Δεν σχεδιάζεται έκτακτος φόρος στις τράπεζες, τι αναφέρουν κυβερνητικές πηγές και το παράδειγμα του Σάντσεθ.

Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές ξεκαθαρίζουν ότι δεν υπάρχει πρόθεση για επιβολή έκτακτου φόρου στις τράπεζες, διαψεύδοντας τις φήμες που κυκλοφόρησαν.

Τονίζουν ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν εντελώς παράδοξη, ειδικά μετά τα πρόσφατα placement, με πιο πρόσφατο εκείνο της Εθνικής Τράπεζας τον Οκτώβριο.

Οι ίδιες πηγές υπενθυμίζουν ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός, μιλώντας σε ξένους επενδυτές, παρουσίασε τη τραπεζική κερδοφορία ως εργαλείο για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως ο αναβαλλόμενος φόρος.

Η συγκεκριμένη διαβεβαίωση θεωρείται ότι θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αποκλείοντας ενδεχόμενη αιφνίδια φορολογική επιβάρυνση.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση επικεντρώνεται στη μείωση των προμηθειών που επιβαρύνουν τους τραπεζικούς πελάτες, στη διεύρυνση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση, ιδιαίτερα για μικρές επιχειρήσεις και ιδιώτες, καθώς και στη μείωση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων.

Τονίζεται ότι οι πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση έχουν εκφραστεί δημόσια με διάφορους τρόπους, αν και συχνά με διαφορετικό ύφος.

Τα στοιχεία της ΕΚΤ

Αναλυτές επισημαίνουν ότι οι φήμες περί «έκτακτης επιβάρυνσης» έχουν ήδη δημιουργήσει κλίμα πίεσης στις μετοχές του ενεργειακού τομέα. Μια αντίστοιχη εξέλιξη στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε να πλήξει τις μετοχές των τραπεζών, ανατρέποντας τη γενικότερη εικόνα της αγοράς και θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπιστία του επενδυτικού αφηγήματος της χώρας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα δύο τελευταία χρόνια η κεντρική τράπεζα έχει μοιράσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες τόκους 130 δισ ευρώ μέσα από τον ειδικό λογαριασμό «Διευκόλυνσης Καταθέσεων», ο οποίος τώρα έχει επιτόκιο 3,25% (από 4% που είχε φτάσει πριν ένα χρόνο).

Οι εμπορικές τράπεζες, δηλαδή, μαζεύουν τις καταθέσεις με χαμηλά επιτόκια και «γυρίζουν» τα χρήματα καταθέτοντάς τα στον «Λογαριασμό Διευκόλυνσης» της ΕΚΤ εισπράττοντας… το υψηλότερο επιτόκιο καταθέσεων στην Ευρωζώνη.

Είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η ΕΚΤ στήριξε τις ευρωπαϊκές τράπεζες, «χαρίζοντάς» τους χρήματα με χαμηλότοκα δάνεια (τα οποία για κάποιο διάστημα είχαν και μηδενικό ή και αρνητικό επιτόκιο) ενώ την ίδια στιγμή τους έδινε υψηλό επιτόκιο για να καταθέτουν τα χρήματα αυτά στον ειδικό λογαριασμό.

Η σκοπιμότητα αυτής της πολιτικής ήταν αρχικά να υποστηριχθούν οι τράπεζες εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και στη συνέχεια λόγω Covid για να στηρίξουν την οικονομία και την αγορά.

ΟΙ ελληνικές τράπεζες, όμως, το παράκαναν αφού όπως δείχνουν τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν αντλούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων τους από τόκους που εισπράττουν από την ΕΚΤ ή από κρατικά ομόλογα στα οποία επενδύουν, εκμεταλλευόμενες τη «λίμνη χρήματος» των καταθέσεων, την οποία υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να διοχετεύουν σε δάνεια για να κινηθεί η οικονομία.

Η αλήθεια όμως είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες κερδίζουν περισσότερα εάν αφήνουν τις καταθέσεις να «λιμνάζουν» με χαμηλό επιτόκιο και να εκμεταλλεύονται τα χρήματα «γυρίζοντάς» τα στον υψηλότοκο λογαριασμό της ΕΚΤ ή σε ομόλογα του Δημοσίου με εξίσου υψηλό επιτόκιο.

Γιαυτό και οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι γύρω στα 200 δισ. ευρώ ενώ τα δάνεια περίπου 120 δισ. ευρώ.

Το παράδειγμα του Σάντσεθ με τις τράπεζες

Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ επέβαλε το 2022 φόρο στα έκτακτα κέρδη των τραπεζών τα οποία προήλθαν από την αύξηση των επιτοκίων και των «ουρανοκατέβατων» υψηλότερων εσόδων από τόκους (δείτε περισσότερα πατώντας ΕΔΩ). Το σκεπτικό της ισπανικής κυβέρνησης ήταν ότι οι τράπεζες έπρεπε να συνεισφέρουν στην οικονομία, δεδομένου ότι στο πρόσφατο παρελθόν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά και στην ενεργειακή κρίση υποστηρίχθηκαν από κρατικά κονδύλια για να διασωθούν και να μην καταρρεύσουν.

Οι ίδιες συνθήκες ισχύουν και στην Ελλάδα και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναλογικά μεγαλύτερα κέρδη και έχουν υποστηριχθεί με αναλογικά περισσότερα κεφάλαια σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες -και συνεχίζουν να υποστηρίζονται με κρατικές εγγυήσεις ακόμα και σήμερα.

Στην Ελλάδα, μάλιστα, τα «ουρανοκατέβατα» κέρδη των τραπεζών είναι αναλογικά μεγαλύτερα αφού οι ελληνικές τράπεζες είναι «πρωταθλήτριες» στην Ευρώπη σε αφορά στα έσοδα από τόκους, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 79% των συνολικών εσόδων τους, τη στιγμή που ο μέσος όρος για τις τράπεζες της ευρωζώνης είναι 60%.

Τα δε κέρδη των ελληνικών τραπεζών, δεν προέρχονται από την χρηματοδότηση της οικονομίας ή από κάποιες ρισκαδόρικες και επιτυχημένες τραπεζικές ή επενδυτικές πρακτικές, αλλά πολύ απλά από το «γύρισμα» των χρημάτων των καταθετών, στους οποίους πληρώνουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια, αλλά χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να τα τοποθετούν σε υψηλότοκες καταθέσεις στον ειδικό «Λογαριασμό Διευκόλυνσης» της ΕΚΤ ή σε κρατικά ομόλογα.

Πέρσι οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες -που υποστηρίχθηκαν με άνω των 40 δισ. ευρώ κρατικά χρήματα στη διάρκεια της κρίσης και κρατικές εγγυήσεις περίπου 30 δισ. ευρώ στη συνέχεια για να απαλλαγούν από τα κόκκινα δάνεια- έβγαλαν κέρδη 3,8 δισ. ευρώ και μοίρασαν μέρισμα 800 εκατ. ευρώ.

ieidiseis.gr

eurokinissi

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις