Εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει στην ελληνική πολιτική σκηνή ένα περίεργο μείγμα «αριστεροδεξιών» προσεγγίσεων με πολύ συγκεκριμένο αφήγημα. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ιδίως προκρίνουν σειρά απόψεων με συγκεκριμένη κατεύθυνση. Απόψεις που δημιουργούν εύλογες απορίες λόγω μιας περίεργης ερμηνείας της έννοιας του εθνικού συμφέροντος και μιας έντονης διάθεσης κατευνασμού, διανθισμένης με ψευδοεπιστημονικές, δήθεν πραγματιστικές τοποθετήσεις. Θέσεις μάλιστα που είναι συχνά αντίθετες με το ίδιο το διεθνές δίκαιο.
Βρισκόμαστε ενόψει της ελληνοτουρκικής συνάντησης στην Αθήνα. Το κυβερνητικό αφήγημα τονίζει την αναγκαιότητά της, χρησιμοποιώντας τα γνωστά επιχειρήματα περί χρησιμότητας (γενικώς) του διαλόγου και της αναγκαίας ύπαρξης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας.
Είναι προφανές ότι κάθε σοβαρός αναλυτής κατανοεί την ανάγκη διαλόγου και ανοικτών διαύλων, ιδίως μεταξύ γειτόνων. Το ερώτημα είναι με ποιους όρους και υπό ποιες συνθήκες.
Το επιχείρημα ότι η μείωση των πτήσεων στο Αιγαίο αποδεικνύει την ορθότητα της επιλογής είναι εντελώς ανυπόστατο, αν σκεφτεί κανείς ότι όλες οι παράνομες διεκδικήσεις της γείτονος είναι ενεργές και παράγουν αρνητικά για τη χώρα μας αποτελέσματα.
Στην Κύπρο, πέραν της συνεχιζόμενης κατοχής, έχουμε και νέες προκλήσεις. Το τουρκολυβικό μνημόνιο είναι εδώ. Οι αναφορές σε «υπό κατοχή» νησιά και σε δήθεν μειονότητες συνεχείς. Οι δηλώσεις για αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών περιοχών το ίδιο! Από το παραλήρημα της απέναντι πλευράς δεν γλύτωσε ούτε η Θεσσαλονίκη. Και το casus belli πάντοτε σε ισχύ! Υπάρχει δε τουρκική άσκηση εν ισχύ, που δεσμεύει παρανόμως το μισό Αιγαίο και περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ευλόγως, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα, ποιος ωφελείται από την «πολυαναμενόμενη» συνάντηση; Οι τουρκικές επιδιώξεις είναι εμφανείς. Ένα δήθεν καλό πρόσωπο που σύντομα θα ζητήσει εξαργύρωση γι’ αυτό και μια προσπάθεια να τεθούν και πάλι όλα στο τραπέζι μέσω ενός διμερούς πολιτικού διαλόγου.
Η Ελλάδα έχει εθνικό σχεδιασμό; Κερδίζουμε κάτι από το επιχειρούμενο ξέπλυμα της Τουρκίας; Είμαστε προετοιμασμένοι για την περίπτωση που ο Τούρκος Πρόεδρος τινάξει τα πάντα στον αέρα και μας αναγκάσει να φύγουμε, για να απευθυνθεί έπειτα στη διεθνή κοινότητα και να υποστηρίξει ότι είναι οι Έλληνες που αρνούνται το διάλογο;
Στον ελληνικό τύπο διαβάζουμε το ευφυολόγημα ότι ούτως ή άλλως δεν θα αλλάξουν πολλά, και πως μόνο φοβία και ανασφάλεια χαρακτηρίζει όσους προβληματίζονται για τη συνάντηση. Έγιναν δηλαδή και θαρραλέοι εκείνοι που συζητούν σ’ ένα τραπέζι το οποίο φορτώνεται συνεχώς με απειλές και προκλήσεις.. Συνηθίσαμε όμως να χρησιμοποιούνται στο δημόσιο διάλογο κρίσιμες έννοιες κατά το δοκούν!
Γενικώς στο διεθνές σύστημα, η εκτόξευση απειλών και η προσπάθεια μιας αναθεωρητικής δύναμης να αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση δεν είναι κάτι καινούργιο. Το «θα έρθουμε ένα βράδυ ξαφνικά» το έχουμε δει και σ’ άλλες περιπτώσεις. Δηλώσεις, όμως, του τύπου «είμαστε soft power» από ανθρώπους που έχουν την ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής, σε μια χώρα η οποία υφίσταται εθνική απειλή, δύσκολα θα βρει κανείς.
Όταν στις απειλές απαντάς με τέτοιο τρόπο και μιλάς για καλοπιστία, περνάς το μήνυμα του φοβικού και του αναξιόπιστου. Και έτσι θα σε αντιμετωπίσουν και οι σύμμαχοι.
Την Τουρκία δυσκολευόμαστε πλέον να την κατανοήσουμε. Την αναλύουμε με μια θολή οπτική. Την βλέπουμε με τον τρόπο που θέλουμε και όχι με βάση την ίδια την τουρκική πραγματικότητα. Ελπίζουμε συνεχώς σε μια ρήξη της με τη Δύση, που είναι μεν πιθανή, αλλά ιστορικά δεν κρατάει για πάντα. Ας θυμηθούμε μόνο τον Β΄ΠΠ, όταν η Τουρκία από κεκαλυμμένος σύμμαχος του Χίτλερ έγινε ξαφνικά ισχυρός πυλώνας της δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Ο πρώην σύμβουλος ασφαλείας των ΗΠΑ Ζμπιγκνιου Ζμπρεζίνσκι κάνει στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα» μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για την τουρκική πολιτική σκηνή. Αναφέρει ότι η Τουρκία έχει τρεις οπτικές και κατευθύνσεις, αναλόγως της ηγετικής ομάδας που κυριαρχεί. Οι εκσυγχρονιστές, όπως λέει χαρακτηριστικά, κοιτούν προς τη Δύση. Οι ισλαμιστές προς το νότο -στη Μέση Ανατολή και τον ισλαμικό κόσμο, και οι εθνικιστές -έχοντας μια ιστορική οπτική- προς την Ανατολή και τους τουρκικούς λαούς της Κασπίας και της κεντρικής Ασίας.
Σήμερα στην Τουρκία κυβερνούν οι ισλαμιστές με τους εθνικιστές και διεκδικούν ερείσματα και στην κεντρική Ασία και στον ισλαμικό κόσμο. Το ρίσκο που παίρνουν είναι πράγματι μεγάλο, καθώς πρόκειται για περιοχές με έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον, εν μέσω συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας. Γι’ αυτό είχε απόλυτο δίκαιο ο Ερντογάν όταν έλεγε πως όταν τελειώσει αυτή η ιστορία (της αλλαγής των συσχετισμών και του νέου χάρτη που δημιουργείται στην περιοχή) η χώρα του είτε θα χάσει είτε θα κερδίσει πολλά.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα πάντα είναι πιθανά και αναλόγως να προετοιμαζόμαστε. Δεν είναι δα και τόσο περίπλοκο να σκεφτούμε ότι αν η Τουρκία αποκτήσει ισχυρό στρατηγικό βάθος σε αυτές τις κρίσιμες περιοχές, τότε μπορεί να κάνει στροφή 180 μοιρών και να ζητήσει ανταλλάγματα με ισχυρά χαρτιά στα χέρια της.
Οι γενικότερες συνθήκες πάντως δεν είναι απαραιτήτως δυσμενείς για την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν αποφασιστικό σύμμαχο στην περιοχή, τη στιγμή που μπαίνουν σε εσωστρέφεια λόγω προεκλογικής περιόδου. Η Ελλάς δημιουργεί επίσης για το Ισραήλ συνθήκες ασφαλείας και δυνατότητες ενός κρίσιμου για το ίδιο στρατηγικού βάθους. Το ίδιο ισχύει και για τον έτερο ισχυρό σύμμαχο, την Αίγυπτο. Ενώ με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες μπορεί να παίξει ρόλο πρωταγωνιστή και για τη δίκαιη επίλυση του παλαιστινιακού.
Οι εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα και τους νέους εμπορικούς δρόμους είναι εξαιρετικά ευνοϊκές. Η απόπειρα σύνδεσης Ινδίας, ΗΑΕ, Σ. Αραβίας, Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδος αποτελεί νέα συνθήκη. Ο Ελληνισμός πρέπει να εκλαμβάνεται από τις ηγεσίες του ως ενιαίος χώρος, για να είναι κρίσιμος πυλώνας στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Δύσης. Μόνον έτσι Ελλάδα και Κύπρος θα είναι σε θέση να παρέχουν εγγυήσεις. Και με αυτόν τον τρόπο (και όχι λόγω της αντιδυτικής της πολιτικής στην παρούσα συγκυρία) θα ακυρωθούν τα αυτοκρατορικά σχέδια της Τουρκίας.
Όλα αυτά, όμως, δεν γίνονται όταν σύρεσαι σε έναν διάλογο, όπου τους όρους τους βάζουν άλλοι. Κι όταν, μάλιστα, διαμεσολαβητής αναλαμβάνει το αναξιόπιστο Βερολίνο (ας θυμηθούμε μόνο πως άφησε εκτός την Ελλάδα από τη σύνοδο που διοργάνωσε μετά το τουρκολυβικό μνημόνιο).
Δυστυχώς, οι αριστεροδεξιοί στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου διατηρούν αγκυλώσεις που θολώνουν την ματιά για τη διεθνή πραγματικότητα. Και αυτό είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιδεολογικών διεργασιών.
Γνώμη του γράφοντος είναι ότι για μια πιο καθαρή οπτική περί τα διεθνή χρειάζεται αλλαγή τρόπου σκέψης. Ας σκεφτούμε μόνο ότι ο σοφός Θουκυδίδης δεν ασχολείται με αυτά που σήμερα οι περισσότεροι θεωρούν κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, ενώ υποβιβάζει σαφώς τον παράγοντα της οικονομίας και των μέσων παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο εισχωρεί βαθύτερα στα αίτια της συμπεριφοράς κοινωνιών και κατανοεί καλύτερα τα χαρακτηριστικά των διεθνών σχέσεων. Γι’ αυτό το έργο του δεν είναι παρελθόν, αλλά παρόν και μέλλον!
Του Κωνσταντίνου Καράμπελα
militaire.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις