Η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εγκρίνει τη χρήση αμερικανικών όπλων από την Ουκρανία για να επιτεθεί σε στόχους εντός της Ρωσίας είναι, όπως θα μπορούσε να πει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, πολύ σημαντική (στη φωτογραφία από Stringer/Reuters, επάνω, ζημιές σε κτίριο από ουκρανικό βομβαρδισμό στη ρωσική πόλη Μπέλγκοροντ).
Οι Ουκρανοί υποστηρίζουν ότι αυτή η αλλαγή θ’ αποτρέψει την επίθεση του Κρεμλίνου στην περιοχή του Χαρκόβου και ίσως ακόμη ν’ αντιστρέψει την πορεία του πολέμου.
Ενας ακόμη γύρος στο σπιράλ της αμοιβαίας κλιμάκωσης που συνεχώς αυξάνει τους κινδύνους ενός ευρύτερου πολέμου
Ρώσοι αξιωματούχοι και προπαγανδιστές ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μεγάλη κλιμάκωση και έχουν απειλήσει ν’ αντεπιτεθούν απευθείας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στους συμμάχους τους. Και οι δύο ισχυρισμοί είναι πιθανό ν’ αποδειχθούν κούφιοι.
Ωστόσο, αυτή η απόφαση είναι βαρυσήμαντη, αλλά για διαφορετικό λόγο: Σηματοδοτεί έναν ακόμη γύρο στο σπιράλ της αμοιβαίας κλιμάκωσης που συνεχώς αυξάνει τους κινδύνους ενός ευρύτερου πολέμου χωρίς ν’ ανοίγει δρόμους για τον τερματισμό του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την πίεση της Ουκρανίας και των δυτικών συμμάχων τους, ξεπερνούν ένα όριο που πριν θεωρούνταν υπερβολικό, αναφέρουν οι Samuel Charap και Jeremy Shapiro σε ανάλυσή τους στη Rand, μια από τις μεγαλύτερες δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ.
Οι προηγούμενες αποφάσεις για εκτοξευτές HIMARS, βόμβες διασποράς, πυρομαχικά μεγάλου βεληνεκούς και μαχητικών αεροσκαφών F-16 επηρεάστηκαν επίσης από τα αισθητά ρωσικά κέρδη στο πεδίο της μάχης.
Τα πλήγματα στη Ρωσία με χρήση αμερικανικών όπλων ενδέχεται να επιβραδύνουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις γύρω από το Χάρκοβο, αλλά δεν θ’ αλλάξουν το παιχνίδι.
Η ρωσική προσαρμογή
Η πιεστική επιχείρησή της έχει ήδη βαλτώσει γύρω από την πόλη Βοβτσάνκ, η οποία απέχει περίπου 8,5 χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα.
Με τα χτυπήματα στις γραμμές ανεφοδιασμού στη Ρωσία, η επίθεση θα μπορούσε να επιβραδυνθεί περαιτέρω, αλλά οι Ρώσοι είναι πιθανό να προσαρμοστούν όπως και στις προηγούμενες κινήσεις των ΗΠΑ.
Εξάλλου, τα αμερικανικά όπλα χρησιμοποιούνται συνήθως για να πλήξουν ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού και θέσεις διοίκησης στην κατεχόμενη ανατολική Ουκρανία, με τη Ρωσία ωστόσο, σταθερά, ν’ αποκομίζει κέρδη εκεί. Κι’ έτσι ο μακροχρόνιος, φθοροποιός πόλεμος θα συνεχιστεί.
Προηγούμενα στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να κλιμακώσει δραματικά μόνο και μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν ένα νέο οπλικό σύστημα ή χαλαρώνουν τους περιορισμούς σ’ ένα υπάρχον.
Η Ρωσία, σχετικά μιλώντας, κερδίζει τον πόλεμο αυτήν τη στιγμή, επομένως είναι απίθανο ο πρόεδρός της Βλαντιμίρ Πούτιν να ρισκάρει άμεση σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Η Μόσχα μπορεί κάλλιστα ν’ απαντήσει, αλλά είναι πιθανό να το κάνει με έμμεσο ή ασύμμετρο τρόπο, αντί να εκτοξεύσει έναν πύραυλο σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα την επόμενη εβδομάδα.
Το επόμενο όριο…
Το πραγματικό πρόβλημα με την απόφαση του Μπάιντεν είναι ότι η Ουάσιγκτον προχώρησε πάλι σε μια σημαντική αλλαγή πολιτικής, λειτουργώντας αντιδραστικά — ως απάντηση, δηλαδή, στις στρατιωτικές κινήσεις της Ρωσίας και όχι ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τον τερματισμό του πολέμου.
Οι Ρώσοι θα συνεχίσουν να πιέζουν και σε τρεις ή έξι μήνες, κάτω από μια παρόμοια εκστρατεία πίεσης από την Ουκρανία και τους συμμάχους τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μπουν ξανά στον πειρασμό να ξεπεράσουν το επόμενο όριο, σε μια νέα προσπάθεια ν’ αντιστρέψουν την αρνητική πορεία.
Οπως είπε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, «θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε, το οποίο, όπως απαιτείται, είναι η ρύθμιση και η προσαρμογή».
Αλλά η ρύθμιση και η προσαρμογή δεν συνιστούν στρατηγική και η αντιδραστική κλιμάκωση χωρίς στρατηγική δεν αποτελεί σώφρονα πολιτική.
Η αύξηση της εμπλοκής των ΗΠΑ σ’ αυτή τη σύγκρουση — ή οποιαδήποτε σύγκρουση — θα πρέπει να καθοδηγείται από μια ιδέα για το πώς να τερματιστεί ο πόλεμος.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να αποδεικνύεται ότι τα ουκρανικά πλήγματα εντός της Ρωσίας, χρησιμοποιώντας συστήματα των ΗΠΑ, αποτελούν μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τον τερματισμό του πολέμου, με όρους ευνοϊκούς για την Ουκρανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα μέτρα εξαναγκασμού
Αυτό το τέλος θα έρθει, όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει η ίδια η κυβέρνηση, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, τα μέτρα εξαναγκασμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πλεονέκτημα.
Επιβάλλετε στρατιωτικό κόστος στον αντίπαλό σας με στόχο να τον κάνετε αυτό που θέλετε, όχι απλώς για ν’ αντιμετωπίσετε τον τελευταίο ελιγμό του. Ομως η Ουκρανία και η Δύση δεν έχουν δείξει σημάδια ότι είναι έτοιμες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.
Και η επιβολή κόστους χωρίς διαδικασία διαπραγμάτευσης καθιστά αναπόφευκτη την περαιτέρω κλιμάκωση. Οπως σημείωσε ο Τόμας Σέλινγκ, ο γκουρού του στρατιωτικού εξαναγκασμού, «Αν ο πόνος [του εχθρού μας] ήταν η μεγαλύτερη απόλαυσή μας και η ικανοποίησή μας το μεγαλύτερο κρίμα του, θα συνεχίζαμε απλώς να πληγώνουμε και να απογοητεύουμε ο ένας τον άλλον».
Αυτή η σπειροειδής δυναμική —της αδυσώπητης ρωσικής επιθετικότητας και της ολοένα αυξανόμενης δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία για ν’ αντιμετωπιστεί η ορμή της Μόσχας — αυξάνεται εδώ και σχεδόν δυόμισι χρόνια.
Χωρίς μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, μπορεί να συνεχιστεί και για τα επόμενα χρόνια. Και κάποια μέρα, η μία ή η άλλη πλευρά μπορεί τελικά να παραβιάσει μια, πραγματικά, κόκκινη γραμμή, πυροδοτώντας τη μείζονα κλιμάκωση που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί ν’ αποφύγει.
Στο μεταξύ, η Ουκρανία θα συνεχίσει να υποφέρει και το κόστος του πολέμου στη Δύση θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται. Πρέπει να υπάρξει καλύτερος τρόπος διαχείρισης για την πιο σοβαρή στρατιωτική σύγκρουση της τελευταίας γενιάς.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις