Στα πλαίσια των καθηκόντων μιας κυβέρνησης είναι και η διαχείριση της κοινής γνώμης. Κανονικά, αυτή συνίσταται στη συστηματική επεξήγηση της κατάστασης και των στόχων που τίθενται, των προσπαθειών που θα απαιτηθούν, των προϋποθέσεων για την επίτευξή τους. Κάτι τέτοιο, πχ, έκανε η κυβέρνηση Σημίτη όταν έθεσε ως στόχο την ένταξή μας στην Ευρωζώνη και το πέτυχε (με αντίθετη τη ΝΔ, που στοιχημάτιζε υπέρ της αποτυχίας), δεν το έκανε στο θέμα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης -και απέτυχε. Συχνά, ωστόσο, η διαχείριση εξαντλείται σε χειραγώγηση. Βασικό εργαλείο της οποίας είναι οι μισές αλήθειες. Πλημμυρίδα…
Λέει η κυβέρνηση ότι μειώνει τη φορολογία. Αλήθεια, μείωσε ορισμένους συντελεστές –πχ στα μερίσματα, τις μεγάλες γονικές παροχές, οι εφοπλιστές φορολογούνται με 10% για όποια δαπάνη/αγορά κάνουν στην Ελλάδα, μειώθηκε ο ΦΠΑ σε αγροτικά εφόδια κλπ. Συνολικά, όμως, η φορολογία αυξάνεται: Η κλίμακα της φορολογίας εισοδήματος δεν τιμαριθμοποιείται, ακριβώς για να αυξάνεται ο φόρος παρότι δεν αυξάνεται το πραγματικό εισόδημα. Και οι συντελεστές ΦΠΑ μένουν αμετάβλητοι ώστε, με το διπλασιασμό των τιμών, να διπλασιάζεται και το έσοδο. Απλή αριθμητική, τα φορολογικά βάρη αυξάνονται.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που λέγεται δημοσιονομική ισορροπία έχει επιτευχθεί εν πολλοίς χάρη σε αυτά τα «μαγικά» του πληθωρισμού. Αντί να αυξάνεις τους συντελεστές –όπερ θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις- γίνεται κάτι ισοδυνάμου αποτελέσματος: Αυξάνονται οι τιμές και, μαζί, τα φορολογικά έσοδα. Εξίσου αθόρυβα ροκανίζονται και ορισμένες κοινωνικές δαπάνες. Τέλος, στα «μαγικά» του πληθωρισμού οφείλεται και ένα μέρος της συγκράτησης του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ -παρότι είναι μεγαλύτερο και απόλυτα και ως ποσοστό από τότε που πέσαμε στα βράχια.
Αλήθεια είναι ότι έχουμε οικονομική μεγέθυνση υψηλότερη από άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε σε τροχιά σύγκλισης. Διότι, όπως κατέδειξαν και οι σχετικές αναλύσεις Eurobank και Εθνικής, η καθ’ ημάς μεγέθυνση οφείλεται στα αποθέματα και την ιδιωτική κατανάλωση -όχι στην αύξηση επενδύσεων. Η υστέρηση, μάλιστα, των ανεπτυγμένων οικονομιών θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις: Αν αυτές λυγίζουν, τί θα συμβεί σε μια αδύναμη οικονομία όπως η ελληνική, όταν πάψει να της δίνει καρπούς το ευρωπαϊκό λεφτόδεντρο; Και πώς θα προλάβουμε τα χειρότερα;
Βεβαίως, γίνονται κάποιες ιδιωτικές επενδύσεις –άλλωστε, με δημόσιο και δη ευρωπαϊκό χρήμα γίνονται κι αυτές. Αλλά, παρά τα 60 δισ. που διανεμήθηκαν λόγω πανδημίας, τα άλλα 10 λόγω ενεργειακής κρίσης και περίπου 100 δισ. που αποδίδει το γνωστό λεφτόδεντρο (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ και νέα ΚΑΠ), οι επενδύσεις υστερούν δραματικά. Το σοβαρότερο: Οι πολύ περισσότερες εξ αυτών δεν αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας –είναι εξαγορές, πανάκριβοι δρόμοι, ακίνητα και τουρισμός. Έτσι, η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην παραγωγικότητα. Και η ανταγωνιστικότητα προϊόντων και υπηρεσιών μας εξαρτάται, πάλι, από τη μείωση των πραγματικών μισθών.
Και η αλήθεια είναι ότι η μισθωτή εργασία διατηρείται στη μέγγενη του αποπληθωρισμού: Όπως στα χρόνια των μνημονίων, η αξία της μειώνεται συγκριτικά με τις τιμές, ενώ αντιθέτως οι αξίες επιχειρήσεων και ακινήτων (και τα νοίκια…) έχουν απογειωθεί. Παραμένει, επίσης, στη μέγγενη των μνημονιακών περιορισμών: Συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν γίνονται, ουδείς υποχρεούται να διαπραγματευτεί καλόπιστα (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε ανεπτυγμένες χώρες), οι κλαδικές συμβάσεις κατά κανόνα μένουν στην κατάψυξη. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση επαναλαμβάνει ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί. Αλήθεια, όμως, είναι και ότι επιβάλλει το ακριβώς αντίθετο.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Καθημερινή” της Κυριακής)
Κώστας Καλλίτσης
dnews.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις