Πρόσφατα έσκασε η «βόμβα» της παραίτησης διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων που ήλθαν από το εξωτερικό στην Ελλάδα για να οικοδομήσουν τον κρίσιμης σημασίας τομέα επιστημονικής έρευνας – τεχνολογίας – καινοτομίας. Η είδηση πέρασε στα ψιλά. Αντικειμενικά, διότι η προσοχή έχει πέσει στο έγκλημα των Τεμπών. Υποκειμενικά, διότι η κυβέρνηση θέλει να κρύψει τις δραματικές αποτυχίες της κάτω από το χαλί. Πρόκειται για ένα ακόμα Βατερλώ, αυτή τη φορά στον τομέα που ο Κ. Μητσοτάκης διαφημίζει ότι η κυβέρνηση του διαπρέπει. Πρόκειται, όμως, και για βαρύτατο πλήγμα στην ίδια τη χώρα, αλλά και στην εθνική Αμυνα.

Κατέρρευσε το κυβερνητικό παραμύθι ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Ελλάδα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, έκανε άλματα στον τομέα επιστημονικής έρευνας – τεχνολογίας – καινοτομίας. Πρόσφατα, την παραίτησή τους από το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤΕΚ), ανακοίνωσαν ο Σπύρος Αρταβάνης Τσάκωνας, καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και ο Άγγελος Χανιώτης καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Ηδη, έξι από τα 15 μέλη του έχουν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας αδιαφορία για τις προτάσεις τους εκ μέρους της κυβέρνησης. Και έπεται συνέχεια.

Η άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα δημοσιογράφων της εφημερίδας, «Καθημερινή», και οι δηλώσεις των επιστημόνων στην εφημερίδα, αποκαλύπτουν το μέγεθος της κυβερνητικής αποτυχίας -και- σε αυτόν τον τομέα. Αποτυχία που οφείλεται, ως όλα δείχνουν, στην προσπάθεια της χειραγώγησης του χώρου, με γνώμονα τις πολιτικές – πελατειακές σχέσεις, και, ως εκ τούτου, την εκ του πονηρού διάθεση των όποιων -λίγων- κονδυλίων διαθέτει η Ελλάδα για την επιστημονική έρευνα και την καινοτομία.

Κούφια λόγια για καινοτομία και Εθνική Αμυνα

Σε μια περίοδο, ωστόσο, που ο κόσμος τρέχει τεχνολογικά με ταχύτατους ρυθμούς, η Ελλάδα, παρ’ ότι διαθέτει πολύ καλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό, κινδυνεύει να μείνει παρίας, με δραματικές συνέπειες για την ίδια τη χώρα. Κατά τα λοιπά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μόλις στις 10 Δεκεμβρίου 2024, έκανε λόγο «για την καθιέρωση της Ελλάδας ως προορισμό καινοτομίας στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης παγκοσμίως». Ο, δε, υπουργός Αμυνας, Νίκος Δένδιας, κάθε τρεις και λίγο ομιλεί για το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) που «έστησε» για τη συνεργασία των Ενόπλων Δυνάμεων με ιδιώτες και κρατικές εταιρείες.

Κούφια λόγια. Η Ελλάδα αποδεικνύεται ουρά στις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς επιστημονική έρευνα, με τη διαρκή αιμορραγία Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, και με την παραίτηση όσων δέχονται να επιστρέψουν στην πατρίδα για να βοηθήσουν, αλλά ο ίδιος ο παρασιτικός πολιτικός διαπλεκόμενος μηχανισμός τους διώχνει. Κάτι που, εκτός των άλλων, θα έχει συνέπειες και στον τομέα της Εθνικής Αμυνας, παρά τις φανφάρες Δένδια.

ΔΡαματικές διαπιστώσεις

Από τις δηλώσεις των επιστημόνων στην «Καθημερινή», άλλων, συνάγονται τα εξής:

-Όλοι μιλούν για startups και καινοτομία αλλά η μητέρα των startups είναι η βασική επιστημονική έρευνα στις τεχνολογίες αιχμής, η οποία είναι σε απαράδεκτα επίπεδα στην Ελλάδα.

-Επιεικώς κατώτερο των συγκυριών το υπουργείο Ανάπτυξης, υπό την εποπτεία του οποίου είναι το ΕΣΕΤΕΚ. Ούτε καν ενδιαφερόταν για μια στοιχειώδη ανταλλαγή απόψεων και δεν ανταποκρινόταν, είτε θετικά είτε αρνητικά, στις εισηγήσεις του ΕΣΕΤΕΚ. Επεδείκνυε παγερή αδιαφορία.

-Στον κρίσιμο τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό ρόλο στη στρατηγική της έρευνας.

Η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι η έρευνα μπορεί να φέρει στη χώρα περισσότερα χρήματα από όσα ο τουρισμός και να συμβάλει στο να “φτιάξουμε” νέους ανθρώπους που θα δημιουργήσουν το αύριο του τόπου.

-Στον τομέα της επιστημονικής έρευνας, οι προσπάθειες στην Ελλάδα, συνήθως εξαντλούνται σε χρηματοδότηση φαινομενικά “χρησιμοθηρικών” ερευνητικών προγραμμάτων, χωρίς όμως, τις περισσότερες φορές, να έχει προηγηθεί αξιοκρατική αξιολόγηση και, το σημαντικότερο, αποτίμηση του αποτελέσματος αυτών των δράσεων. Στην Ελλάδα έχουμε παντού διάσπαρτα μικρά και μεσαία κονδύλια που συνήθως σπαταλώνται με κομματικά και άλλα κριτήρια.

-Η έρευνα είναι ακριβή και χρειάζεται χρόνο για να επιτύχει, επομένως δεν προσφέρεται για πολιτική σκοπιμότητα. Πρέπει να είναι παντελώς ανεπηρέαστη από την πολιτική και να υπάρχει ένας οργανισμός που θα δίνει χρηματοδοτήσεις με αξιοκρατικό τρόπο και με σταθερό προϋπολογισμό εκτός των υπουργείων, χωρίς οι κυβερνήσεις να μπορούν να τον αλλάζουν.

-Η βασική έρευνα στην Ελλάδα δεν αμείβεται. Οσοι ασχολούνται με αυτήν παίρνουν μισθούς πείνας. Χώρες που επένδυσαν σε αυτήν, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν δημιουργήσει πανίσχυρες οικονομίες βασισμένες στη γνώση.

Η Ελλάδα πρέπει να δει την επιστήμη ως επένδυση για το μέλλον της, εξίσου ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της με την εθνική της άμυνα.

Πενιχρή χρηματοδότηση, δαιδαλώδης γραφειοκρατία, έλλειψη ουσιαστικού εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού, παρατηρείται στον τομέα της επιστημονικής έρευνας. Η χρηματοδότηση για την έρευνα είναι ισχνή. Υπάρχει ασυνέχεια, ανορθολογισμός και έλλειψη σχετικής παράδοσης. Πολλοί Ελληνες του εξωτερικού είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε. Φτάνει να γίνουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές και να υπάρξει πολιτική βούληση.

-Η Ελλάδα, όχι μόνο δεν εκτιμά τους επιστήμονες, αλλά αντίθετα, τους θεωρεί από άχρηστους έως και επικίνδυνους.

-Το τραγικό στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δυνατότητές μας είναι μεγάλες. Μυαλά υπάρχουν! Αλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία, πρέπει να τα εισάγουν. Στην Ελλάδα, υποδομές και μυαλά υπάρχουν. Εκείνο που δεν υπάρχει και απαιτείται άμεσα είναι η οργάνωση και ο στρατηγικός σχεδιασμός

Το ελληνικό κράτος αντιλαμβάνεται με λάθος όρους την καινοτομία, ορίζοντάς την δηλαδή με στενά οικονομικά κριτήρια αγοράς.

-Αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση για άμεση αλλαγή νοοτροπίας και σοβαρή επένδυση, θα χάσουμε το τρένο των παγκόσμιων εξελίξεων.

Το ιστορικό της διάλυσης

Στην εφημερίδα, «Καθημερινή της Κυριακής», ανάμεσα στα άλλα, αναφέρεται για τις τελευταίες εξελίξεις με το ΕΣΕΤΕΚ:

«Δέχθηκαν με ενθουσιασμό να συμμετάσχουν στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), έχοντας όραμα να στηρίξουν τη νέα σελίδα για τον χώρο της έρευνας στη χώρα, όπως τους δήλωνε η κυβέρνηση το 2019. Επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, σε εμβληματικά ξένα και ελληνικά ΑΕΙ. Πέντε χρόνια μετά, το ΕΣΕΤΕΚ φυλλορροεί. Ηδη έξι από τα 15 μέλη του έχουν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας αδιαφορία για τις προτάσεις τους εκ μέρους του αρμόδιου υπουργείου Ανάπτυξης και, ευρύτερα, της πολιτεία

» (…) Το 2019 η νέα τότε κυβέρνηση επέλεγε να δώσει βάρος στην έρευνα και την καινοτομία, ιδρύοντας το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), που ορίστηκε ως «το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής» για την έρευνα. Στο 15μελές ΕΣΕΤΕΚ πρόεδρος ορίστηκε ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας και μέλη του πανεπιστημιακοί από ελληνικά και ξένα ΑΕΙ από όλους τους επιστημονικούς τομείς, ενώ εκπροσώπηση έχει και ιδιωτικός τομέας. Η πρόσκληση προς τον κ. Αρταβάνη-Τσάκωνα έγινε από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

» (…) Το ξεκίνημα ήταν δυναμικό. Συγκροτήθηκαν Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια (ΤΕΣ), με αρμοδιότητα να υποστηρίζουν σε εξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ) και το ΕΣΕΤΕΚ. (…) Μείζον ζητούμενο, επίσης, ήταν η σύνταξη μιας εθνικής στρατηγικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας. Αυτό ήταν μία από τις βασικές αρμοδιότητες των ΤΕΣ, που έπρεπε να εκπονήσουν προτάσεις στρατηγικής σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Ομως κάτι τέτοιο σημαίνει επένδυση στη βασική έρευνα και αντιμετώπιση του πολυκερματισμού των ερευνητικών κέντρων.

» (…) Το πρώτο ρεύμα ψυχρότητας από την κυβέρνηση το ένιωσαν τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ από το 2023, και την αλλαγή σκυτάλης στο υπουργείο Ανάπτυξης (σ.σ. στις 27 Ιουνίου 2023, ο Κώστας Σκρέκας ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Ανάπτυξης). Η τότε ηγεσία δεν φαινόταν να ενστερνίζεται τη διάθεση του ΕΣΕΤΕΚ για γρήγορα βήματα.

»Προ διετίας στο ΕΣΕΤΕΚ συντάχθηκε έκθεση με προτάσεις, «με στόχο μια ολοκληρωμένη νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να εξαλειφθούν τα προβλήματα της γραφειοκρατίας, τα οποία είναι εμφανή σε όλα τα στάδια που διέπουν την ερευνητική διαδικασία, καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστική τη χώρα μας», όπως λέει η έκθεση. Δεν έγινε τίποτε. «Το Δημόσιο αντιμετωπίζει τους ερευνητές σαν υποψήφιους απατεώνες ή αργόμισθους», δηλώνει σκωπτικά ο κ. Χανιώτης.

»Μέσα στο 2024 υπάρχουν επαφές των μελών του Συμβουλίου με το Μέγαρο Μαξίμου και το ΕΣΕΤΕΚ συνέχιζε τη δουλειά του, και την υποβολή προτάσεων. Ενδεικτικά, στις 28 Νοεμβρίου 2024 ο πρόεδρος του Συμβουλίου κοινοποίησε στην πολιτική ηγεσία επιστολή με 10 προτεινόμενα ερευνητικά ινστιτούτα προς επιβράβευση, με βάση τις εκθέσεις των επιτροπών αξιολόγησης. Ηταν μια απόφαση, στην οποία είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση, σύμφωνα με το ΕΣΕΤΕΚ, από την περασμένη άνοιξη. Σε καθένα από τα 10 ερευνητικά ινστιτούτα θα γινόταν ένα εκατομμύριο ευρώ. Επί της πρότασης, το Συμβούλιο δεν έλαβε απάντηση.

»Ετσι, φτάσαμε στα τέλη Ιανουαρίου όταν ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας και ο κ. Χανιώτης υπέβαλαν πρώτοι την παραίτησή τους. Ακολούθησαν οι Κωνσταντία Αλεξάνδρου, καθηγήτρια Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πέτρος Κουμουτσάκος, καθηγητής Υπολογιστικής Επιστήμης και Μηχανικής στο Χάρβαρντ, Στέλιος Παπαδόπουλος, πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου της Biogen και ο Ιωάννης Ταλιανίδης, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στο Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας. Και αναμένονται και άλλες παραιτήσεις».

Παραιτήσεις

Την περασμένη Παρασκευή, την παραίτησή τους από το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Καινοτομίας και Τεχνολογίας ανακοίνωσαν ο Σπύρος Αρταβάνης Τσάκωνας, και ο Άγγελος Χανιώτης. Οπως αναφέρει η «Καθημερινή», οι δύο παραιτηθέντες είναι Έλληνες επιστήμονες με λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό οι οποίοι ανέλαβαν ρόλο στο ΕΣΕΤΕΚ που αποτελεί το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας σε ότι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την έρευνα την τεχνολογία και την ανάπτυξη της καινοτομίας με στόχο να προσφέρουν στη χώρα.

Μιλώντας στην εφημερίδα, ο κ. Αρταβάνης, που είχε αναλάβει τη θέση του προέδρου το 2019, ανέφερε ότι το υπάρχουν πλαίσιο λειτουργίας του ΕΣΕΤΕΚ δεν λειτουργεί. «Βάζουμε σφραγίδες και νομιμοποιούμε δευτερεύοντα πράγματα. Αν δε φύγει το ΕΣΕΤΕΚ από την αρμοδιότητα του Υπουργείου Ανάπτυξης και δεν λειτουργεί σαν ένα όργανο που να σχεδιάζει και να συμβουλεύει κατευθείαν τον πρωθυπουργό για την έρευνα δεν κάνουμε τίποτα. Υπάρχει πολυδιάσπαση της έρευνας μεταξύ των υπουργείων όπως και των κονδυλίων. Δεν υπάρχει χάραξη στρατηγικής στον τομέα της έρευνας. Προσπάθησα κοντά πέντε χρόνια», πρόσθεσε ο κ. Αρταβάνης. «Όλοι μιλούν για startups και καινοτομία αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι μητέρα των startups είναι η βασική έρευνα στις τεχνολογίες αιχμής».

Από την πλευρά του ο Άγγελος Χανιώτης, που έγινε μέλος του ΕΣΕΤΕΚ πριν 2,5 χρόνια, στην επιστολή παραίτησής του αναφέρει: «Είχα την προσδοκία ότι η πολυετής εμπειρία μου από τη συμμετοχή μου σε ανώτατα συμβούλια έρευνας και από τη διαχείριση ερευνητικών προγραμμάτων πολλών εκατομμυρίων θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στην καλύτερη οργάνωση και ανάπτυξη της έρευνας και στην πατρίδα μου. Δυστυχώς αυτή η προσδοκία δεν επαληθεύτηκε. Δεν είχα βέβαια την απαίτηση η κυβέρνηση να αποδεχθεί τις εισηγήσεις του ΕΣΕΤΕΚ αλλά την ελπίδα ότι το αρμόδιο υπουργείο θα ενδιαφερόταν για μια στοιχειώδη ανταλλαγή απόψεων, θα ανταποκρινόταν είτε θετικά είτε αρνητικά στις εισηγήσεις του και εν πάση περιπτώσει δεν θα το αντιμετώπισε με παγερή αδιαφορία».

»Αναφέρω ως παραδείγματα την επί μήνες σιγή του υπουργείου στην πρόταση επιβράβευσης 10 ερευνητικών ιδρυμάτων λόγω αριστείας, μετά από χρονοβόρα αξιολόγηση και το γεγονός ότι το ΕΣΕΤΕΚ πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες σημαντικές αποφάσεις για την οργάνωση της έρευνας στον κρίσιμο τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Είμαι πλέον πεπεισμένος ότι το ΕΣΕΤΕΚ δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό ρόλο στη στρατηγική της έρευνας στην Ελλάδα και ο ρόλος του περιορίζεται στο να προτείνει επιτροπές για εκλογές διευθυντών ινστιτούτων και αξιολογητές για αξιολογήσεις που στη συνέχεια θα αγνοηθούν», καταλήγει ο κ. Χανιώτης

«Η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει …»

O Πέτρος Κουμουτσάκος, πρόεδρος του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Χάρβαρντ, έστειλε στο υπουργείο Ανάπτυξης την επιστολή της παραίτησής του από το ΕΣΕΤΕΚ. Tο δεκαπενταμελές ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογία και την ανάπτυξη της καινοτομίας, συγκροτήθηκε το 2019 και το 2020 τη θέση του προέδρου ανέλαβε ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας.

«Ο Σπύρος έφτιαξε μια εκπληκτική ομάδα. Ομως πέρα από τα δομικά προβλήματα, πέρα από τις αξιολογήσεις μας που δεν λαμβάνονταν υπόψη για τις χρηματοδοτήσεις των ερευνητικών κέντρων, καταλήξαμε να υπογράφουμε αιτήσεις και να περιμένουμε μήνες για μια υπογραφή. Η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι η έρευνα μπορεί να φέρει στη χώρα περισσότερα χρήματα από όσα ο τουρισμός και να συμβάλει στο να “φτιάξουμε” νέους ανθρώπους που θα δημιουργήσουν το αύριο του τόπου. Δυστυχώς, η βασική έρευνα στην Ελλάδα δεν αμείβεται. Οσοι ασχολούνται με αυτήν παίρνουν μισθούς πείνας. Χωρίς κίνητρα πώς να αναπτυχθεί; Επιπλέον, συνήθως δεν χαίρει εκτίμησης, συχνά μάλιστα πολεμιέται μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια. Και τα κίνητρα δεν είναι μόνο οικονομικά, είναι και ψυχολογικά», λέει στην «Κ» ο κ. Κουμουτσάκος.

Ηχηρές παραιτήσεις λόγω αδιαφορίας για την έρευνα

Οι ηχηρές παραιτήσεις των διακεκριμένων επιστημόνων του εξωτερικού –σύμφωνα με τις πληροφορίες μας επίκεινται και άλλες– εξακολουθούν να προκαλούν αναταράξεις, εντός και εκτός Ελλάδας. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει βασική έρευνα στην Ελλάδα;

«Υπάρχουν δεκάδες λόγοι που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη βασική έρευνα στη χώρα μας, από την πενιχρή χρηματοδότηση και τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία έως την έλλειψη ενός ουσιαστικού εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού. Ωστόσο, η ρίζα αυτής της αδυναμίας έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν αναγνωρίζει την αξία της. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1915, όταν ο Γεώργιος Παπανικολάου διαπίστωνε με πικρία ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν εκτιμά τους επιστήμονες αλλά αντίθετα, τους θεωρεί από άχρηστους έως και επικίνδυνους», επισημαίνει ο Νίκος Κυρπίδης, επικεφαλής του Τμήματος Επιστήμης Δεδομένων του Μικροβιώματος και διευθυντής του Προγράμματος Προκαρυωτικής Βιολογίας στο Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Berkeley των ΗΠΑ.

«Ομως η βασική έρευνα δεν είναι πολυτέλεια. Χώρες που επένδυσαν σε αυτήν, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν δημιουργήσει πανίσχυρες οικονομίες βασισμένες στη γνώση. Η Ελλάδα πρέπει να δει την επιστήμη ως επένδυση για το μέλλον της, εξίσου ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της με την εθνική της άμυνα».

Ο Ευθύμιος Καξίρας, καθηγητής Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Φυσικής και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ συμφωνεί ότι δεν έχει εμπεδωθεί στην Ελλάδα πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος της έρευνας στην ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας και, επομένως, πόσο σημαντικό είναι να οργανωθεί σωστά σε εθνικό επίπεδο και σε βάθος χρόνου.

«Το τραγικό στην περίπτωσή μας είναι ότι οι δυνατότητές μας είναι μεγάλες. Μυαλά υπάρχουν! Αλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία, πρέπει να τα εισάγουν. Τι μπορεί να γίνει; Ενας φορέας –υπουργείο ή οργανισμός– που θα θέτει μακροπρόθεσμους στόχους και θα επιμελείται την επίτευξή τους, εποπτεύοντας τα ιδρύματα. Ιδανικά, η ηγεσία του πρέπει να έχει χαρακτήρα διαχρονικό, να μην επηρεάζεται από τις αλλαγές κυβερνήσεων ή υπουργών. Ονειρα θερινής νυκτός; Ισως. Αλλά αν δεν ονειρευτούμε σωστές λύσεις τώρα που η κρίση στον χώρο μας απαιτεί δραστικές αλλαγές, τότε πότε;».

«Ατμομηχανή» προόδου

Για τη Χριστίνα Κουλούρη, πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του ΕΣΕΤΕΚ, το πρόβλημα προέρχεται «από την κυρίαρχη ωφελιμιστική αντίληψη της γνώσης, που ερμηνεύει στρεβλά τη χρησιμότητα μιας έρευνας της οποίας τα αποτελέσματα δεν φαίνεται να έχουν άμεση εφαρμογή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα διεξαγωγής έρευνας σε τομείς των ανθρωπιστικών αλλά και των θετικών επιστημών (Μαθηματικά, Φυσική) που δεν έχουν πρακτική χρησιμότητα», τονίζει στην «Κ».

«Το ελληνικό κράτος δεν έχει πεισθεί για τη σημασία της βασικής έρευνας, αντιλαμβανόμενο με λάθος όρους την καινοτομία, ορίζοντάς την δηλαδή με στενά οικονομικά κριτήρια αγοράς. Ωστόσο, πραγματική καινοτομία παράγεται μόνο μέσα από την πρωτότυπη επιστημονική σκέψη που είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης και της προόδου κάθε χώρας».

Θα επέστρεφαν, αν…

Για παρερμηνείες σχετικά με τον καθοριστικό ρόλο της έρευνας μιλάει ο Γιώργος Παππάς, καθηγητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Συστημάτων και αντιπρύτανης έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. «Συχνά η βασική επιστήμη θεωρείται πολυτέλεια στην Ελλάδα, αλλά οι χώρες που την υποτιμούν δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν σε τομείς υψηλής τεχνολογίας. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια εθνική στρατηγική που θα ενσωματώνει τη βασική έρευνα, την εφαρμοσμένη έρευνα και την καινοτομία ως αλληλένδετα μέρη ενός ενιαίου οράματος. Η υλοποίηση αυτού του οράματος απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια: στοχευμένες επενδύσεις, υποστηρικτικές πολιτικές και συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας, βιομηχανίας και κυβέρνησης».

Για τον Αργύρη Ευστρατιάδη, ομότιμο καθηγητή Γενετικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και συνεργαζόμενο ερευνητή του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, η έρευνα που γεννά εφαρμογές και φέρνει ανάπτυξη είναι η βασική έρευνα.

«Αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση για άμεση αλλαγή νοοτροπίας και σοβαρή επένδυση, θα χάσουμε το τρένο την ώρα που η συσσώρευση γνώσης στις βασικές βιολογικές επιστήμες και οι βιοτεχνολογικές εφαρμογές της αυξάνονται ακατάπαυστα με ιλιγγιώδη ρυθμό σε παγκόσμια κλίμακα», επισημαίνει.

«Υποδομές και μυαλά υπάρχουν. Εκείνο που δεν υπάρχει και απαιτείται άμεσα είναι η οργάνωση και ο στρατηγικός σχεδιασμός. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν κρίσιμες μάζες ερευνητών σε συμπληρωματικά πεδία βασικής έρευνας. Να καλλιεργηθούν γόνιμες συνεργασίες των βιοεπιστημόνων με βιοτεχνολογικές εταιρείες και με τη φαρμακοβιομηχανία. Να επιδιωχθεί με εστιασμένη προσπάθεια (και κίνητρο την κατάργηση φορολόγησης δωρεών) η εξεύρεση πόρων χρηματοδότησης από κοινωφελή ιδρύματα και από ιδιωτική πρωτοβουλία, που θα προστεθούν στους πόρους που διαθέτουν η πολιτεία και η Ευρωπαϊκή Eνωση. Να γίνονται επιχορηγήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, όχι όπως τώρα χωρίς προγραμματισμό. Να παταχθεί δραστικά η υδροκεφαλική γραφειοκρατία που αποτελεί τροχοπέδη για την έρευνα».

Κοινός παρονομαστής στις απαντήσεις των διακεκριμένων επιστημόνων με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» είναι το διαχρονικό έλλειμμα στήριξης της βασικής έρευνας από την ελληνική πολιτεία. «Δεν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια ερευνητικής πολιτικής. Ενώ δαπανώνται σημαντικά ποσά σε διάφορες ερευνητικές ή συνδεδεμένες με την έρευνα δραστηριότητες, δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός. Οι προσπάθειες συνήθως εξαντλούνται σε χρηματοδότηση φαινομενικά “χρησιμοθηρικών” ερευνητικών προγραμμάτων, χωρίς όμως, τις περισσότερες φορές, να έχει προηγηθεί αξιοκρατική αξιολόγηση και, το σημαντικότερο, αποτίμηση του αποτελέσματος αυτών των δράσεων», όπως εξηγεί ο Νεκτάριος Ταβερναράκης, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας.

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα είναι η πιο παγκοσμιοποιημένη ανθρώπινη δραστηριότητα, αν η χώρα μας δε μετέχει στο παγκόσμιο ερευνητικό γίγνεσθαι, είναι καταδικασμένη να παραμείνει ουραγός και να περιοριστεί σε ρόλο χρήστη τεχνολογίας που θα αναπτύσσεται αλλού…»

Ατροφική συνιστώσα

Στο ΕΣΕΤΕΚ δεσπόζει το «Κ», η Καινοτομία. Ομως, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες παραιτήσεις, δεν έχει εμπεδωθεί ότι η βασική έρευνα είναι εκείνη που κατά κύριο λόγο υπηρετεί την Καινοτομία. «Διαφορετικά, θα είχε υψηλή προτεραιότητα στη χάραξη ερευνητικής πολιτικής και δεν θα ήταν ο “φτωχός συγγενής” και η πλέον ατροφική συνιστώσα στο ελληνικό οικοσύστημα έρευνας-καινοτομίας», λέει ο Ανδρέας Μπουντουβής, καθηγητής της Σχολής Χημικών Μηχανικών και τέως πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

«Η χρηματοδότηση για την έρευνα στη χώρα μας είναι ισχνή αλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αποδοτική. Δεν είναι, όμως, κυρίως λόγω κατακερματισμού του ερευνητικού χώρου, ασυνέχειας, ανορθολογισμού και έλλειψης σχετικής παράδοσης. Συνακόλουθα, πλήττεται ισχυρά η βασική έρευνα γιατί αποδίδει μακροπρόθεσμα έναντι βραχυ/μεσοπρόθεσμων προτιμήσεων αλλά και γιατί χάνει από την έλλειψη βαθιάς αξιοκρατίας, ουσιαστικά ανταγωνιστικής αξιολόγησης προτάσεων καθώς και στοχευμένης υποστήριξης ομάδων αριστείας. Το ΕΣΕΤΕΚ θα μπορούσε να προτάξει την ενίσχυσή της. Αλλά διολίσθησε σε συμβούλιο-σφραγίδα λόγω εξάρτησης από την κυβερνητική γραφειοκρατία».

Χαμηλά η Ελλάδα στον τομέα της καινοτομίας

«Η έρευνα είναι ακριβή και χρειάζεται χρόνο για να επιτύχει, επομένως δεν προσφέρεται για πολιτική σκοπιμότητα, πόσο μάλλον σε μια χώρα που δεν την θεωρεί προτεραιότητα», θέτει μια άλλη παράμετρο ο Νικόλας Κτιστάκης, ερευνητής α΄ βαθμίδας στο Ινστιτούτο Babraham και το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.

«Επίσης, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή της, αντί ενός ανεξάρτητου χρηματοδοτικού οργανισμού με καλό προϋπολογισμό και σταθερές προκηρύξεις ερευνητικών προγραμμάτων, στην Ελλάδα έχουμε παντού διάσπαρτα μικρά και μεσαία κονδύλια που συνήθως σπαταλώνται με κομματικά και άλλα κριτήρια. Τα περισσότερα υπουργεία διαχειρίζονται δικά τους κονδύλια χωρίς κεντρικό προγραμματισμό. Τελευταία ακούω ότι και οι περιφέρειες κάνουν το ίδιο με τρόπο που γεννά πολλά ερωτηματικά».

Εχέγγυο ανάπτυξης

«Tα καθοριστικά βήματα σε κάθε ερευνητική προσπάθεια είναι πρώτον μια καλή ιδέα και δεύτερον η απόδειξη ότι αυτή η ιδέα “στέκει” – κάτι που θα οδηγήσει στην υλοποίησή της. Σε ό,τι αφορά τις ιδέες, όλες οι χώρες του δυτικού κόσμου ξεκινούν από την ίδια σχεδόν αφετηρία και με τις ίδιες προϋποθέσεις, γιατί τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είναι παρόμοια. Διαφέρουν στην υλοποίηση, στο οικοσύστημα που αξιοποιεί τα επιστημονικά ταλέντα και τους προσφέρει τις υποδομές ώστε να ερευνούν και να αντεπεξέρχονται στον διεθνή ανταγωνισμό. Εκεί υστερεί η Ελλάδα», δίνει τη δική της εξήγηση η Ελίζα Κονοφάγου, καθηγήτρια Βιοϊατρικής Μηχανικής και Ραδιολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Υπερήχων και Ελαστικής Απεικόνισης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.

Τι θα μπορούσε να γίνει προς μια θετική κατεύθυνση; «Κατ’ αρχάς η έρευνα να είναι παντελώς ανεπηρέαστη από την πολιτική και να υπάρχει ένας οργανισμός που θα δίνει χρηματοδοτήσεις με αξιοκρατικό τρόπο και με σταθερό προϋπολογισμό εκτός των υπουργείων, χωρίς οι κυβερνήσεις να μπορούν να τον αλλάζουν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εχέγγυο για την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και εφαλτήριο για ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές».

Ο κύκλος των απόψεων κλείνει όπως άρχισε: με τον άρτι παραιτηθέντα από το ΕΣΕΤΕΚ Πέτρο Κουμουτσάκο. «Δεν νιώθω θυμό, ούτε απογοήτευση. Οσο κι αν φανεί περίεργο, αισθάνομαι αισιοδοξία. Η πιο σκοτεινή ώρα είναι πριν από την ανατολή. Είναι μια ευκαιρία να σπάσει το απόστημα και να γεννηθεί κάτι καινούργιο. Πολλοί Ελληνες του εξωτερικού είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε. Φτάνει να γίνουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές και να υπάρξει πολιτική βούληση».

neostrategy.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις