Η εικόνα που επιχειρεί μέσω της επικοινωνιακής πολιτικής της να δημιουργήσει εδώ και πολύ καιρό η κυβέρνηση για εργαζομένους χαρούμενους, καλά αμειβόμενους και απασχολούμενους σε πολύ καλές εργασιακές συνθήκες, όπως άλλωστε γνωρίζει στη μεγάλη πλειονότητα του ο κόσμος της εργασίας, είναι… μύθος. Οι μισθοί δεν λένε τα ίδια.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα νεότερα στοιχεία της έρευνας για τις «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, την οποία πραγματοποίησε το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς». Από την έρευνα προκύπτει ότι πάνω από το 70% των εργαζομένων στην Ελλάδα αμείβεται με αποδοχές μη ικανές να του εξασφαλίσουν την κάλυψη των βιοτικών αναγκών ενώ ακόμη περισσότεροι φοβούνται ότι μέσα στο 2024 ενδέχεται να χάσουν ακόμη και αυτές τις υποαμειβόμενες θέσεις εργασίας, τις οποίες καλύπτουν.

Το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» δημοσίευσε το τέταρτο κατά σειρά «κύμα» της έρευνας Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας, που διεξάγεται από το ΙΝΠ συνεργασία με την εταιρία Prorata SA σε ετήσια βάση από το 2020. Η συλλογή των δεδομένων (field work) πραγματοποιήθηκε μεταξύ 23 και 30 Οκτωβρίου 2023, με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, με τη μέθοδο της αυτοσυμπλήρωσης μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών ερευνών της εταιρίας Prorata SA σε δείγμα (δειγματοληψία χωρίς πιθανότητα) 804 ατόμων (γενικός πληθυσμός) ηλικίας άνω των 17 ετών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.

Το δείγμα επιλέχθηκε με βάση δύο αρχικές ερωτήσεις-φίλτρα για τον καθορισμό της θέσης των ερωτώμενων στην αγορά εργασίας και αποτελείται από μισθωτούς/-ές του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, περιλαμβανομένων και τυπικά αυτοαπασχολούμενων που εργάζονται με «μπλοκάκι» ως de facto εξαρτημένα απασχολούμενοι. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται χωρίς στάθμιση, τα δε κοινωνικοδημογραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του δείγματος παρουσιάζονται στην τελευταία ενότητα της αναλυτικής παρουσίασης των ευρημάτων.

Μισθοί – Υποαμειβόμενοι και ανασφαλείς για το άμεσο μέλλον οι εργαζόμενοι

Τα ευρήματα του φετινού (4ου) ετήσιου κύματος της έρευνας επιβεβαιώνουν όσα έχουν καταγραφεί και στα προηγούμενα κύματα της, όπως και στις επίσημες εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές:

Πρώτον, μείζον πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας παραμένει το χαμηλό επίπεδο των μισθών, η αγοραστική δύναμη των οποίων υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο, μετά τη ραγδαία άνοδο του κόστους ζωής τα τελευταία χρόνια. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις για την αναμενόμενη πορεία των μισθών, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, όπως και το αίτημα για αύξησή τους, αποτελούν κοινό τόπο για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στη χώρα μας.

Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής ευρήματα της έρευνας:

  • Το 77,6% των εργαζομένων θεωρούν πιθανό να χάσουν τη δουλειά τους, μέσα στο 2024,
  • Το 70,4% των εργαζομένων απαντούν ότι λαμβάνουν αποδοχές μη ικανές να τους εξασφαλίσουν την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους,
  • Το 74,1% θεωρεί ότι ήταν ανεπαρκής η αύξηση που δόθηκε φέτος στους κατώτατους μισθούς και
  • Το 75,7% θεωρεί ότι, παρά την προεκλογική δέσμευση Μητσοτάκη για αύξηση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα κατά 25% στην τρέχουσα τετραετία, οι αμοιβές τους στην καλύτερη περίπτωση θα αυξηθούν ελάχιστα (45,9%) ή θα παραμείνουν οι ίδιες (24,9%) ή θα μειωθούν (4,9%).

Δεύτερον, παράλληλα προς το ζήτημα των εισοδημάτων, και η επισφάλεια στην αγορά εργασίας, που κορυφώθηκε την περίοδο εφαρμογής πολιτικών λιτότητας και εργασιακής απορρύθμισης, φαίνεται ότι παραμένει και επηρεάζει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι εργαζομένων. Έτσι, ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας, η μη ηθελημένη υποαπασχόληση, η άτυπη απασχόληση ή η παραβίαση των όρων της σύμβασης και των κανόνων του εργατικού δικαίου είναι τάσεις που επιμένουν και καταγράφονται στις απαντήσεις και της φετινής έρευνας.

Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον εργάσιμο χρόνο -που αποτελεί και το κεντρικό θέμα του φετινού κύματος- αποτυπώνεται με σαφήνεια το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι/ες στην Ελλάδα εργάζονται πολύ περισσότερο σε σύγκριση με την πλειοψηφία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, και κυρίως η υπερεργασία παραμένει σε μεγάλο βαθμό άτυπη και απλήρωτη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το ζήτημα αυτό βρίσκεται μεταξύ των προτεραιοτήτων που θέτουν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στη χώρα μας κατά την επιλογή εργασίας. Ταυτόχρονα, και στο φετινό κύμα καταγράφεται η κατά μεγάλη πλειοψηφία θετική αξιολόγηση της δυνατότητας να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος στη χώρα μας, χωρίς μείωση μισθού, αλλά και των συνεπειών που θα έχει αυτή και για τη φυσική και ψυχική υγεία και την προσωπική ζωή των εργαζόμενων, όπως και για την παραγωγικότητα της εργασίας, την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

Τέταρτον, το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου έχει και μία προφανή έμφυλη διάσταση, είτε αυτοτελώς (π.χ. σε σχέση με τη θέσπιση ειδικής άδειας περιόδου) είτε λόγω της συσχέτισης με την άτυπη εργασία φροντίδας και αναπαραγωγής, που πολύ συχνά παρέχεται ακόμα από τις γυναίκες στο πλαίσιο της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον και ενθαρρυντικό το γεγονός ότι, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, η πλειοψηφία των εργαζόμενων -ακόμη και των ανδρών εργαζόμενων- στέκεται θετικά έναντι της θέσπισης ειδικής άδειας περιόδου, ενώ αντιλαμβάνεται περισσότερο ως πρόβλημα έλλειψης δημόσιων δομών φροντίδας και λιγότερο ως πρόβλημα μείωσης του εργάσιμου χρόνου το θέμα της φροντίδας των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ΑμεΑ κ.λπ.

antitheto.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις