Ο Μητσοτάκης οδηγεί τη χώρα από το ένα φιάσκο στο άλλο, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, Κωνσταντίνου
Τελικά, στην Ελλάδα δεν είναι μόνο η εξουσία κληρονομική, αλλά και οι διπλωματικές ικανότητες. Με το DNA του πατέρα του στην εξωτερική πολιτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης οδηγεί κι αυτός τη χώρα, δυστυχώς, από τη μια αποτυχία στην άλλη.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Το φιάσκο με την επίσκεψη στο Λονδίνο που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλη την εβδομάδα έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά λίστα αστοχιών, μάλιστα λίγα 24ωρα πριν από την κρίσιμη συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν που κάνει λόγο με νόημα για «κοινή μας θάλασσα στο Αιγαίο».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας πρωθυπουργός με υπερβολικά ευέλικτη στάση, κάτι που σύμμαχοι κι εχθροί το γνωρίζουν πλέον, αξιοποιώντας υπέρ τους αυτή την αδυναμία. Στην εξωτερική πολιτική, όμως, κάθε λάθος κοστίζει ακριβά και μας ακολουθεί ακόμα κι όταν ο εκάστοτε κυβερνήτης φεύγει από την εξουσία.
Το ιστορικό της διπλωματίας Μητσοτάκη είναι μια λιτανεία από γκάφες, κακή διαχείριση, μυστικοπάθεια και αναποτελεσματικότητα. Η επικοινωνιακή του δύναμη, όμως, τον κάνει «αλεξίσφαιρο», με τα λάθη του συνήθως να αγνοούνται και τις επιζήμιες στρατηγικές του να σερβίρονται τελικά στο κοινό σαν εθνικοί θρίαμβοι του Ελληνα… Κίσινγκερ, όπως συνέβη και με τα πρόσφατα γεγονότα στη Βρετανία.
Αν ο πρωθυπουργός ήταν υπουργός Εξωτερικών σε οποιαδήποτε κυβέρνηση του κόσμου, θα είχε απαλλαγεί από τη θέση του εδώ και πολλούς μήνες. Πέρα από παλαμάκια στο Κογκρέσο, δίχως και τότε χειροπιαστά κέρδη για τη χώρα, τίποτα αξιοσημείωτο δεν έχει προκύψει. Κι αν κάτι μάθαμε καλά αυτά τα 4,5 χρόνια για τη διπλωματία επί Μητσοτάκη, είναι ότι τα πάντα αφορούν αυτόν, πάνω ακόμα κι από τα συμφέροντα της χώρας.
Δεν είναι ότι ο πρωθυπουργός κάνει εχθρούς, αν και τα κατάφερε και σ’ αυτό, βάζοντας τη χώρα απέναντι στις λάθος δυνάμεις τη λάθος στιγμή. Είναι επιζήμιος λόγω του Ι.Χ. τρόπου που κάνει τα πράγματα κι επειδή επιδιώκει να γίνεται πάντα αρεστός. Σε όλες τις τακτικές του και στις διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες του ενδιαφέρεται περισσότερο να ευχαριστήσει τους συνομιλητές του παρά να είναι αποφασιστικός και οξύς στα αιτήματα και στις θέσεις του για τη χώρα του.
Στο θέμα των Γλυπτών αποκαλύπτεται από τον βρετανικό Τύπο ότι συζητάει για τον δανεισμό τους και όχι για τη μόνιμη επιστροφή τους στη χώρα. Για τα Ελληνοτουρκικά δηλώνει ότι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα είναι «σχετική έννοια», ενώ δεν έχει παρουσιάσει καμία ατζέντα ελληνικών διεκδικήσεων για τις συζητήσεις με την πανέτοιμη να αρπάξει ό,τι μπορεί αντίπαλη πλευρά.
Από την Ε.Ε. είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός που σπάνια ικανοποιείται κάποιο αίτημά του σε μείζονα ζητήματα, όπως τα Ελληνοτουρκικά, το Μεταναστευτικό και τα Ενεργειακά. Δίχως κανένα όφελος για την Ελλάδα, έχει γίνει από την πρώτη στιγμή ο πιο θερμός υποστηρικτής του Ζελένσκι και των πρακτικών του, στέλνοντας μυστικά όπλα από τα νησιά μας στην Ουκρανία.
Κάθε φορά που οι πολίτες περίμεναν, λογικά, από τον πρωθυπουργό τους να μιλήσει και να πράξει αποφασιστικά για τα ελληνικά συμφέροντα, δεν συνέβη. Ακόμα και στην ομιλία του στο Κογκρέσο δεν τόλμησε καν να αναφέρει τη λέξη «Τουρκία». Αντίθετα με άλλους ηγέτες, εντός κι εκτός Ε.Ε., δεν υπήρξε ούτε ένα σοβαρό ζήτημα της χώρας που να πήρε μια αδιαπραγμάτευτη, επιθετική και αιχμηρή θέση με κάποιο σημαντικό όφελος για την Ελλάδα.
Από την πίεση για Μπελέρη, στην πρέσα της Ε.Ε. για Αλβανία
Από τον περασμένο Μάιο, δύο ημέρες πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές στην Αλβανία, όταν συνελήφθη ο εκλεγμένος Βορειοηπειρώτης δήμαρχος Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρης, η ελληνική κυβέρνηση πιέζει για την αποφυλάκισή του και την ανάληψη των καθηκόντων του. Παρά την προσωπική διπλωματία του Κυριάκου Μητσοτάκη, τις ελληνικές αποστολές αξιωματούχων στην Αλβανία, ακόμα και τις κινητοποιήσεις που έχουν γίνει, δεν υπάρχει κανένα διπλωματικό αποτέλεσμα σχετικά με τον προφυλακισμένο δήμαρχο. Τα Τίρανα κρατούν άκαμπτη στάση.
Οπως, μάλιστα, προκύπτει τα τελευταία 24ωρα, αυξάνονται τώρα οι πιέσεις της Ε.Ε. προς την Ελλάδα για να μην μπλοκάρει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας, δηλαδή να χαθεί και το μοναδικό χαρτί πίεσης που έχει η χώρα μας. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, οι πιέσεις που δέχεται το τελευταίο διάστημα η Αθήνα είναι ισχυρές, με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές να παραδέχονται ότι δεν είναι μυστικό πως ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς έχει διαμηνύσει μέσω διπλωματικών διαύλων ότι δεν πρέπει να «διμεροποιούνται» οι ενταξιακές διαδικασίες.
Η Αθήνα εξακολουθεί να επαναλαμβάνει ότι προϋπόθεση για την ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. είναι η υπόθεση Μπελέρη. Ωστόσο, οι πιέσεις είναι πολύ έντονες τόσο από τη Γερμανία όσο και από την ισπανική προεδρία, και οι αντιστάσεις που έχει επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχουν αποδειχθεί και οι ισχυρότερες.
Στήριξη σε Ζελένσκι, αποξένωση με Ρωσία, αδιαφορία για Παλαιστίνη
Από την πρώτη μέρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε, δίχως καμία συζήτηση με τους πολιτικούς αρχηγούς, ότι τάσσεται υπέρ του Ζελένσκι και κατά του Πούτιν. Αναπόφευκτα οι παραδοσιακές σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία οδηγήθηκαν για πρώτη φορά σε σημείο ρήξης τα τελευταία 200 χρόνια.
Η ελληνική κυβέρνηση, για να βρεθεί στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», θεώρησε ότι πρέπει να αφαιρεί όπλα από τα ελληνικά νησιά και να τα στέλνει κρυφά στην Ουκρανία, δίχως κανείς να ξέρει τι απέγιναν αυτά, πότε θα αντικατασταθούν οι ελλείψεις στις ελληνικές μονάδες και χωρίς καμία λογοδοσία στη Βουλή.
Αντί για «ευχαριστώ», ο Ζελένσκι εξέθεσε τον υποστηρικτή του, τον Μητσοτάκη, και μάλιστα διπλά, τον Απρίλιο του 2022. Ο Ουκρανός ηγέτης μίλησε στην ελληνική Βουλή χωρίς, προκλητικά, να κάνει καμία αναφορά στην κατοχή της Τουρκίας στην Κύπρο, ενώ εμφάνισε και δύο παραστρατιωτικούς νεοναζί του Αζόφ, προκαλώντας την έντονη αντίδραση κομμάτων και κοινής γνώμης.
Ακόμα κι έτσι, η Ελλάδα συνέχισε να στέλνει μυστικά τα όπλα της στο Κίεβο, επιδεινώνοντας κι άλλο τις σχέσεις με τη Ρωσία. Πλέον δεν υπάρχει καμία επαφή με το Κρεμλίνο, ενώ έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα του και ο Ελληνισμός της Ρωσίας που διαμαρτύρεται ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει επιδείξει κανένα ενδιαφέρον, ούτε προέβλεψε έστω για τα μάτια του κόσμου κάποια ρήτρα στην Ουκρανία για να μη γίνουν βομβαρδισμοί στις πόλεις με ομογένεια.
Ενα άλλο ατόπημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν ότι «χάλασε» όποιους δεσμούς είχαν απομείνει με την Παλαιστίνη από τη δεκαετία του ’80. Αδιαφορώντας για τον παλαιστινιακό λαό που δεινοπαθεί και από τη Χαμάς, έσπευσε να δηλώσει ότι είναι 100% με το Ισραήλ, είχε θέρμη συνάντηση με τον Νετανιάχου και απλώς του συνέστησε να μην είναι… μεγάλες οι απώλειες αμάχων.
Να θυμίσουμε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τρία χρόνια πριν από την περιβόητη δήλωσή του «το όνομα που θα λάβει η πΓΔΜ δεν έχει μεγάλη σημασία γιατί κανείς δεν θα το θυμάται σε 10 χρόνια», ήταν αυτός που στις 21 Μαΐου 1990 είχε αναγνωρίσει de jure το κράτος του Ισραήλ, προκαλώντας το πρώτο ρήγμα στις σχέσεις με την Παλαιστίνη.
«Ναι» στις βάσεις των ΗΠΑ, στα «αζήτητα» το Κυπριακό
Κάθε φορά που οι ΗΠΑ άνοιγαν συζήτηση για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, η χώρα μας έπαιρνε κάποια, έστω και υποτυπώδη, ανταλλάγματα. Η διπλωματία του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέτρεψε κι αυτό το «κεκτημένο».
Οσο η Τουρκία πουλάει ακριβά το τομάρι της ακόμα και για τα πιο μικρά «ναι», όπως αυτό για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, κάνοντας παζάρια για τα F-35, παίζοντας διπλό παιχνίδι στο Ουκρανικό και υπερασπιζόμενη τη Χαμάς δίχως καμιά συνέπεια από τη Δύση, η Ελλάδα δίνει ό,τι της ζητάνε, χωρίς όφελος.
Το 2021 ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπέγραψε τη νέα συμφωνία για τις βάσεις των ΗΠΑ στη χώρα μας, που είναι τυπικά πενταετής, αλλά ουσιαστικά αορίστου χρόνου κι επαναλαμβανόμενη, δίχως μάλιστα να υπάρχουν και κάποια σημαντικά οφέλη ούτε καν για την ελληνική αμυντική βιομηχανία. Σημειωτέον ότι, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η συμφωνία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για την προσθήκη και άλλων τοποθεσιών στο μέλλον, πιθανότατα σε νησιά του Αιγαίου, κάτι που ήδη έχει συζητηθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Απέναντι στην τουρκική πρακτικότητα και στα σκληρά παζάρια της Αγκυρας η Ελλάδα επιδεικνύει, σταθερά, μια διπλωματική αφέλεια. Χορταίνει από μερικά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, που μπορούν να αξιοποιηθούν επικοινωνιακά από τον μηχανισμό του Μητσοτάκη, όμως δίχως κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Οπως αποδεικνύει η Ιστορία, στα εύκολα η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ, αλλά στα δύσκολα το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ευλογούν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τα «γκρίζα» Ιμια, ενώ δεν βάζουν φρένο στις υπερπτήσεις και τις βλέψεις στο Αιγαίο.
Οσο η διπλωματία της κυβέρνησης εξαντλείται σε πρόθυμα «ναι», απλώς για να είναι αρεστή, τόσο η Τουρκία επιβάλλει τους κανόνες της. Τον περασμένο Ιούλιο ο πρωθυπουργός κατάφερε να βρεθεί ακόμα και στο στόχαστρο και της Κύπρου. Στη Λευκωσία υπήρχε μεγάλη νευρικότητα επειδή στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους «ο Μητσοτάκης δεν είπε λέξη για το Κυπριακό στον Ερντογάν», όπως είχε διαρρεύσει τότε, ενώ θεωρείται ότι ασκούνται πιέσεις ώστε η Κύπρος να μένει όλο και πιο κάτω στην ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Ειδικά για την Κύπρο αποτελεί μια διπλωματική πανωλεθρία ότι επί 1,5 χρόνο αναφέρεται από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ότι η Ουκρανία είναι «η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που δέχτηκε εισβολή στο έδαφός της μεταπολεμικά».
Ερμητικά κλειστές οι πόρτες στις Βρυξέλλες
Στη θητεία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποτύχει στις πρωτοβουλίες που πήρε και στην Ευρωπαϊκή Ενωση για τα πιο κρίσιμα ζητήματα της χώρας. Οι πιέσεις της Αθήνας από το 2020 κιόλας για επιβολή κυρώσεων προς την Τουρκία ουδέποτε εισακούστηκαν. Οι ηγέτες της Ε.Ε. σε καμία στιγμή δεν στάθηκαν στο πλευρό της χώρας μας ώστε να ληφθεί μια σχετική κοινή απόφαση που να επιχειρεί την τιθάσευση της επιθετικότητας του Ερντογάν.
Οταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαφήμιζε ότι έχει σχέδιο για να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά από τις αυξημένες τιμές στην ενέργεια, η Ε.Ε. δεν το αποδέχτηκε. Αντίθετα, δόθηκε το πράσινο φως στην Ισπανία και την Πορτογαλία για τη δική τους πρόταση ανακούφισης από την ακρίβεια. Στη συνέχεια κυβερνητικά στελέχη προσπαθούσαν να πείσουν, ψευδώς και παραπλανητικά, ότι η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν είχαν κανένα όφελος.
Το ίδιο αναποτελεσματικές είναι και οι ελληνικές πιέσεις προς την Ε.Ε. για το Μεταναστευτικό. Οι ροές αυτά τα 4,5 χρόνια εξακολουθούν να είναι επιβαρυντικές για τη χώρα μας, με την Τουρκία να κάνει το δικό της παιχνίδι, όμως οι Βρυξέλλες έδειξαν κάπως να κινητοποιούνται μόνο όταν η Ιταλία βγήκε μπροστά τους τελευταίους μήνες και «σήκωσε» το θέμα. Τις ελληνικές εκκλήσεις τις αγνοούν σταθερά.
Στις 7 Δεκεμβρίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ακόμα μία ύψιστης σημασίας διπλωματική δοκιμασία στη συνάντησή του με τον Ερντογάν. Τα κόμματα ζητούν ενημέρωση, σε επίπεδο αρχηγών, για να μάθουν τις προθέσεις και την ατζέντα του Ελληνα πρωθυπουργού, αλλά και πάλι επικρατεί η μυστικοπάθεια στο Μαξίμου.
Τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι τώρα δεν είναι ενθαρρυντικά. Στις 2 Μαΐου, πριν από τις εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει κοφτά ότι «δεν συζητάμε θέματα εθνικής κυριαρχίας με την Τουρκία». Μετά τις δεύτερες εκλογές, όμως, στις 16 Ιουλίου, έκανε μια επικίνδυνη στροφή που προκάλεσε καχυποψία και ανησυχία.
Οταν ρωτήθηκε αν μπορεί να οδηγηθούμε «σε μια απομείωση της εθνικής κυριαρχίας», απάντησε ότι είναι διατεθειμένος να συζητήσει νόμιμα και κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, κάτι σοκαριστικά πρωτοφανές σε παγκόσμια κλίμακα: «Αυτό είναι μια σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης»…
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις