Η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού ήρθε στη χειρότερη χρονική στιγμή για τη Γερμανία, λόγω της δεινής κατάστασης της οικονομίας της και της εκλογής Τραμπ – Το χρονικό της «τριπλής» κρίσης
Μετά από τρία χρόνια, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας του οποίου ηγείτο ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς και που ήταν γνωστός ως «η συμμαχία του φωτεινού σηματοδότη» (λόγω του γεγονότος ότι μετείχαν σε αυτόν οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες- SPD, οι Πράσινοι και το φιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών της ελεύθερης αγοράς -FDP), κατέρρευσε, με τη χώρα να οδηγείται σε πρόωρες εκλογές, στις 23 Φεβρουαρίου. Αιτία και αφορμή, η διαμάχη για το πώς θα σταματήσει η «αιμορραγία» πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, βυθίζοντας τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε μια περίοδο σημαντικής αβεβαιότητας.
Η απόλυση και η ψήφος εμπιστοσύνης
Ο Καγκελάριος Σολτς, ο οποίος προέρχεται από το SPD, απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ηγέτης του FDP. Είχε προηγηθεί μια έντονη διαφωνία ως προς την αντιμετώπιση του κενού στον προϋπολογισμό της Γερμανίας, με τον Σολτς να αποζητά ενίσχυση των δαπανών με την ανάληψη περισσότερου χρέους, επικαλούμενος τις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο Λίντνερ είπε ένα ξερό «όχι» σε αυτό, λέγοντας πως θα έπρεπε να γίνει μια σειρά από περικοπές φόρων και δαπανών- ως και συντάξεων, τις οποίες το SPD και οι Πράσινοι δήλωσαν ότι ήταν αδύνατο να αποδεχθούν. Γεγονός λογικό, καθώς ο Σολτς, ο οποίος έχει στα χέρια του μια βόμβα που σκάει να διαχειριστεί και βλέπει τη δημοφιλία του να καταρρέει, ήξερε πως αν το δεχόταν, θα υπέγραφε το πολιτικό του τέλος.
Κατά κάποιους, ο Λίντνερ σκηνοθέτησε μια «ηρωική έξοδο» από την καταρρέουσα κυβέρνηση για να διασώσει τα ούτως ή άλλως χαμηλά ποσοστά του FDP και να προλάβει μια ενδεχόμενη συμμετοχή στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό που θα προκύψει. Γι’ αυτό το λόγο και όταν ο Σολτς προειδοποίησε τον Λίντνερ ότι θα τον «ξηλώσει», αυτός επέμεινε. Κάτι που οδήγησε σε μια άγρια προσωπική κόντρα μεταξύ τους, με τον πρώην, πλέον, υπουργό Οικονομικών να κατηγορεί τον Σολτς ότι εμπαίζει τους Γερμανούς με τις καθημερινές ανησυχίες τους και τον Καγκελάριο να του χρεώνει ότι είναι «στενόμυαλος» και «εγωιστής» και δεν βλέπει τη μεγαλύτερη εικόνα – δηλαδή τις τεράστιες γεωπολιτικές προκλήσεις.
Και κάπως έτσι, η Γερμανία οδεύει σε πρόωρες (κατά ένα εξάμηνο) εκλογές τον ερχόμενο Φεβρουάριο (φέρεται να έχει «κλειδώσει» η ημερομηνία στις 23). Νωρίτερα, στις 18 Δεκεμβρίου (καθώς ο Σολτς συμφώνησε να μην προχωρήσει τον Ιανουάριο, όπως σχεδίαζε), ο Όλαφ Σολτς θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης -την οποία και αναμένεται να μην πάρει. Αυτό, θα γίνει σε μια σημαντική στιγμή, λίγες μέρες προτού ο Ντόναλντ Τραμπ εγκατασταθεί και επισήμως στον Λευκό Οίκο και αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Και, το ερώτημα είναι, ποιος θα θέλει ως τις εκλογές να διαπραγματεύεται με έναν Καγκελάριο που θα μετρά μέρες μέχρι να αποχωρήσει; Το ότι το κλίμα αβεβαιότητας δεν ευνοεί τη γερμανική πλευρά, το καταδεικνύει το γεγονός και μόνο ότι ο οιονεί κυβερνητικός εταίρος του Τραμπ και ιδιοκτήτης του gigafactory της Tesla (και) στη Γερμανία, Ίλον Μασκ, χαρακτήρισε τον Σολτς «ανόητο» την περασμένη εβδομάδα…
Με αυτό το σκεπτικό, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος προβάλει ως το απόλυτο φαβορί για να είναι ο επόμενος Καγκελάριος της Γερμανίας, ζήταγε επίσπευση της διαδικασίας της ψήφου εμπιστοσύνης, ώστε να φέρει και πιο πρόωρα τις ομοσπονδιακές εκλογές, αφού μετά από μια χαμένη ψήφο εμπιστοσύνης, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, έχει 21 ημέρες για να διαλύσει την Μπούντεσταγκ. Νέες εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο δύο μήνες αργότερα.
Περικυκλωμένη από κρίση
Περιέργως, για την «εθισμένη στη σταθερότητα» Γερμανία, το γεγονός ότι ο Σολτς θα δυσκολευθεί να προχωρήσει το κυβερνητικό του πλάνο, μεταξύ των οποίων είναι και η σταθεροποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και ότι ο προϋπολογισμός του 2025 είναι… επί ξύλου κρεμάμενος (δεν θα είναι απίθανο να δούμε την ψήφιση ενός προϋπολογισμού εκτάκτου ανάγκης τον Ιανουάριο, με μόνο τα βασικά να «τρέχουν») είναι το μικρότερο από τα προβλήματα. Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, δείχνει να είναι «περικυκλωμένη» από μια κρίση.
Ο Όλαφ Σολτς, είναι η αλήθεια πως ανέλαβε μια ωρολογιακή βόμβα η οποία και του έσκασε στα χέρια. Πέρυσι, ήταν πρώτη φορά μετά από την εποχή της πανδημίας που η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και τρίτη μεγαλύτερη του κόσμου συρρικνώθηκε, μετά από μια πενταετία πολύ ισχνής ανάπτυξης (μόλις 0,2% εν αντιθέσει με το 4,6% των 20 χωρών της ευρωζώνης, του 4,1% της Γαλλίας και 5,5% της Ιταλίας). Και αναμένεται να συνεχίσει να συρρικνώνεται για δεύτερη χρονιά φέτος, κάτι που θα την κάνει την χώρα με τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις από τις επτά μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.
Σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, η οικονομική επιβράδυνση της Γερμανίας έρχεται από το γεγονός ότι οι βιομηχανίες της υποφέρουν από το αυξημένο ενεργειακό κόστος που με τη σειρά του προέρχεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Γερμανία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της Ουκρανίας σε αυτό τον πόλεμο, έχοντας σταματήσει τις εισαγωγές φτηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία που με τη σειρά του εκτοξεύει το ενεργειακό κόστος.
Στο τελευταίο «επεισόδιο», η γερμανική βιομηχανία υποφέρει στους τομείς δεν ήταν μόνο παγκόσμιος ηγέτης, αλλά και δημιουργός τους- κάτι το οποίο αποτελεί ένα καινοφανές πρόβλημα που η Ευρώπη συνειδητοποιεί με τον σκληρό τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας (της χώρας στην οποία ουσιαστικά ανακαλύφθηκε η αυτοκίνηση από τον Καρλ Μπενζ, το 1885) δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και την Κίνα, έχοντας ξοδέψει τεράστια ποσά για την υποχρεωτική (από την ΕΕ) μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, αλλά βρισκόμενη πίσω από τους ανταγωνιστές της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, η Volkswagen, εξετάζει το ενδεχόμενο να κλείσει εργοστάσια στην πατρίδα της για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της, ενώ διασαλεύεται η εύθραυστη εργασιακή ειρήνη με τα συνδικάτα. Με τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες να «επελαύνουν» εμπορικά και στην Ευρώπη, στη Γηραιά Ήπειρο η συζήτηση επικεντρώνεται στο εάν θα πρέπει να επιβληθούν δασμοί στα κινεζικά αυτοκίνητα. Και, κάποιοι Γερμανοί αυτοκινητοβιομήχανοι, αντιτίθενται σθεναρά σε αυτό το ενδεχόμενο, φοβούμενοι ότι θα πληγούν οι εμπορικές τους επιδόσεις στην αχανή κινεζική αγορά, αλλά και θα αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη στις πρώτες ύλες και το εργασιακό κόστος στις εκεί βιομηχανίες τους. Παρεμφερή προβλήματα υπάρχουν και σε άλλους βιομηχανικούς και επιχειρηματικούς κλάδους.
Στο στραβό κλήμα, ο… γάιδαρος που έρχεται να το δαγκώσει, είναι η κυβέρνηση του κυβερνητικού συνασπισμού. Κι αυτό γιατί η κυβερνητική αστάθεια αναμένεται να πλήξει όχι μόνο την κατανάλωση, αλλά και κυρίως το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα και κατά συνέπεια τις επενδύσεις, τους αμέσως επόμενους μήνες. Άλλωστε, ήδη το ένα τρίτο των γερμανικών επιχειρήσεων δηλώνει σε πρόσφατη έρευνα ότι σχεδιάζει να μειώσει τις επενδύσεις. Και έτσι, όχι τυχαία, ο παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομικών της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι, δηλώνει ότι «σε συνδυασμό με τη νίκη του Τραμπ, η οικονομική εμπιστοσύνη είναι πιθανό να μειωθεί σημαντικά και καθιστά πιο πιθανή μια συρρίκνωση της οικονομίας το τέταρτο τρίμηνο», προβλέποντας ότι το επόμενο τρίμηνο θα φέρει περισσότερη αδυναμία, ενδεχομένως περαιτέρω συρρίκνωση, αλλά ίσως και μια αναγκαία νέα ώθηση. «Με τις εκλογές που έρχονται, η ελπίδα είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα βάλει τέλος στην οικονομική παράλυση και θα παράσχει επιτέλους καθοδήγηση και βεβαιότητα στην οικονομική πολιτική», αναφέρει ο αναλυτής.
Η… κακιά στιγμή
Το timing που συμβαίνουν όλα αυτά, μοιάζουν με την αλληλουχία που οδηγεί στην τέλεια καταιγίδα και εξηγεί το γεγονός ότι οι μετοχές των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών υποχώρησαν αισθητά στα νέα της εκλογής Τραμπ. Με όλη αυτή την επιβράδυνση και τα οικονομικοπολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γερμανία, ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πολλές φορές επαναλάβει το σχέδιό του να επιβάλλει πρόσθετους δασμούς 10-20% στις εισαγωγές απ’ όλους τους τομείς και δεν έχει κρύψει ότι έχει βάλει στο στόχαστρο χώρες όπως η Γερμανία.
«Δεν αγοράζουν τα αυτοκίνητά μας. Δεν αγοράζουν τα αγροτικά μας προϊόντα. Πουλάνε εκατομμύρια και εκατομμύρια αυτοκίνητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όχι, όχι, όχι, θα πρέπει να πληρώσουν μεγάλο τίμημα», έλεγε ο Τραμπ σε προεκλογική του συγκέντρωση, αναφερόμενος στις ευρωπαϊκές χώρες και δείχνοντας τι σκέφτεται για το μέλλον. Φυσικό είναι λοιπόν η Γερμανία, της οποίας οι εξαγωγές στις ΗΠΑ είναι διπλάσιες από τις εισαγωγές της να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα μάτια του Τραμπ, που βλέπει μια ανισότητα η οποία να πρέπει να διορθωθεί.
Ο Σολτς εκφράζει τις ελπίδες του ότι οι δύο χώρες θα μείνουν «καλοί φίλοι» και εμπορικοί εταίροι, αν και ο Τραμπ δεν συνηθίζει να ανακαλεί τις αποφάσεις του. Άλλωστε, δεν θα είναι και η πρώτη φορά που ο Τραμπ στοχοποιεί την ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας ως πρόεδρος, αποκάλεσε τη Γερμανία «πολύ κακή» επειδή πούλησε στην Αμερική εκατομμύρια αυτοκίνητα και διεύρυνε το μεταξύ τους εμπορικό έλλειμμα.
Έτσι, τώρα οι αναλυτές αυτό που κάνουν με σπουδή είναι να υπολογίζουν τις επιπτώσεις του σχεδίου δασμών του Τραμπ (το ύψος των δασμών θα εξαρτηθεί από τις εισηγήσεις των συνεργατών του στην κυβέρνηση και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο εμπορικών εταίρων) στη γερμανική οικονομία. Και, σε πρώτη φάση, διαπιστώνουν ότι οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα σκληρές, οδηγώντας το ΑΕΠ της σε συρρίκνωση κατά 0,6% ως άμεσο αποτέλεσμα των δασμών.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs, σε σημείωμά τους προς τους πελάτες της επενδυτικής τράπεζας, την περασμένη εβδομάδα έγραψαν ότι «ενώ ο οριζόντιος δασμός 10% αποτελεί έναν σαφή κίνδυνο, η βασική μας προσδοκία είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιβάλει μια πιο περιορισμένη σειρά δασμών στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών που σχετίζονται με τα αυτοκίνητα αξίας 80 δισ. δολαρίων, αξίας 0,9% των εξαγωγών της ΕΕ».
Το βασικό σενάριο που εξετάζουν οι αναλυτές της Goldman Sachs, υποθέτει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αποτελούν και τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ, θα επιβάλουν αντίποινα δασμών του ίδιου επιπέδου και άρα θα εκκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Παρόμοια είναι τα βασικά σενάρια που εξετάζουν και άλλες μελέτες, όπως αυτή του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου IW, το οποίο αναμένει ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 1,5% τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια. Το οικονομικό ινστιτούτο ifo προβλέπει ότι η γερμανική οικονομία θα αντιμετωπίσει ζημία ύψους 33 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα προτεινόμενα μέτρα της κυβέρνησης Τραμπ.
Η επόμενη μέρα
Με τα μαύρα σύννεφα να έχουν σκοτεινιάσει τον ουρανό του γερμανικού άμεσου μέλλοντος, το ερώτημα είναι τι θα φέρει η επόμενη μέρα. Τα σενάρια είναι όλα ανοιχτά, καθώς όλοι είναι… ανοιχτοί προς όλους, αν και το ρόλο του ρυθμιστή φαίνεται ότι θα παίξει ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς. Ο Όλαφ Σολτς αναμένεται να επιδιώξει την ανοχή του για να περάσει ο προϋπολογισμός του έτους, προσδοκώντας -ή και υποσχόμενος- μια συνεργασία στην επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει με τον Μερτς Καγκελάριο.
Ένα τέτοιο σενάριο δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο, μιας και το γερμανικό οικονομικό σύστημα με την απλή αναλογική και την απόλυτη πλειοψηφία που προβλέπει, απαιτεί από τον Μερτς (ο οποίος προβάλλει ως ο πιθανότερος νικητής των επόμενων εκλογών) να συγκεντρώνει θηριώδη ποσοστά άνω του 40% για να σχηματίσει μόνος του κυβέρνηση και δείχνοντας ως μονόδρομο τη συνεργασία με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Από την άλλη, ωστόσο, με την «ηρωική έξοδό» του, ο Λίντνερ ενδέχεται να έχει προλάβει να «κλειδώσει» μια θέση στον κυβερνητικό συνασπισμό που ήδη εξετάζει ο Μερτς για την επόμενη μέρα της Γερμανίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα ειρωνικά σχόλια του Έλον Μασκ για τον Όλαφ Σολτς είναι ενδεικτικά του ότι το σύστημα Τραμπ επιθυμεί αλλαγή σκυτάλης στη Γερμανία και επαναδιαπραγμάτευση εκ του μηδενός της εταιρικής-εμπορικής σχέσης μεταξύ τους. Αυτό, για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό, καθώς η πορεία της οικονομίας της θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την πορεία που θα πάρουν τα πράγματα στην Ουκρανία. Από την εξέλιξη, δηλαδή, του ενεργειακού κόστους, που «στραγγαλίζει» την παραγωγική βιομηχανία και την οικονομική της δραστηριότητα και εξαϋλώνει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων στα οποία βασίζει τις εξαγωγές της…
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις