Οι δημοσιογράφοι, εκτός από το να ενημερώνουν τους ακροατές ή αναγνώστες τους, έχουν και την υποχρέωση της κριτικής. Τις δημόσιες σχέσεις, κοινώς γλείψιμο, τις αφήνουμε σε άλλους.
Κάθε φορά που η πολιτική ζωή έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον -θετικό ή αρνητικό- έρχομαι αντιμέτωπος με ένα ερώτημα και μάλλον δεν είμαι ο μόνος από το επαγγελματικό μας σινάφι: «Αλήθεια, μήπως υπερβάλλεις;».
Εσχάτως, με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, το ερώτημα επανήλθε. Από καλοπροαίρετους και από πονηρούς. Οι πρώτοι λένε: «Γιατί τόσο μεγάλη ένταση; Μόνο σήμερα γίνονται παρακολουθήσεις; Όλες οι κυβερνήσεις το ίδιο δεν έκαναν;». Οι πονηροί το πάνε λίγο παραπέρα και κάπως αλλιώς: «Γιατί έχεις περιλάβει τους σημερινούς μονότερμα; Οι προηγούμενοι ήταν καλύτεροι;».
Στους πρώτους (καλοπροαίρετους) δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Μόνο τούτο: όλες οι κυβερνήσεις μπορεί να έκαναν το ίδιο. Η σημερινή είναι η πρώτη που παραδέχτηκε ότι παρακολουθούσε πολιτικό αρχηγό. Το παραδέχτηκε, όταν δεν μπορούσε να το κρύψει άλλο. Και έκτοτε λέει τη μια χοντράδα πίσω από την άλλη, με αποκορύφωμα το, προφανώς ψευδέστατο, «δεν το γνωρίζαμε». Και, εν πάση περιπτώσει, υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν πρωθυπουργό από το να παραδέχεται ότι η μυστική υπηρεσία της χώρας κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ενημερώνει κανέναν;
Στους πονηρούς έχω να πω κάτι διαφορετικό: οι δημοσιογράφοι, εκτός από το να ενημερώνουν τους ακροατές ή αναγνώστες τους, έχουν και την υποχρέωση της κριτικής. Και η κριτική νοείται προς τους πολιτικούς που, πρωτίστως, κατέχουν και ασκούν την εξουσία. Δηλαδή, είναι φαιδρή η εικόνα μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων που κοιμούνται και ξυπνούν με όσα κάνει η αντιπολίτευση (ο ΣΥΡΙΖΑ και εσχάτως και το ΠΑΣΟΚ), για να αποφύγουν τις πομπές της ΝΔ που κυβερνά.
Όταν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, διάφορα στελέχη του, που τα γνωρίζω από παλιά και αναγνώριζαν το λάθος της συγκυβέρνησης με τον ανεκδιήγητο Καμμένο, μου έλεγαν: «Μας έχει ταράξει στην κριτική, τίποτα καλό δεν κάνουμε;». Η απάντησή μου ήταν μονότονη: οι δημοσιογράφοι δεν είναι για να γράφουν τα καλά των κυβερνήσεων, αυτά τα βλέπει ο κόσμος. Είναι για να επισημαίνουν τα κουσούρια τους.
Άλλωστε, όταν άξιζε, δηλαδή στη Συμφωνία των Πρεσπών, την υποστηρίξαμε, ίσως επειδή την υπονόμευε ο εθνικοπατριώτης Καμένος.
Και με αφορμή αυτό το παράδειγμα, θυμάμαι ότι τότε(2018), είχα γράψει και ορισμένα άρθρα για την, αρνητική λόγω άκρατης ψηφοθηρίας, στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μάλιστα, σε μια συνάντηση με δημοσιογράφους, που είχε κάνει ως αρχηγός της ΝΔ, τού είχα πει: «Γιατί υπονομεύετε μια συμφωνία που ίσως αναγκασθείτε να εφαρμόσετε ως πρωθυπουργός;». Απ΄όσο θυμάμαι ο μόνος («φιλοκυβερνητικός» σήμερα, ας το πω έτσι) που σιγόνταρε, προς τιμήν του, αυτό που είπα ήταν ο Πάσχος Μανδραβέλης της «Καθημερινής». Δυστυχώς, ο Μητσοτάκης έκανε συνειδητά ό,τι έκανε για να μη χάσει τους εθνικοπατριώτες. Έλεγε και ο ίδιος διάφορα εθνικοπατριωτικά, όπως ότι δεν θα υποδεχόταν ποτέ πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας και σήμερα όσοι τα θυμούνται κάνουν την πάπια.
Επανερχόμαστε στην κεντρική ιδέα του σημερινού άρθρου. Όπως ταράξαμε στην κριτική τον ΣΥΡΙΖΑ για διάφορες πράξεις και παραλείψεις όσο κυβερνούσε, το ίδιο κάνουμε και σήμερα με τη ΝΔ. Αυτό για να ξέρουν, κυρίως οι πονηροί, το πολύ απλό: όσοι θέλουμε να είμαστε στοιχειωδώς συνεπείς με όσα πρεσβεύουμε έχουμε μόνο ένα δρόμο, τη σταθερή, με αρχές και επιχειρήματα, ανελέητη κριτική σε όσους ασκούν εξουσία. Και δεν μας καίγεται καρφί αν μας πουν «υπονομευτές». Διότι, σύμφωνα με μια ατάκα που αποδίδεται στον Όργουελ, «δημοσιογραφία σημαίνει να γράφεις όσα ενοχλούν τους άλλους. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις».
Και για ορισμένους από εμάς είναι κάπως αργά να το γυρίσουμε στις δημόσιες σχέσεις. Δεν ξέρω τι βαθμό παίρνουμε σήμερα για όσα λέμε, αλλά σαν δημοσιοσχεσίτες το «κουλουράκι» (μηδενικό) θα το είχαμε σίγουρο. Λοιπόν, τις δημόσιες σχέσεις, κοινώς γλείψιμο, τις αφήνουμε σε άλλους πιο «ειδικούς», κοινώς ξετσίπωτους…
ΥΓ1: Είχα την ευκαιρία, σχετικά νέος στο σινάφι, να ασκήσω σκληρή κριτική στο μέγιστο πολιτικό της Μεταπολίτευσης, τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν έκανε λάθη που αργότερα παραδέχτηκε και ο ίδιος. Σιγά που θα κωλώσουμε μπροστά σε σημερινά μειράκια της πολιτικής. Ακολουθώ με θρησκευτική ευλάβεια αυτό που μας έλεγε ο αείμνηστος εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσος Τεγόπουλος: «Γράψτε ό,τι θέλετε, αλλά πάρτε την ευθύνη υπογράφοντάς το».
ΥΓ2: Αυτό το κείμενο το είχα γράψει πριν από δύο μήνες, με αφορμή κάποια «παράπονα» που δέχτηκα για όσα έγραφα για την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Αλλά δεν το δημοσίευσα, αφού η επικαιρότητα είχε άλλες προτεραιότητες. Αυτές τις μέρες ένας υπουργός ενοχλήθηκε από άρθρο μου, που αμφισβητούσε «επιτυχίες» – έτσι νομίζει ό ίδιος – στον τομέα του. Και μου το διαμήνυσε, με τον ισχυρισμό ότι οι αριθμοί τον δικαιώνουν. Του απάντησα ότι τα στατιστικά στοιχεία έχουν πολλές αναγνώσεις, αλλά η αίσθηση των πολιτών είναι διαφορετική. Και τον προέτρεψα να απαντήσει δημόσια, για να αντικρούσει όσα έγραψα.
Δεν ξέρω αν θα το κάνει, δικό του θέμα. Διαχρονικά η απάντηση που δίνω σε όσους ενοχλούνται από την κριτική είναι ίδια. Κάνουμε διαφορετική δουλειά. Οι πολιτικοί κυβερνούν και παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι δημοσιογράφοι κρίνουν αυτήν την πολιτική, είναι υποχρέωσή τους προς όσους τους ακούνε και τους διαβάζουν.
Ο παλιός Άγγλος πολιτικός Ίνοχ Πάουελ το είχε πει έτσι: «Οι πολιτικοί που τους ενοχλούν τα Μέσα Ενημέρωσης είναι σαν τους ναυτικούς που τους πειράζει η θάλασσα»…
news247.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις