατέληξαν στα «κόκκινα φανάρια»- Στοιχεία-σοκ στη δικογραφία για τη δράση των μαστροπών που τις υποχρέωναν να πηγαίνουν με 50 άνδρες την ημέρα, ενώ δεν τις πλήρωναν αν δεν ξεκινούσαν τη βάρδια με τρία δωρεάν ραντεβού
Η ιστορία μοιάζει κινηματογραφική. Διαθέτει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια δραματική περιπέτεια με κεντρικά πρόσωπα τρία πανέμορφα κορίτσια από την εξωτική Κούβα, τα οποία κατέληξαν κακοποιημένα στα βρώμικα σεντόνια των αθηναϊκών ροζ στούντιο. Λίγο μετά τα 20 τους χρόνια, οι καλλονές από τη μαγευτική Καραϊβική χρειάστηκε να γυρίσουν τον μισό πλανήτη και μέσω της παγωμένης Ρωσίας να καταλήξουν στην Αθήνα πιστεύοντας ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα γίνουν αληθινά τα μετεφηβικά τους όνειρα.
Πριν λίγες ημέρες, μετά από ένα τρίμηνο της κολάσεως στα «κόκκινα φανάρια» της πρωτεύουσας, βρέθηκαν στα γραφεία της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος στην Ασφάλεια Αττικής. Εκεί έδωσαν στους έμπειρους αξιωματικούς του Τμήματος Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων κατάθεση περιγράφοντας τα δεινά που βίωσαν μόλις πάτησαν το πόδι τους στη χώρα μας.
Είχε προηγηθεί η σύλληψη ενός 29χρονου Βούλγαρου με το προσωνύμιο «Bill», μιας 30χρονης Κουβανής και ενός 45χρονου συμπατριώτη της, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ζούσαν στην Αθήνα και είχαν στήσει ομάδα που στρατολογούσε όμορφα κορίτσια. Σύμφωνα με το διαβιβαστικό της δικογραφίας, «το τελευταίο χρονικό διάστημα περιήλθαν πληροφορίες στην υπηρεσία μας αναφορικά με εγκληματική ομάδα που έχει συσταθεί από έναν αλλοδαπό υπήκοο Βουλγαρίας και απροσδιόριστο αριθμό ατόμων κουβανικής καταγωγής και προβαίνει στην εκμετάλλευση γυναικών λατινοαμερικανικής καταγωγής, τις οποίες έχει εγκαταστήσει με σκοπό να εκδίδονται σε οίκο ανοχής στην Αθήνα».
Το «ΘΕΜΑ» παρουσιάζει τις καταθέσεις των δύο νεαρών κοριτσιών που βρέθηκαν για τρεις μήνες παγιδευμένες στα σκοτεινά μονοπάτια της «ροζ» Αθήνας. Η τρίτη κοπέλα, σε κατάσταση σοκ απ’ όσα βίωσε και φοβούμενη τα κυκλώματα, δεν θέλησε να μιλήσει καν στους Ελληνες αστυνομικούς.
Η «Tifany»
Οι παράλληλες ιστορίες των τριών κοριτσιών από την Κούβα που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους αλλά βρέθηκαν στο ίδιο ροζ στούντιο της Αθήνας, δίνοντας η μία κουράγιο στην άλλη για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους, ξεδιπλώνονται μέσα από την αφήγησή τους στους Ελληνες αξιωματικούς. Η πρώτη, λίγο προτού γίνει 23 ετών, «βαφτίστηκε» στη χώρα μας «Tifany» προκειμένου με το ψευδώνυμο αυτό να συστήνεται στους πελάτες της. Ξεκινώντας την αφήγησή της η νεαρή Κουβανή δίνει το προφίλ της: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα 12 μου σε μια πόλη ανατολικά της Αβάνας.
Η παιδική μου ηλικία ήταν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, ήρεμη, τελείωσα το σχολείο και σπούδασα Οικονομικά. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν ενώ ο μπαμπάς μου δούλευε ως κτηνίατρος. Οταν πήγαινα σχολείο, γνώρισα έναν ομοεθνή μου με τον οποίο χωρίσαμε, ξαναβρεθήκαμε πριν από περίπου τρία χρόνια και τους τελευταίους πέντε μήνες ήμαστε παντρεμένοι. Οι συνθήκες ζωής στην Κούβα είναι πολύ άσχημες και δεν μπορείς να βρεις εύκολα δουλειά με καλά χρήματα. Επειδή λοιπόν η οικογένεια του συντρόφου μου βρίσκεται στην Ισπανία, αποφασίσαμε να φύγουμε από την Κούβα με τελικό προορισμό τη χώρα αυτή». Η κατάθεσή της περιλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες, χιλιάδες λέξεις και εικόνες εναλλάσσονται με συναισθήματα.
Στις επόμενες γραμμές περιγράφει το μεγάλο ταξίδι από την πατρίδα της στην Ευρώπη. «Η διαδρομή που ακολουθήσαμε είναι η διαδρομή που ακολουθούν όλοι οι Κουβανοί για να φύγουν από τη χώρα. Συγκεκριμένα, ξεκινήσαμε από την Κούβα τον Νοέμβριο του 2021, περάσαμε στη Ρωσία, στη Σερβία, στη Βόρεια Μακεδονία και τελικά φτάσαμε με τα πόδια στην Ελλάδα, ύστερα από περίπου δέκα ημέρες. Το ταξίδι κόστισε περίπου 10.000 δολάρια Αμερικής. Για να κανονίσουμε το ταξίδι απευθυνθήκαμε στον Iβάν, ένα άνδρα Κουβανό ο οποίος μένει στην Ισπανία και κανονίζει όλη τη διαδρομή». Εκείνο όμως που συγκλονίζει είναι το πώς έπεσε στα δίχτυα των μαστροπών.
«Στην Αθήνα μάς είπε ότι θα μας περιμένει μια φίλη του Κουβανή και θα μας βοηθήσει με σπίτι. Στο σταθμό μάς περίμενε ένα ζευγάρι από την Κούβα με στοιχεία Λέσλι και Κόκι. Σε αυτό το σπίτι πληρώναμε την ημέρα στη Λέσλι 30 ευρώ. Γνωρίσαμε και ένα ακόμα ζευγάρι Κουβανών, τη Βαλέσκα και τον Αντριου. Είχαμε ξοδέψει όλα μας τα λεφτά για να φτάσουμε στην Ελλάδα και είχαμε ξεμείνει τελείως». Και τότε η μυστηριώδης γυναίκα τής πρότεινε τη λύση για να μπορεί να ξεχρεώνει το σπίτι και να επιβιώνει σε μια μεγαλούπολη που δεν γνώριζε κανέναν. Και εκείνη δέχτηκε στιγματίζοντας το κορμί και την ψυχή της…
«Δικαιούμασταν μόνο ένα ρεπό την εβδομάδα και πήγαινα για δουλειά ακόμα και με περίοδο. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μέρα που δούλεψα ως εκδιδόμενη, ήταν περίπου τέλη Νοεμβρίου. Αισθάνθηκα βρώμικη, ήμουν πολύ στενοχωρημένη και έκλαιγα συνέχεια. Μετά το πρώτο ραντεβού έκανα αμέσως ντουζ και αισθανόμουν ότι δεν ήμουν καθαρή. Με έβλεπαν οι πελάτες να κλαίω και με ρωτούσαν τι έχω, και απλά έλεγα ότι δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Τους έλεγα ψέματα ότι δεν συμβαίνει κάτι, αλλά μέσα μου ήμουν ράκος. Στην αρχή στον οίκο ανοχής δουλεύαμε από τις 17.00 μέχρι τις 24.00. Το κάθε ραντεβού κόστιζε 20 ευρώ, από τα οποία έπαιρνα 10 ευρώ εγώ, 3 ευρώ η υπηρεσία του οίκου ανοχής και 7 ευρώ το μαγαζί. Στην αρχή της βάρδιας κάθε κοπέλα έκανε τρία τζαζ ραντεβού, από τα οποία δεν πληρωνόταν καθόλου. Στο τέλος κάθε βάρδιας έπαιρνα τα χρήματά μου, η υπηρεσία τα δικά της και έβαζε τα υπόλοιπα σε έναν χρηματοκιβώτιο μέσα στον οίκο ανοχής».
H «Venus»
Η 20χρονη Κουβανή που με διαφορά λίγων ημερών στρατολογήθηκε από τους συμπατριώτες της στο ροζ κύκλωμα της Αθήνας περιγράφει με τα δικά της λόγια τη σκοτεινή διαδρομή στα δαιδαλώδη μονοπάτια της βρώμικης πρωτεύουσας. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σαντιάγο της Κούβας, αλλά έχω ζήσει και κάποια χρόνια στην Αβάνα. Ο βιολογικός μου πατέρας, ο οποίος τώρα είναι νεκρός, δεν είχε κάνει ποτέ γάμο με τη μητέρα μου, ήταν αδιάφορος για εμάς και έλειπε για χρόνια στις ΗΠΑ και την Ισπανία. Η μητέρα μου δούλευε ως νοσοκόμα και προσπαθούσε πολύ για να μη μας λείψει τίποτα. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν είχα μέλλον στην Κούβα ενώ υπήρχε έντονη αβεβαιότητα για τα πάντα. Ο στόχος μου ήταν να πάω στην Ιταλία ή στην Ισπανία, καθώς έχω αρκετούς γνωστούς εκεί που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν.
Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις νόμιμα ως Κουβανός και να πάρεις visa και στις δύο χώρες, αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα, γιατί αυτό είναι ένα πιο εύκολο δρομολόγιο, όπως μου έχουν εξηγήσει συμπατριώτες μου. Ρώτησα γενικά πώς φεύγει κάποιος από τη χώρα και στη συνέχεια οργάνωσα μόνη μου το ταξίδι με τη βοήθεια ενός Κουβανού, ο οποίος μου έστελνε οδηγίες μέσω WhatsApp για το δρομολόγιο που θα πρέπει να ακολουθήσω. Ξεκίνησα πριν από περίπου τρεις μήνες με αρχικό προορισμό τη Ρωσία.
Στη συνέχεια έφτασα με αεροπλάνο στη Σερβία, πήρα λεωφορείο και έφτασα στη Βόρεια Μακεδονία. Από τη Βόρεια Μακεδονία πέρασα στην Ελλάδα με τα πόδια, μαζί με μια οικογένεια Κουβανών. Η πρώτη πόλη που έφτασα στην Ελλάδα ήταν το Πολύκαστρο, απ’ όπου πήρα ταξί και πήγα στον σταθμό των τρένων και επιβιβάστηκα σε ένα από αυτά με προορισμό την Αθήνα. Ολη αυτή η διαδικασία έγινε με τις οδηγίες του Κουβανού που σας προανέφερα και ο οποίος επίσης μου είπε ότι στον σταθμό των τρένων της Αθήνας θα με περιμένει η γυναίκα του για να με πάει στο σπίτι τους στην οδό Φυλής». Εκεί το κύκλωμα της έκανε την ίδια πρόταση. Για να επιβιώσει έπρεπε να ξαπλώνει στα ρυπαρά σεντόνια των σπιτιών της ηδονής στο κέντρο της πρωτεύουσας. Και το έκανε… «Προβληματίστηκα όταν άκουσα γι’ αυτή τη δουλειά.
Το να δουλέψω ως εκδιδόμενη δεν ήταν ποτέ επιλογή για εμένα. Είχα συνηθίσει από τη μαμά μου να μου συμπεριφέρεται σαν πριγκίπισσα και όταν μου πρότειναν αυτή τη δουλειά σοκαρίστηκα. […] Οταν λοιπόν έφτασα στον οίκο ανοχής συνάντησα δύο γυναίκες εκδιδόμενες, τη “Valeska” και την “Tifany”, οι οποίες ήταν ομοίως Κουβανές. Οταν είδα ότι δούλευαν εκεί γυναίκες από την Κούβα, αισθάνθηκα ασφαλής διότι νόμιζα ότι θα δούλευα με Ελληνίδες και όχι με ομοεθνείς μου. Στην αρχή κάθε βάρδιας κάθε κοπέλα έπρεπε να κάνει τρία τζαζ ραντεβού, από τα οποία δεν θα πληρωνόταν καθόλου, και στη συνέχεια το κάθε ραντεβού κόστιζε 20 ευρώ, από τα οποία 10 έπαιρνα εγώ και τα υπόλοιπα 10 στον οίκο ανοχής, χωρίς να ξέρω πόσα έπαιρνε η υπηρεσία ή η καθαρίστρια του οίκου ανοχής.
Πήγα σπίτι και προσπάθησα να ηρεμήσω γιατί ήμουν αγχωμένη γι’ αυτή την καινούρια ζωή που πήγαινα να ξεκινήσω. Θεωρούσα ότι ήταν νόμιμο, γιατί είχα ακούσει για την Ολλανδία όπου επιτρεπόταν η πορνεία και επειδή πλέον βρισκόμουν στην Ευρώπη πίστευα ότι αυτό ισχύει σε όλες τις χώρες. Ετσι, λοιπόν, στα μέσα περίπου Δεκεμβρίου πήγα πρώτη μέρα στη δουλειά, στην απογευματινή βάρδια, δηλαδή από τις 17.00 μέχρι τις 24.00». Οι περιγραφές που ακολουθούν ανατριχιάζουν. Το κύκλωμα την είχε μετατρέψει σε μηχανή του σεξ. «Κατά μέσο όρο έκανα περίπου από 20 έως 40 ραντεβού, κάποιες μέρες ακόμα και 50. Ηθελα να βγάλω αρκετά χρήματα και υπήρχαν φορές που έκανα και διπλές βάρδιες, γιατί τα είχα πραγματική ανάγκη. Καθώς περνούσαν οι μέρες στη δουλειά, γνώρισα και άλλες γυναίκες που δούλευαν ως εκδιδόμενες με τα ψευδώνυμα “Λόλα”, “Κλεοπάτρα” και “Κασσάνδρα”».
Ολα πλέον γίνονταν μηχανικά, μέχρι που αρρώστησε. «Μια μέρα είχα πυρετό και αιμορραγία στα γεννητικά μου όργανα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να πάω για δουλειά. Ο “Bill” ήρθε στο σπίτι, πήγαμε μαζί στον γυναικολόγο ο οποίος μου έδωσε κάποια φάρμακα, μου είπε ότι έπαθα μια αλλεργία στον κόλπο μου από τα προφυλακτικά και μου συνέστησε να ξεκουραστώ, πράγμα και το οποίο έκανα και δεν πήγα για δουλειά μία εβδομάδα». Η ανάγκη για αγάπη και φροντίδα και το ενδιαφέρον που της έδειξε ο Βούλγαρος μαστροπός «Bill» την έκαναν να τον ερωτευτεί και να παραδοθεί στην αγκαλιά του. Να πιστέψει στα μεγάλα λόγια και την κίβδηλη αγάπη που της πούλαγε. «Ολα πήγαιναν καλά μέχρι πριν από περίπου δύο εβδομάδες, όπου τσακωθήκαμε άσχημα και χωρίσαμε.
Κατάλαβα ότι με κεράτωνε με άλλη γυναίκα και μου έλεγε ψέματα. Ετσι, όταν επέστρεψα στο σπίτι της οδού Ορφέως από τη δουλειά βρήκα ποτά, προφυλακτικά, κεντημένες πέτρες από γυναικείο ρούχο που δεν ήταν δικές μου και πορνό στην τηλεόραση. Εγινα έξαλλη και όταν ήρθε σπίτι τσακωθήκαμε άσχημα, του πέταξα ένα κηροπήγιο και του είπα να φύγει από το σπίτι. Δουλεύω, βγάζω χρήματα και μπορώ να στηρίξω μόνη μου το σπίτι. Την επόμενη μέρα που του ζήτησα ξανά το διαβατήριό μου για να φύγω με μια φίλη μου στην Ισπανία, άλλαξε συμπεριφορά, ήταν γλυκός και μου είπε ότι το έχουν ακόμα οι αστυνομικοί που τον είχαν συλλάβει ένα βράδυ που είχε μπει ανάποδα σε έναν δρόμο και ότι θα πρέπει να μιλήσει με δικηγόρο για να το πάρει πίσω. […]
Ο ίδιος ήξερε πολύ καλά ότι αν έφευγα από τη δουλειά θα έχανε λεφτά γιατί είχα πολλούς πελάτες που έρχονταν αποκλειστικά για εμένα και την άλλη εκδιδόμενη με το όνομα “Λόλα”. Μετά από αυτό τον τσακωμό θύμωσα πολύ και αποφάσισα να πάω να μείνω με τη “Λόλα”, στο ξενοδοχείο όπου διέμενε επί της οδού Βουλιαγμένης. Απογευματινές ώρες της 4ης Φεβρουαρίου του 2022 αστυνομικοί ήρθαν στο ξενοδοχείο όπου μένω με τη “Λόλα” και μας οδήγησαν στην υπηρεσία σας».
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις