Νέα στοιχεία για τον διαβήτη τύπου 2, δίνει νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Μαδρίτη η οποία υποστηρίζει ότι η ώρα που τρώμε πρωινό και βραδινό μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.

Οι νεότερες έρευνες έχουν συσχετίσει το χρονικό διάστημα μεταξύ των γευμάτων με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 καθώς και με την υποτροπή της νόσου. Για το λόγο αυτό οι επιστήμονες συστήνουν να τρώμε συγκεκριμένες ώρες προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερος έλεγχος της γλυκόζης στο αίμα.

Οι ερευνητές επιβεβαίωσαν, ότι αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι έτρωγαν λιγότερο μέσα στην ημέρα τους, αλλά στο παρατεταμένο διάστημα των ωρών της ημέρας που δεν έτρωγαν.

Οι ώρες που μεσολαβούν ανάμεσα στο πρωινό και στο βραδινό επηρεάζουν τον κίνδυνο για διαβήτη

Αυτό το μεγαλύτερο διάλειμμα φαγητού, όπου ο οργανισμός  δεν ήταν απασχολημένος με την πέψη των τροφών, πιστεύεται ότι βοηθά σε μια σειρά από μεταβολικές λειτουργίες και ενισχύει τα υγιή βακτήρια του εντέρου. Αυτή η θεωρεία έρχεται σε μια εποχή, που γίνεται μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις περιόδους νηστείας ή αφαγίας, καθώς πολλοί θεωρούν ότι ενισχύει την υγεία.

Η επικεφαλής της έρευνας Dr Kelly Bowden Davies, του Manchester Metropolitan University, δήλωσε πως «πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να τηρήσουν μακροπρόθεσμα τη μέτρηση των θερμίδων, αλλά η μελέτη μας δείχνει ότι εάν καταφέρουν να μεγαλώσουν το διάστημα μεταξύ των γευμάτων τους θα μπορούν με έναν πιο απλό τρόπο να ελέγξουν καλύτερα το σάκχαρο στο αίμα και τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, αυτό απαιτεί έρευνα σε μεγαλύτερες μελέτες και μακροπρόθεσμα».

Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει ότι δεν έχει σημασία αν αυτό το διάστημα αφαγίας είναι νωρίς, μεταξύ 8 π.μ. και 4 μ.μ., ή αργά, μεταξύ 12 μ.μ. και 8 μ.μ. Στην έρευνα μετείχαν 15 άτομα οι οποίοι ακολούθησαν μια «υποθερμιδική» δίαιτα προσαρμοσμένη στις ενεργειακές τους απαιτήσεις και λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία, το βάρος, το ύψος και τα επίπεδα δραστηριότητας τους.

Η συνεχής παρακολούθηση της γλυκόζης έδειξε, ότι σε σύγκριση με τη «συνήθη διατροφή» τους που κατανέμεται σε 14 ώρες μέσα στην ημέρα, όσοι έτρωγαν σε ένα διάστημα οκτώ ωρών, αύξησαν τον χρόνο που περνούσαν εντός του φυσιολογικού εύρους γλυκόζης στο αίμα κατά μέσο όρο κατά 3,3%. Είχαν επίσης μειωμένους δείκτες γλυκαιμικής μεταβλητότητας και μειωμένες διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά 2,6%. Τα μεγαλύτερα οφέλη άρχισαν να φαίνονται μετά από τρεις ημέρες περιορισμένης τροφής (TRE).

Ο Δρ Bowden Davies υποστήριξε πως «η μελέτη, διαπίστωσε ότι ο περιορισμός του φαγητού σε ένα διάστημα οκτώ ωρών μέσα στην ημέρα βελτίωσε σημαντικά τον ημερήσιο χρόνο στον οποίο κυμαίνεται το φυσιολογικό εύρος γλυκόζης στο αίμα και μείωσε τις διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο χρονικό διάστημα της νηστείας των 16 ωρών και όχι στην ώρα του φαγητού ή στις αλλαγές στην ενεργειακή πρόσληψη».

Τόνισε ακόμη ότι είναι η πρώτη μελέτη για τη χρονικά περιορισμένη διατροφή εντός 8ωρου, που γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής, σε σχέση με τον γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.

Δεδομένου ότι η έρευνα έγινε σε δείγμα μόλις 15 ατόμων απαιτεί περισσότερο έλεγχο, αν και τα πρώτα στοιχεία δίνουν ελπίδες για μια νέα προσέγγιση στη θεραπεία της νόσου. 

oloygeia.gr

photo:123rf.com

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις