Η Ολομέλεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών έκρουσε το «καμπανάκι» στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η διαμάχη των δικηγόρων με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΝΔΕ). Με φόντο τις παρεμβάσεις και τις σκληρές τοποθετήσεις της ΕΝΔΕ για τις συμπεριφορές δικηγόρων εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών, η Ολομέλεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών έκρουσε το πρωί της Δευτέρας (22/12) το «καμπανάκι» στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Σε συνέντευξη Τύπου με θέμα τα «αγκάθια» στις σχέσεις δικαστών και δικηγόρων, ο απερχόμενος πρόεδρος της Ολομέλειας, Δημήτρης Βερβεσός, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στη δυσάρεστη θέση σε μια γιορτινή ημέρα, να αναπτύξουμε και να απαντήσουμε ζητήματα που έχει θέσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και για τις σχέσεις γενικότερα δικαστών-δικηγόρων με αφορμή τις τελευταίες ανακοινώσεις που έχουν διαμειφθεί».

Όπως σημείωσε στην τοποθέτησή του, «έρχεται η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και μας προτείνει σήμερα, ως μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος με πέντε δικηγόρους, από τους χιλιάδες, να αφαιρείται η υπόθεση από τον δικηγόρο για ανάλογη συμπεριφορά και να αποβάλλεται από την αίθουσα παρουσία αστυνομικής δύναμης». «Η ανεξαρτησία, των δικηγορικών συλλόγων, η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπρέπειας, για εμάς είναι ζητήματα σημαντικά και αδιαπραγμάτευτα. Και δεν μπορεί για πέντε συμπεριφορές, να ζητείται συνολικά η αλλαγή του συστήματος απονομής πειθαρχικής δικαιοσύνης στους δικηγόρους», πρόσθεσε ο Δημήτρης Βερβεσός. Όπως σημείωσε «για εμάς αυτό είναι η κόκκινη γραμμή που μας χωρίζει με την απέναντι πλευρά. Και αυτό μας ενόχλησε περισσότερο».

«Κίνδυνος παραγραφής»

Επιπλέον, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «αυτή τη στιγμή κινδυνεύουν να παραγραφούν υποθέσεις στον Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο επειδή το υπουργείο Δικαιοσύνης ή ο Άρειος Πάγος δεν έχει συγκροτήσει ακόμα τη σύνθεση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου δικηγόρων».

Ο κ. Βερβεσός τόνισε επίσης ότι «οι δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο». Μεταξύ άλλων, σημείωσε, δε, ότι «ακούγεται κάτι για πόλεμο (σ.σ. με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων), αλλά έχουμε στηρίξει προσφάτως τους δικαστικούς λειτουργούς απέναντι σε αθέμιτες παρεμβάσεις της ηγεσίας των Ανώτατων δικαστηρίων».

«Εκατοντάδες καταδίκες της Ελλάδας»

Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του έκανε λόγο για «εκατοντάδες καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπινών Δικαιωμάτων» για τις οποίες «η χώρα υποχρεώθηκε και κατά επέκταση οι Έλληνες πολίτες φορολογούμενοι να καταβάλουν τεράστια ποσά σε διαδίκους για παραβιάσεις». «Αυτοί οι δικαστές που εξέδωσαν τις σχετικές αποφάσεις δεν έχουν υποστεί καμία κύρωση ούτε πειθαρχική ούτε άλλη στα πλαίσια της αστικής ευθύνης γιατί έχουν έκθετη τη χώρα και είμαστε τρίτοι μετά την Ιταλία και την Τουρκία σε καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο», πρόσθεσε ο κ. Βερβεσός.

Να σημειωθεί ότι στη συνέντευξη Τύπου συμμετείχαν επίσης οι Ηλίας Κλάππας (πρόεδρος δικηγορικού συλλόγου Πειραιά), Ανδρέας Κουτσόλαμπρος (νέος πρόεδρος ΔΣΑ) και Βασίλης Χειρδάρης (νομικός σύμβουλος της Ολομέλειας).

 

Στη Συνέντευξη Τύπου αναδείχθηκαν τα ακόλουθα ζητήματα:

Ι. Στήριξη των δικαστικών λειτουργών για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

Το δικηγορικό σώμα στήριξε τους δικαστικούς λειτουργούς έναντι των πολλαπλών παρεμβάσεων της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στη Δικαιοσύνη σε σειρά περιπτώσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Εξέδωσε την 26.3.2025 Ανακοίνωση της ΣΕ: «Σφοδρή αντίδραση της ΣΕ της Ολομέλειας για την παρέμβαση της Προέδρου του Α.Π.»

Κατέθεσε Πειθαρχική Αναφορά την 7.4.2025 στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τις παρεμβάσεις της Προέδρου του Αρείου Πάγου.

Συνδιοργάνωσε με την ΕΝΔΕ Διεθνή επιστημονική ημερίδα με θέμα «Η δικαστική ανεξαρτησία ως επιταγή του Κράτους Δικαίου και σκληρός πυρήνας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη» (28.4.2018)

ΙΙ. Πειθαρχική διερεύνηση αναφορών κατά δικηγόρων

Οι περιπτώσεις δικηγόρων, στις οποίες αναφέρεται ο Πρόεδρος της ΕνΔΕ για φερόμενα πειθαρχικά αδικήματα που τελέστηκαν από αυτούς σε ακροατήρια δικαστηρίων, δεν περιήλθαν – πλην 2 μεμονωμένων εξαιρέσεων (Βόλου , Λαμίας) – στα Πειθαρχικά Συμβούλια, μέσω της προβλεπόμενης από το άρθρο 306 ΚΠΔ και 155 ΚΔ νόμιμης οδού (αποστολή πρακτικών δίκης ή σχετικής Έκθεσης) αλλά μέσω Δελτίων Τύπου και Ανακοινώσεων της ΕνΔΕ.

Παρ’ όλα αυτά, και ασχέτως του τρόπου με τον οποίο λάβαμε γνώση, τα μεμονωμένα περιστατικά συμπεριφορών δικηγόρων που τέθηκαν υπόψη των Πειθαρχικών μας οργάνων διερευνήθηκαν ή διερευνώνται από αυτά και συγκεκριμένα έχει διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατ’ άρθρον 152 Κώδικα Δικηγόρων, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Σημειωτέον ότι ο Πρόεδρος του ΔΣΑ δεν είχε αρμοδιότητα πειθαρχικής διερεύνησης, την οποία έχει ο Πρόεδρος των Πειθαρχικών Συμβουλίων, ο οποίος και την άσκησε.

Περαιτέρω, τα Πειθαρχικά Συμβούλια στις περιπτώσεις που έχουν διαπιστώσει την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων έχουν επιβάλει πειθαρχικές ποινές σε δικηγόρους,  που έχουν φτάσει μέχρι και την οριστική  διαγραφή (ενδ. διαγραφή μέλους του ΔΣΑ για ναζιστικό χαιρετισμό στο ακροατήριο δικαστηρίου, πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης δικηγόρου για 6 μήνες, η οποία μειώθηκε στον 1 μήνα από το Ανώτατο Πειθαρχικό, με κατά πλειοψηφία απόφαση, στην οποία πλειοψηφία μετείχαν (και) ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί).

IΙΙ. Αρχειοθέτηση αναφορών δικηγόρων κατά δικαστικών λειτουργών

Η ΕνΔΕ παραλείπει να ενημερώσει για την πειθαρχική κατά κόρον αρχειοθέτηση αναφορών δικηγόρων κατά δικαστικών λειτουργών για ολοένα και αυξανόμενες επιλήψιμες συμπεριφορές τους, ιδίως έναντι νέων και γυναικών δικηγόρων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε διάφορα δικαστήρια της Χώρας.

Επίσης, αγνοεί τις εκατοντάδες καταδίκες της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση της ΕΣΔΑ και για τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας και κατ’ επέκταση οι πολίτες να καταβάλλουν τεράστια ποσά σε διαδίκους.

Εύλογα τίθενται τα ερωτήματα:

– Ποια ήταν η στάση της ΕΝΔΕ όταν συγκεκριμένοι δικαστές απομάκρυναν, με αστυνομική δύναμη, εκπροσώπους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δικηγόρους, κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και πρόσφατα όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά δύο δικηγόρων, ένας εκ των οποίων Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου, κατά την εκτέλεση επίσης του λειτουργήματός τους;

– Ποια ήταν η στάση της σε πλειάδα περιπτώσεις απρεπών και ονειδιστικών συμπεριφορών σε βάρος νέων δικηγόρων, γυναικών δικηγόρων και δη εγκυμονουσών που έλαβαν (και δυστυχώς συνεχίζουν να λαμβάνουν) χώρα στα δικαστήρια όλης της χώρας;

– Ποια ήταν η στάση της απέναντι στην εκδίκαση υποθέσεων ερήμην των κατηγορουμένων επειδή οι συνθέσεις δεν σεβάστηκαν τη γνωστή απόφαση της Ολομέλειας για τη 2 η διακοπή και δίκασαν χωρίς δικηγόρους, οι δε συνάδελφοι Νομικής Βοήθειας που αρνήθηκαν να παραλάβουν τους διορισμούς τους σεβόμενοι την απόφαση της Ολομέλειας παραπέμφθηκαν για απείθεια.

  1. Αντίθεση στην ΕΣΔΑ της προτάσεως της ΕΝΔΕ για αφαίρεση υποθέσεως από δικηγόρο επιλογής του διαδίκου Η πρόταση της ΕνΔΕ για αφαίρεση υποθέσεων από Δικηγόρους για συμπεριφορές τους ενώπιον  δικαστηρίου είναι αντίθετη με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής δικηγόρου από τους διαδίκους (απόφαση Dvorski κατά Κροατίας της 20.10.2025, Elif Nazan Şeker κατά Τουρκίας της 8.3.2022, Salduz κατά Τουρκίας (27.11.2008) , Dayanan κατά Τουρκίας (13.10. 2009), Yeşilkaya κατά Τουρκίας (8.12.2009), Pakshayev κατά Ρωσίας (13.3.2014).

Επί της πρότασης της ΕΝΔΕ για αντικατάσταση των δικηγόρων στα Πειθαρχικά Συμβούλια από Δικαστές

1. Ανεξαρτησία Πειθαρχικών Συμβουλίων

Τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικηγόρων εκδικάζονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια, τα οποία σε πρώτο βαθμό συγκροτούνται από δικηγόρους με δεκαπενταετή υπηρεσία, που στη μεγάλη  πλειοψηφία τους διορίζονται με δημόσια κλήρωση στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι ανεξάρτητα όργανα, διακριτά  του Διοικητικού Συμβουλίου και υπόκεινται σε συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες ως προς τη λειτουργία και τη διαδικασία τους. Κατά συνέπεια, ούτε ο Πρόεδρος, ούτε το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου, μπορούν να παρέμβουν στη δικαιοδοτική τους κρίση.

2. Ενεργός συμμετοχή και δικαστών στα Πειθαρχικά Συμβούλια

Σημειώνεται ότι, ο Εισαγγελέας του ΑΠ δικαιούται να ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου,  κατά αποφάσεων  του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για εσφαλμένη ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου, είτε για λόγους ουσιαστικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Στη σύνθεση του ΑΠΣ μετέχει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ένας αρεοπαγίτης.

Οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, Πρωτοβάθμιων και Ανωτάτου, υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συνεπώς, η όλη πειθαρχική δικαιοδοσία για τα παραπτώματα δικηγόρων ασκείται, με την πολλαπλή και ενεργό συμμετοχή και δικαστικών λειτουργών.

Ας σημειωθεί ότι σε όλους τους επαγγελματικούς- επιστημονικούς Συλλόγους και ιδίως σε εκείνους που έχουν τη νομική μορφή ΝΠΔΔ σωματειακής μορφής τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών τους εκδικάζονται από Πειθαρχικά Συμβούλια που συγκροτούνται αποκλειστικά ή κατά πλειοψηφία από μέλη τους.

3. Αντίθεση στη Σύμβαση για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος.

Η πρόταση της ΕνΔΕ για την αντικατάσταση των δικηγόρων στα Πειθαρχικά Συμβούλια από Δικαστές παραβιάζει την αυτορρύθμιση του δικηγορικού επαγγέλματος και τον σκληρό πυρήνα της Διεθνούς Σύμβασης που υπέγραψε πρόσφατα η χώρα μας, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος.

VII. Δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγορικού σώματος για την άσκηση Δημόσιας κριτική της λειτουργίας της Δικαιοσύνης

Η δημόσια κριτική αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγόρου και των θεσμικών οργάνων του δικηγορικού σώματος και είναι επιβεβλημένη. Εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και σε λυσιτελή δικαστική προστασία και αποτελεί ταυτόχρονα απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας.

Κατοχυρώνεται τόσο στη Σύμβαση για την Προστασία του Επαγγέλματος του Δικηγόρου, όσο και στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (αποφάσεις Κατράμη κατά Ελλάδας της 6.12.2007, Αλφαντάκης κατά Ελλάδος της 11.2.2010)

Ως φαίνεται, ενοχλεί ιδιαίτερα η τεκμηριωμένη κριτική του δικηγορικού σώματος για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, για τις καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, για την ποιότητα συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων, για την αναποτελεσματικότητα του θεσμού της Επιθεώρησης, όπως και η επιδοκιμασία του νέου άρθρου 151 ν. 5221/2025 για τις κυρώσεις σε περιπτώσεις καθυστερήσεων εκ μέρους δικαστών.

Οι δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο. Και οι κρίνοντες, κρίνονται.

VIII. Πρόταση για θέσπιση του κοινού Κώδικα Δεοντολογίας

Η Ολομέλεια εμμένει στη θέση της για την ανάγκη αγαστής συνεργασίας μεταξύ λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης προς όφελος της Δικαιοσύνης και της Κοινωνίας. Τούτο όμως, προϋποθέτει τον αμοιβαίο σεβασμό, στο πλαίσιο του θεσμικού ρόλου ενός εκάστου.

Η θέσπιση του κοινού Κώδικα Δεοντολογίας, που θα διέπει τις μεταξύ μας σχέσεις, αποτελεί αναγκαιότητα, σήμερα παρά ποτέ.

Ι. Κοινές δράσεις με την ΕΝΔΕ για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

Η Ολομέλεια και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας έχουν συνδιοργανώσει και συμμετάσχει σε κοινές εκδηλώσεις με την ΕνΔΕ για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία δικαστικών λειτουργών

ΙΙ. Στήριξη των δικαστικών λειτουργών απέναντι στις αθέμιτες παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου Στηρίξαμε δικαστικούς λειτουργούς στις επιθέσεις που δέχθηκαν ιδίως από την ηγεσία του Αρείου Πάγου.

Θυμίζουμε:

την εντολή/παραγγελία της Προέδρου του Αρείου Πάγου, για τον έλεγχο δικαστικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Ρόδου, που είχε επιληφθεί υπόθεσης της εκεί Πολεοδομίας για το γεγονός ότι δεν διετάχθη η προσωρινή κράτηση των συλληφθέντων κατηγορουμένων

Τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας σε βάρος δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού για τις ενέργειές τους στο στάδιο της προδικασίας σε υπόθεση με κατηγορούμενο για ενδοοικογενειακή βία δικηγόρο, κατόπιν αιτήματος της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (βλ. το από 17.6.2024 Δελτίο Τύπου του Αρείου Πάγου)·

Τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας αναφορικά με την υπόθεση της ανθρωποκτονίας εντεκάχρονου παιδιού στην Ηλεία, για την ενδεχόμενη ευθύνη δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ως προς την προγηθείσα ποινική μεταχείριση του κατηγορούμενου σε άλλη, προηγούμενη, ποινική δίκη (βλ. το από

11.6.2024 Δελτίο Τύπου του Αρείου Πάγου)·

Την υπ’ αριθ. 2106/18.8.2023 εγκύκλιο οδηγία της Προέδρου του Αρείου Πάγου σχετικώς με την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινών διαταγών θιγέντων προσώπων επί καταλήψεων αιγιαλού και παραλίας·

Την υπ’ αριθ. 3028/10.12.2024 εγκύκλιο οδηγία της Προέδρου του Αρείου Πάγου σχετικώς με τη συμπεριφορά δικαστικών λειτουργών, η οποία φέρεται 1 να εκδόθηκε σε συνέχεια των δημόσιων αντιδράσεων επ’ αφορμή δίκης για απόπειρα βιασμού που έλαβε ευρεία δημοσιότητα 2 .

ΙΙΙ. Διερεύνηση αναφορών κατά δικηγόρων

Η πειθαρχική έρευνα, προϋποθέτει την αποστολή στα αρμόδια Πειθαρχικά

όργανα των Πρακτικών της δίκης ή Έκθεσης του δικάσαντος δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 336 ΚΠΔ και 155 ΚΔ, μη αρκούντων Δελτίων Τύπου ή αναφορών της ΕνΔΕ.

Οι περιπτώσεις συναδέλφων, στις οποίες αναφέρεται ο Πρόεδρος της ΕνΔΕ για φερόμενα πειθαρχικά αδικήματα που τελέστηκαν από αυτούς σε ακροατήρια, δεν περιήλθαν – πλην (2) μεμονωμένων εξαιρέσεων (Βόλου, Λαμίας) – στα Πειθαρχικά Συμβούλια, μέσω της προβλεπόμενης από το άρθρο 306 ΚΠΔ νόμιμης οδού (αποστολή πρακτικών δίκης ή έστω αναφοράςτου Προέδρου του Δικαστηρίου) αλλά μέσω Δελτίων Τύπου και Ανακοινώσεων της ΕνΔΕ.

Σημειωτέον ότι, σε συνέχεια των άνω Δελτίων Τύπου, ζητήθηκε εγγράφως από τα  Πειθαρχικά Τμήματα προς τα αρμόδια δικαστήρια η  αποστολή πρακτικών δίκης ή αναφοράς για τα συγκεκριμένα περιστατικά , στο πλαίσιο του σχετικού πειθαρχικού ελέγχου, και επ’ αυτών μόνο τα ως άνω πρακτικά (Βόλου, Λαμίας) εστάλησαν.

Στη μεν υπόθεση της Λαμίας εστάλησαν χωρίς εντοπισμό των πειθαρχικά επιλήψιμων συμπεριφορών, όπως αποτυπώνονται στα πρακτικά (απλώς εστάλησαν συλλήβδην το σύνολο των πρακτικών). – Στη δε υπόθεση του Βόλου δεν έχει ακόμα (11 μήνες μετά το περιστατικό) ολοκληρωθεί η ποινική προκαταρκτική εξέταση για το αυτό περιστατικό, και εκ του λόγου αυτού καθυστερεί η πειθαρχική διερεύνηση (καθώς η ποινική κρισιολόγηση είναι κρίσιμη για την πειθαρχική αξιολόγηση). Σημειωτέον ότι ουδεμία κριτική ασκήθηκε από την ΕΝΔΕ στους εισαγγελικούς λειτουργούς που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση.

– Ας σημειωθεί μάλιστα ότι και στις δύο περιπτώσεις οι αναφορές εστάλησαν αναρμοδίως στην Αθήνα, ενώ τοπικά αρμόδια ήταν τα πειθαρχικά όργανα Λαμίας και Λάρισας αντίστοιχα, πράγμα που βεβαίως γνωρίζει η ΕΝΔΕ και ο Πρόεδρός της.

– Στις υπόλοιπες υποθέσεις δεν εστάλησαν αρμοδίως πρακτικά της Δίκης (υπόθεση Αγίων Αναργύρων κ.λπ.).

Παρ’ όλα αυτά, και ασχέτως του τρόπου με τον οποίο λάβαμε γνώση, τα μεμονωμένα περιστατικά συμπεριφορών δικηγόρων που τέθηκαν υπόψη των Πειθαρχικών μας οργάνων διερευνήθηκαν ή διερευνώνται από αυτά και συγκεκριμένα έχει διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατ’ άρθρον 152 Κώδικα Δικηγόρων, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Διευκρινίζεται ότι ο Πρόεδρος του ΔΣΑ δεν είχε αρμοδιότητα πειθαρχικής διερεύνησης, την οποία έχει ο Πρόεδρος των Πειθαρχικών Συμβουλίων, ο οποίος και την άσκησε.

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια στις περιπτώσεις που διαπίστωσαν την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων έχουν επιβάλει πειθαρχικές ποινές σε δικηγόρους,  που έχουν φτάσει μέχρι και την οριστική  διαγραφή.

Να υπενθυμίσουμε ενδεικτικά τη διαγραφή μέλους του ΔΣΑ για ναζιστικό χαιρετισμό στο ακροατήριο δικαστηρίου,  την ίδια  στιγμή  που η σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου δεν προέβη ούτε σε αποστολή αναφοράς στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατ’ άρθρο 306 ΚΠΔ, ούτε κίνησε την προβλεπόμενη ποινική διαδικασία σε βάρος του.

Επίσης σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσης δικηγόρου για 6 μήνες, η ποινή μειώθηκε στον 1 μήνα από το Ανώτατο Πειθαρχικό, με απόφαση κατά πλειοψηφία στην οποία μετείχαν και οι συμμετέχοντες ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ενώ στην υπόθεση κατέθεσε υπέρ του δικηγόρου πρώην Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.

IV. Αρχειοθέτηση αναφορών δικηγόρων κατά δικαστικών λειτουργών

Η ΕνΔΕ παραλείπει σκοπίμως να ενημερώσει για την πειθαρχική κατά κόρον αρχειοθέτηση αναφορών δικηγόρων κατά δικαστικών λειτουργών (βλ. ενδ. υπόθεση Ρόδου, εγκιβωτισμένης στην ΕΥΠ Εισαγγελέως κ.λπ.) για ολοένα και αυξανόμενες συμπεριφορές τους, ιδίως έναντι νέων και γυναικών δικηγόρων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε διάφορα δικαστήρια της Χώρας.

Επίσης στις εκατοντάδες καταδίκες της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση της ΕΣΔΑ και για τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας και κατ’ επέκταση οι πολίτες να καταβάλλουν τεράστια ποσά σε διαδίκους, δεν γνωρίζουμε εάν οι δικαστές που εξέδωσαν τις σχετικές αποφάσεις υπέστησαν κάποια κύρωση, πειθαρχική ή άλλη ή συνέχισαν ευδοκίμως- προαγόμενοι την υπηρεσία τους.

Ερωτάται:

-Ποια ήταν η στάση της ΕνΔΕ όταν τα αρμόδια όργανα του Αρείου Πάγου απέπεμψαν από δικαστικό σώμα 30 περίπου δικαστικούς λειτουργούς για υπέρμετρες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων.

– Ποια ήταν η στάση του όταν συγκεκριμένοι δικαστές απομάκρυναν, με αστυνομική δύναμη, εκπροσώπους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δικηγόρους, κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και πρόσφατα όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά δύο δικηγόρων, ένας εκ των οποίων Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου, κατά την εκτέλεση επίσης του λειτουργήματός τους.

– Ποια ήταν η στάση του σε δεκάδες περιπτώσεις απρεπών και ονειδιστικών συμπεριφορών σε βάρος νέων δικηγόρων, γυναικών δικηγόρων και δη εγκυμονουσών που έλαβαν (και δυστυχώς συνεχίζουν να λαμβάνουν) χώρα στα δικαστήρια όλης της χώρας (π.χ άρνηση χορήγησης αναβολής σε έγκυο συνάδελφο).

– Ποια ήταν η στάση της ΕΝΔΕ απέναντι στην εκδίκαση ερήμην κατηγορουμένων επειδή οι συνθέσεις δεν σεβάστηκαν τη γνωστή απόφαση της Ολομέλειας για τη 2 η διακοπή και δίκασαν χωρίς δικηγόρους, παρέπεμψαν δε για απείθεια τους συναδέλφους Νομικής Βοήθειας που αρνήθηκαν να παραλάβουν τους διορισμούς τους σεβόμενοι την απόφαση της Ολομέλειας (βλ. υπόθεση Πυρήνων Φωτιάς).

V. Επί της προτάσεως της ΕΝΔΕ για αφαίρεση υποθέσεως από δικηγόρο επιλογής του διαδίκου – Αντίθεση στην ΕΣΔΑ

Η πρόταση της ΕνΔΕ για αφαίρεση υποθέσεων από Δικηγόρους για συμπεριφορές τους ενώπιον  δικαστηρίου είναι αντίθετη με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής δικηγόρου από τους διαδίκους.

Το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου κατά την ΕΣΔΑ

H πραγμάτωση των σκοπών του ουσιαστικού κράτους δικαίου, η ενάσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κοινωνών την κρίσιμη στιγμή που αυτά αμφισβητούνται εξαρτάται, από την αποτελεσματική αρωγή του δικηγόρου. Παράλληλα, οι δικονομικές, και οι εν γένει διαδικαστικού χαρακτήρα δικαιοκρατικές εγγυήσεις, ως διασφαλιστικές της ουσίας των δικαιωμάτων, διαφυλάσσονται από τον νομικό παραστάτη.

Το βασικό σημείο αναφοράς αποτελεί το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και προβλέπει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του, να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του και αν δεν διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα δικαιούται (υπό προϋποθέσεις) όπως του παρασχεθεί συνήγορος δωρεάν (άρθρο 6 § 3 περ. γ’ ΕΣΔΑ).

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει πλούσια νομολογία σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, υπογραμμίζοντας –ως θεμελιακή παραδοχή- τη «ζωτική θέση» του δικηγόρου στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ειδικότερα, έχει αποσαφηνίσει ότι το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου αφορά τόσο το στάδιο της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο (απόφαση Elif Nazan Şeker κατά Τουρκίας της 8.3.2022), όσο και το στάδιο της προδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομικής προανάκρισης (απόφαση Dvorski κατά Κροατίας της 20.10.2025).

Κατά πάγια νομολογία, από τη στιγμή που αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο ή προκύπτει από αποδείξεις ότι το πρόσωπο αυτό ενδέχεται να έχει τελέσει ποινικό αδίκημα και καθίσταται έτσι ύποπτο, αποκτά το δικαίωμα να ενημερώνεται για το σύνολο των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και να επιλέγει ελεύθερα συνήγορο. Στη θεμελιώδη απόφαση Salduz κατά Τουρκίας (27.11.2008) κρίθηκε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, καθώς ο κατηγορούμενος για συμμετοχή σε απαγορευμένη συγκέντρωση του PKK ομολόγησε κατά τη σύλληψή του ενώπιον των αστυνομικών αρχών την ενοχή του χωρίς την παρουσία δικηγόρου, η ομολογία του δε αυτή ελήφθη υπ’ όψιν για την καταδίκη του στη συνέχεια.

Στην απόφαση Dayanan κατά Τουρκίας (13.10. 2009) το Δικαστήριο προχώρησε ακόμη περισσότερο. Αποφάνθηκε ότι υπήρξε παραβίαση της ΕΣΔΑ λόγω του ότι δεν παρασχέθηκε κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης η δυνατότητα παρουσίας δικηγόρου, παρότι ο κατηγορούμενος (για συμμετοχή στη Χεζμπολάχ) κατά τη διάρκεια της κράτησής του και μέχρι τη δίκη του εσιώπησε και ουδέν ενοχοποιητικό ομολόγησε.

Ομοίως, στην απόφαση Yeşilkaya κατά Τουρκίας (8.12.2009) κρίθηκε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, καθώς ο κατηγορούμενος δεν είχε τη συνδρομή συνηγόρου κατά την προσωρινή κράτησή του και δεν πληροφορήθηκε κάν για το δικαίωμά του αυτό.

Η δυνατότητα του κατηγορουμένου να ανακαλέσει την προανακριτική του ομολογία σε ύστερο στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο για πρώτη φορά έχει εξασφαλιστεί η παρουσία συνηγόρου, δεν αναιρεί την τελεσθείσα παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Στην υπόθεση Pakshayev κατά Ρωσίας (13.3.2014) το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε χωρίς την παρουσία συνηγόρου, υπό την απειλή του ανακριτή ότι αν δεν ομολογούσε την τελεσθείσα ανθρωποκτονία θα έπεφτε θύμα βιασμού από συγκρατούμενούς του, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι στη δίκη ο κατηγορούμενος ανακάλεσε την ομολογία του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση Dvorski κατά Κροατίας (20.10.2015). Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση της αστυνομίας να επιτρέψει στον δικηγόρο που είχε διορισθεί από τους γονείς του προσφεύγοντος να τον εκπροσωπήσει, κατά την ανάκρισή του ως υπόπτου ανθρωποκτονίας, ένοπλης ληστείας και εμπρησμού σε αστυνομικό τμήμα. Ο προσφεύγων ομολόγησε τα αδικήματα μετά την ανάθεση της υπεράσπισής του σε συνήγορο που του πρότεινε η αστυνομία, ο οποίος (συνήγορος) ήταν πρώην διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η αστυνομία δεν είχε ενημερώσει τον προσφεύγοντα ούτε για τη ύπαρξη του δικηγόρου που προσέλαβε η οικογένειά του, ούτε για την παρουσία του τελευταίου δικηγόρου στο αστυνομικό τμήμα της Rijeka, όπου εκρατείτο. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο προσφεύγων ομολόγησε τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο, και η ομολογία του έγινε δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη του. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν μια δίκαιη δίκη.

Τυχόν επιβαλλόμενοι από το κράτος περιορισμοί στο δικαίωμα επιλογής συνηγόρου ελέγχονται αυστηρά. Κατά το ΕΔΔΑ, το δικαίωμα εν γένει πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να περιορισθεί μόνο για «επιτακτικούς» λόγους, ενώ το δικαίωμα επιλογής συγκεκριμένου δικηγόρου μπορεί να περιορισθεί (μόνο) εφόσον συντρέχουν «σχετικοί και επαρκείς» λόγοι. Κατά την αξιολόγηση τυχόν απαγόρευσης ως προς την επιλογή δικηγόρου, το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη μια σειρά παραγόντων, όπως τη φύση της διαδικασίας και την τυχόν εφαρμογή συγκεκριμένων επαγγελματικών κριτηρίων για δικηγόρους, τη δυνατότητα αμφισβήτησης από τον κατηγορούμενο της διαδικασίας ορισμού δικηγόρου από το δικαστήριο, την ηλικία του κατηγορούμενου, την αποτελεσματικότητα του διορισμένου από το δικαστήριο δικηγόρου, καθώς και το κατά πόσον ο κατηγορούμενος μπόρεσε να ασκήσει αποτελεσματικά όλα τα άλλα υπερασπιστικά του δικαιώματα (περί μη αυτονενοχοποίησης, κ.λπ.). Έτσι, λ.χ. έχει κριθεί ότι η άρνηση από το εθνικό δικαστήριο να δεχθεί την παράσταση του δικηγόρου της επιλογής του κατηγορούμενου, χωρίς αιτιολόγηση και ενημέρωση του τελευταίου, και ο ορισμός άλλου νομικού παραστάτη σε διαδικασία στην οποία ο κατηγορούμενος ήταν απών, έχει κριθεί ότι παραβίασε το άρθρου 6 παρ. 3 (γ) (ΕΔΔΑ, Lobzhanidze and Peradze κ. Γεωργίας, 27.2.2020). Σε κάθε περίπτωση η υπεράσπιση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι αποτελεσματική εν τοις πράγμασιν, επιτρέποντάς του έτσι να επηρεάσει την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας (Elif Nazan Şeker κατά Τουρκίας, 08.03.2022, παρ.50)

VI. Επί της πρότασης της ΕΝΔΕ για αντικατάσταση των δικηγόρων στα Πειθαρχικά Συμβούλια από Δικαστές

1. Πειθαρχικά συμβούλια δικηγόρων – ενεργός συμμετοχή και δικαστών

Τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικηγόρων εκδικάζονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια, τα οποία σε πρώτο βαθμό συγκροτούνται από δικηγόρους με δεκαπενταετή υπηρεσία, που στη μεγάλη  πλειοψηφία τους διορίζονται με δημόσια κλήρωση στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου.

Συνεπώς, οι Πειθαρχικοί Δικαστές δεν διορίζονται, κατά πλειοψηφία, από το Διοικητικό Συμβούλιο αλλά κληρώνονται.

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι ανεξάρτητα όργανα, διακριτά  του Διοικητικού Συμβουλίου και υπόκεινται σε συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες ως προς τη λειτουργία και τη διαδικασία τους.

Κατά συνέπεια, ούτε ο Πρόεδρος, ούτε το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου, μπορούν να παρέμβουν στη δικαιοδοτική τους κρίση.

Περαιτέρω, ο Εισαγγελέας του ΑΠ δικαιούται να ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου,  κατά αποφάσεων  του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για εσφαλμένη ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου, είτε για λόγους ουσιαστικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, στη σύνθεση του οποίου  μετέχει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ένας αρεοπαγίτης.

Τελικώς, οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, Πρωτοβάθμιων και Ανωτάτου, υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συνεπώς, η όλη πειθαρχική δικαιοδοσία για τα δικηγορικά παραπτώματα ασκείται, με την πολλαπλή και ενεργό συμμετοχή και δικαστών.

2. Παράλειψη δημοσίευσης ΦΕΚ συγκρότησης Ανωτάτου Πειθαρχικού

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει στο ΦΕΚ την πράξη συγκρότησης του Ανωτάτου Πειθαρχικού, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο παραγραφής υποθέσεων.

3. Άλλα πειθαρχικά όργανα

Ας σημειωθεί ότι σε όλους τους επαγγελματικούς- επιστημονικούς Συλλόγους και ιδίως σε εκείνους που έχουν τη νομική μορφή ΝΠΔΔ σωματειακής μορφής (ιατρών, οδοντιάτρων, μηχανικών, δημοσιογράφων κλπ) τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών τους εκδικάζονται από Πειθαρχικά Συμβούλια που συγκροτούνται αποκλειστικά ή κατά πλειοψηφία από μέλη τους και όχι από τρίτους.

4. Αντίθεση στη Σύμβαση για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος.

Η πρόταση της ΕνΔΕ για την αντικατάσταση των δικηγόρων στα Πειθαρχικά Συμβούλια από Δικαστές παραβιάζει την αυτορρύθμιση του δικηγορικού επαγγέλματος και τον σκληρό πυρήνα της Διεθνούς Σύμβασης που υπέγραψε πρόσφατα η χώρα μας, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος. Την άποψη αυτή επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο Άρειος Πάγος, ο οποίος, στο από 28.11.2025 Δελτίο Τύπου, θεώρησε ως επαρκές το υφιστάμενο σήμερα θεσμικό πλαίσιο για την πειθαρχική δικαιοδοσία των Δικηγορικών Συλλόγων

Η προάσπιση της ανεξαρτησίας και της αυτοτέλειας των δικηγορικών Συλλόγων, η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπρέπειας των δικηγόρων και το δικαίωμα σε αυτορρύθμιση είναι αδιαπραγμάτευτα.

Η Σύμβαση για την Προστασία του Επαγγέλματος του Δικηγόρου, (Convention for the protection of the Profession of Lawyer), που έλαβε χώρα σήμερα 13.5.2025 στο Λουξεμβούργο από κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα

Η Σύμβαση αναγνωρίζει τον θεμελιώδη ρόλο των δικηγόρων στην προάσπιση

του Κράτους Δικαίου, στη διασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και

στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως:

α) Κατοχυρώνει την ανεξαρτησία των δικηγορικών συλλόγων και τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα τους

β) Προστατεύει θεμελιώδη επαγγελματικά δικαιώματα του δικηγόρου, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης και απρόσκοπτης άσκησης του έργου του,

γ) Επιβάλλει στα κράτη τη λήψη συγκεκριμένων προστατευτικών μέτρων γιατους δικηγόρους

Ιδίως επισημαίνεται το άρθρο 4 παρ. 1, 2 της Σύμβασης που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι:

Άρθρο 4 – Επαγγελματικοί σύλλογοι

1. Τα Μέρη διασφαλίζουν ότι το εθνικό νομικό και κανονιστικό πλαίσιο εγγυάται ότι οι επαγγελματικοί σύλλογοι είναι ανεξάρτητοι, αυτοδιοικούμενοι φορείς. (…)

2. Τα Μέρη διασφαλίζουν ότι οι επαγγελματικοί σύλλογοι δύνανται:

(…) (δ) να καταρτίζουν επαγγελματικούς κανόνες δεοντολογίας και να προάγουν την τήρησή τους, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση·

VII. Δημόσια κριτική της λειτουργίας της Δικαιοσύνης από το δικηγορικό

σώμα

1. Δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγορικού σώματος

Η δημόσια κριτική αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγόρου και των θεσμικών οργάνων του δικηγορικού σώματος και είναι επιβεβλημένη.

Εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και σε λυσιτελή δικαστική προστασία και αποτελεί ταυτόχρονα απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας.

Εξάλλου, κατοχυρώνεται στη Σύμβαση για την Προστασία του Επαγγέλματος του Δικηγόρου, η οποία διασφαλίζει την ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων και των δικηγορικών συλλόγων και αναγνωρίζει το δικαίωμα δημόσιας έκφρασης τόσο για συγκεκριμένες υποθέσεις όσο και για ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος σχετικά με το δίκαιο και την εφαρμογή του, καθώς και για θέματα που αφορούν στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων.

Οι δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο. Και οι κρίνοντες, κρίνονται.

2. Κριτική που ενοχλεί

Ενοχλεί ιδιαίτερα η τεκμηριωμένη κριτική του δικηγορικού σώματος για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, για τις καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, για την ποιότητα συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων, για την αναποτελεσματικότητα του θεσμού της Επιθεώρησης.

Προφανώς ενόχλησε το γεγονός ότι επιδοκιμάσαμε τη νέα ρύθμιση του άρθρου 151 ν. 5221/2025:

«Εξαιρέσεις από την έννοια της αδικαιολόγητης καθυστέρησηςδημοσίευσης αποφάσεων – Τροποποίηση παρ. 9 άρθρου 59 και περ. ε) παρ. 1 άρθρου 109 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

1. Στην παρ. 9 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, A' 109), περί των τοποθετήσεων και των προαγωγών δικαστικών λειτουργών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:

«9. Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό δικαστής, ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής.

Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση, όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα οκτώ (8) μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, 182), ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, γ) προκειμένου για θεωρήσεις, όταν αυτές γίνονται πέρα από τριάντα (30) ημέρες, δ) προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς, όταν η επεξεργασία και η επιστροφή των δικογραφιών καθυστερεί πέρα από τέσσερις (4) μήνες. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο ή στον κανονισμό των οικείων δικαστηρίου ή εισαγγελίας.»

2. Στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 109 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, περί των πειθαρχικών παραπτωμάτων, προστίθεται πέμπτο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, η περ. ε) διαμορφώνεται ως εξής:

«ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η δυσχέρεια της υπόθεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β) της παρ. 5 του άρθρου 19, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες ορίζονται ειδικότερεςπροθεσμίες στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση, όταν αφαιρείται ή επιστρέφεται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται λόγω μη έκδοσης απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο ή στον κανονισμό των οικείων δικαστηρίου ή εισαγγελίας.»

3. Η θεμιτή κριτική προς δικαστές κατά την ΕΣΔΑ Στην απόφαση Nikula κατά Φινλανδίας (ΕΔΔΑ, 21.3.2002), το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι απαράδεκτο να καταδικάζεται ο συνήγορος υπεράσπισης γιατί έκανε σχόλια κατά τη διάρκεια της δίκης σχετικά με την συμπεριφορά του εισαγγελέα της υπόθεσης.

Στην απόφαση Κατράμη κατά Ελλάδας της 6.12.2007 μια δημοσιογράφος από την Χαλκίδα ανέφερε σε άρθρο της σε περιοδικό ότι Πταισματοδίκης προέβη σε συγκεκριμένες παραλείψεις που αφορούσαν κατηγορουμένη συγγενή της και τον αποκάλεσε με την ακραία και ιδιαίτερα σκληρή λέξη «καραγκιόζη» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν την δημοσιογράφο για εξύβριση του δικαστικού λειτουργού (μετά μετατροπή από συκοφαντική δυσφήμιση) σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή. Το Στρασβούργο αποκαθηλώνει την δικαστική εξουσία στην απόφαση αυτή από το απυρόβλητο της κριτικής και την τοποθετεί στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος. Κατά το Στρασβούργο ο δικαστής καθίσταται δημόσιο πρόσωπο ex officio και είναι υποχρεωμένος να ανέχεται σε μεγαλύτερο βαθμό από έναν απλό πολίτη τον έλεγχο και τη κριτική. Σταθμίζει τις αξίες και θεωρεί ως υπέρτερο το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και του τύπου από τον απαιτούμενο σεβασμό στα όργανα της δικαιοσύνης και την προάσπιση του κύρους της. Θεωρεί περισσότερο αξιολογικές κρίσεις τις ανωτέρω «σκληρές» λέξεις που δεν δύνανται να αποδειχθούν, παρά πραγματικά περιστατικά που επιδέχονται υλικής απόδειξης. Και τέλος αναφέρει ότι δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, η επιβολή ποινής φυλάκισης για αδίκημα που διαπράχθηκε δια του τύπου παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση και καταδικάζει τη χώρα μας για παράβαση του άρθρου 10.

Στην απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδος της 11.2.2010 ο προσφεύγων, δικηγόρος Αθηνών, εμφανίστηκε σε ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού και αναφερόμενος σε πρόταση εισαγγελέα προς το Συμβούλιο δήλωσε:

«ειλικρινά, όταν την διάβασα, γέλασα». Η φράση αυτή του δικηγόρου, κατά το ΕΔΔΑ, δεν αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση κατά του εισαγγελέα εφόσον προκύπτει: α) πρόθεσή του να υπερασπιστεί δημόσια τις θέσεις του πελάτη του, σε μια υπόθεση που προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού (και με δεδομένη την δημόσια έκφραση των θέσεων της αντιδίκου του) και β) ότι δεν στόχευε να προσβάλει άμεσα την προσωπικότητα του δικαστικού λειτουργού. Κατά το Στρασβούργο η καταδίκη του αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 10.

Το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τον συνήγορο χωρίς να σταθμίσουν τις «ζωντανές» εκπομπές. Σε αυτές οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα αναδιατύπωσης, βελτίωσης ή ανάκλησης των εκφράσεών τους σε αντίθεση με τις μαγνητοσκοπημένες. Επίσης δεν έλαβαν υπόψη τη δίκαιη ισορροπία που οφείλει να υφίσταται μεταξύ των συμφερόντων που διακυβεύονται, ήτοι του δικαιώματος του κοινού να ενημερώνεται για θέματα που άπτονται του γενικού ενδιαφέροντος, της λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας, της αξιοπρέπειας του νομικού επαγγέλματος και της καλής φήμης των Δικαστών

VIII. Πρόταση για θέσπιση του κοινού Κώδικα Δεοντολογίας

Η Ολομέλεια εμμένει στη θέση της για την ανάγκη αγαστής συνεργασίας μεταξύ λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης προς όφελος της Δικαιοσύνης και της Κοινωνίας. Τούτο όμως, προϋποθέτει τον αμοιβαίο σεβασμό, στο πλαίσιο του θεσμικού ρόλου ενός εκάστου.

Η θέσπιση του κοινού Κώδικα Δεοντολογίας, που θα διέπει τις μεταξύ μας σχέσεις, αποτελεί αναγκαιότητα, σήμερα παρά ποτέ.

πηγή

photo:EUROKINISSI

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις