Η συμμαχία της Ρωσίας με την ανερχόμενη υπερδύναμη, Κίνα, θεωρείται ο καταλύτης καθοριστικών παγκόσμιων εξελίξεων, σήμερα και στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη, πολλοστή συνάντηση Πούτιν – Σι Τζινπίνγκ, απασχολεί σοβαρά τη Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ.

Είχαν προηγηθεί οι επισκέψεις στην Κίνα της υπουργού Οικονομικών και του υπουργού Εξωτερικών της, με τον Δυτικό Τύπο να αναφέρει ότι μετέφεραν σκληρά μηνύματα της Ουάσιγκτον προς το Πεκίνο, σύμφωνα με τα οποία, εάν δεν σταματήσει η υποστήριξη προς τη Ρωσία, θα υπάρξει «εμπορικός πόλεμος».

Από τη μεριά του, το Πεκίνο έστειλε και αυτό μηνύματα. Σημειολογικά, βάσει του διπλωματικού πρωτοκόλλου, για παράδειγμα, η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, σε μια όχι και τόσο επίσημη αίθουσα, δεν άρμοζε σε εκπρόσωπο της υπερδύναμης (!).

Αντίθετα, ο Σι Τζινπίνγκ «έδωσε διαστάσεις ιστορικής σημασίας στην επίσκεψη Πούτιν», τις προηγούμενες ημέρες στο Πεκίνο, όπως αναφέρουν οι Los Angeles Times. Να σημειωθεί ότι, εκτός των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, η Κίνα είναι το βασικό μέρος που πηγαινοέρχεται ο Πούτιν. Ως γνωστόν, το Διεθνές Δικαστήριο τον έχει κηρύξει καταζητούμενο, αλλά το Πεκίνο, ως όλα δείχνουν, δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε αυτό.

Εν μέσω κλιμάκωσης του πολέμου

Η επίσκεψη Πούτιν στο Πεκίνο γίνεται σε μια συγκυρία, κατά την οποία έχει εκδηλωθεί ρωσική επίθεση προς την κατεύθυνση της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ουκρανίας, του Χαρκόβου.

Ωστόσο, και η ουκρανική πλευρά εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη επίθεσή της (νύχτα 16 προς 17 Μαΐου) στη Σεβαστούπολη (Κριμαία) και την επαρχία Κρασνοντάρ (στη νότια Ρωσία, στο κύριο λιμάνι της Ρωσίας, Νοβοροσίσκ), με πάνω από 140 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και 20 θαλάσσια drones. Είναι εμφανές ότι στόχος της Ουκρανίας και της Δύσης είναι, αν όχι ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας, τουλάχιστον να μειωθούν σε σημαντικό βαθμό οι επιχειρησιακές δυνατότητες του ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας.

Στρατηγική συμμαχία ή τακτική λυκοσυμμαχία;

Οι απόψεις για το τι είδους σχέσεις διαμορφώνονται μεταξύ Ρωσίας και Κίνας διΐστανται. Η Μόσχα κάνει λόγο για «στρατηγική σχέση». Η Δύση ναι μεν θεωρεί ότι διαμορφώνονται στενές σχέσεις, αλλά αυτές κλίνουν σαφώς -ειδικά στο οικονομικό πεδίο- υπέρ της Κίνας. Χαρακτηρίζει τη Ρωσία, μάλιστα, ως τον «μικρό εταίρο» στις σινο-ρωσικές σχέσεις.

Οπως και να’ χει, και πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανοικτή ρήξη Δύσης – Ρωσίας, πολλοί σε Δύση και Ανατολή προειδοποιούσαν ότι κάτι τέτοιο θα έχει ως συνέπεια να σταλεί η Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας.

Ανεξαρτήτως των διαφορετικών προσεγγίσεων, η σχέση Μόσχας – Πεκίνου ανησυχεί αρκετά τη Δύση. «Αν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ιστορικά, κινούνταν ανάμεσα σε περιόδους αμοιβαίας στήριξης και σε ιδεολογικό ανταγωνισμό, ακόμη και ανοικτή εχθρότητα, η Μόσχα και το Πεκίνο θεωρούν εδώ και καιρό τις ΗΠΑ ως τον κύριο αντίπαλό τους και προσπαθούν να υπονομεύσουν την παγκόσμια επιρροή τους», σημειώνει η The Wall Street Journal, με αφορμή την επίσκεψη Πούτιν στην Κίνα.

Πράγματι, παρ’ ότι στις σχέσεις των δύο χωρών υπήρχαν στιγμές σοβαρής έντασης, ιστορικά, ανά τους αιώνες, Ρωσία και Κίνα ουδέποτε έχουν φτάσει στο σημείο εμπόλεμης αντιπαράθεσης, παρά μόνο σε περιορισμένες διενέξεις, όπως για παράδειγμα στη δεκαετία του ’60, μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Κίνας για εδαφικές διαφορές στην Ασία, ή η υπονόμευσης της Σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν.

Ωστόσο, μιλώντας στην The Wall Street Journal, ο διευθυντής του Ρωσο-Ευρασιατικού Κέντρου, Carnegie, στο Βερολίνο, Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, πιστεύει ότι ναι μεν «πρόκειται για μια στρατηγική εταιρική σχέση, στην οποία και οι δύο πλευρές χρειάζονται η μία την άλλη, αλλά γίνεται ολοένα πιο ασύμμετρη υπέρ της Κίνας. Η Κίνα δεν είναι μόνο ο πιο ισχυρός εταίρος, αλλά και ένας που έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες από τη Ρωσία. Και η σύγκρουση (σ.σ. στην Ουκρανία) το επιδεινώνει. Η Ρωσία πέφτει τώρα σε σχέση εξαρτημένου από την Κίνα», υποστηρίζει.Πάντως, ακόμα και η The Wall Street Journal παραδέχεται ότι «παρά την ολοένα μεγαλύτερη ανισορροπία στις σχέσεις των δύο χωρών, οι δεσμοί μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων έχουν σοβαρές επιπτώσεις για τη Δύση. Αυξημένη στρατιωτική συνεργασία και εντεινόμενος γεωπολιτικός ανταγωνισμός με τη Δύση στην Αφρική και την Ασία, είναι ορισμένα στοιχεία».

Είναι προφανές ότι η Κίνα και Ρωσία έχουν «λυκοσυμμαχία». Πόσο μάλλον, αφού η Κίνα γνωρίζει πως εάν ηττηθεί κατά κράτος η Ρωσία, η επόμενη στο αμερικανικό στόχαστρο θα είναι αυτή. Εάν, μάλιστα, αναδειχθεί και πάλι πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τράμπ, τα πράγματα μάλλον θα χειροτερεύσουν.

Η Κίνα κάλυψε το κενό

Οπως υποστηρίζει η αμερικανική εφημερίδα, «το Πεκίνο παρέχει σανίδα σωτηρίας στην οικονομία της Ρωσίας που έχει πληγεί από τις κυρώσεις, προμηθεύοντάς της τα πάντα. Από ηλεκτρονικά μέχρι πλυντήρια ρούχων και τρακτέρ. (…) Η έξοδος των δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία, μετά την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία, δημιούργησε κενό, το οποίο καλύφθηκε γρήγορα από τους Κινέζους, οι οποίοι κυριαρχούν πλέον στις αγορές, από τα smartphones έως τις οικιακές συσκευές».

Επιπλέον, «το κινεζικό Γιουάν έχει ξεπεράσει το δολάριο ΗΠΑ στις ρωσικές εξαγωγές, ενώ οι ρωσικές εταιρείες δανείζονται ολοένα περισσότερο σε Γιουάν και τα νοικοκυριά αποταμιεύουν σε κινέζικο νόμισμα».

Επίσης, «η δραστική αύξηση του εμπορίου πετρελαίου και φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας – Κίνας αλλάζει θεμελιωδώς τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη», αν και «η Ρωσία πουλάει πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Κίνα με σημαντικές εκπτώσεις».

Ακόμα, «οι οικονομικές σχέσεις Κίνας – Ρωσίας έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω, αν και με τη Ρωσία στο ρόλο του μικρότερου εταίρου. Πέρυσι, το διμερές εμπόριο σημείωσε το ρεκόρ των 240 δισ. δολαρίων, δηλαδή ένα χρόνο νωρίτερα από τον στόχο που είχε θέσει ο Πούτιν. Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί είναι κατώτεροι από το εμπόριο της Κίνας με την ΕΕ, το οποίο ανέρχεται σε σχεδόν 800 δισ. δολάρια, και με τις ΗΠΑ που είναι περίπου 660 δισ.».

Να σημειωθεί, όπως αναφέρει η The Wall Street Journal, ότι αν και η Κίνα «αντιπροσωπεύει περίπου το 33% του ρωσικού εμπορίου, η Ρωσία αντιπροσωπεύει μόνο το 4% του κινεζικού εμπορίου».

Αμυντική – στρατιωτική συνεργασία

Σοβαρό «αγκάθι» για τη Δύση, πάντως, όπως ισχυρίζονται εξάλλου οι ίδιες οι Δυτικές πρωτεύουσες, είναι η βοήθεια που δίδει η Κίνα προς τη Ρωσία, στέλνοντάς της είδη «διπλής χρήσης», που τυπικώς είναι για πολιτικούς σκοπούς, αλλά χρησιμοποιούνται για την πολεμική βιομηχανία.

Το Πεκίνο, ως γνωστόν, αρντείται κάτι τέτοιο. Η Μόσχα, από τη μεριά της, απαντάει ότι, εφόσον η Δύση στηρίζει ανοικτά την Ουκρανία με οπλισμό, και αυτή αναζητά από αλλού αυτά που δεν μπορεί να αγοράζει πλέον από τη Δύση,λόγω κυρώσεων.

«Οι αυξανόμενοι στρατιωτικοί δεσμοί μεταξύ Κίνας – Ρωσίας ανησυχούν τη Δύση», γράφουν οι Financial Times, οι οποίοι ισχυρίζονται τα εξής: «Επί δύο χρόνια, η κινεζική υποστήριξη στη Ρωσία έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στη Δύση. Ωστόσο, πριν από δύο εβδομάδες, Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν ανησυχία για τη συνεργασία τους σε ένα άλλο βασικό θέατρο ασφαλείας: τις θάλασσες γύρω από την Ταϊβάν».

Από τη μεριά της, η The Wall Street Journal, τονίζει πως «μόλις τρεις εβδομάδες μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, Πούτιν και Σι έλεγαν ότι η φιλία μεταξύ των δύο χωρών “δεν έχει σύνορα” και ότι “δεν υπάρχουν τομείς συνεργασίας που εξαιρούνται από αυτή τη σχέση”. Από τότε, οι σχέσεις έχουν μόνο εμβαθύνει, συμπεριλαμβανομένης μιας καταιγίδας διπλωματικών, στρατιωτικών και επιχειρηματικών συναντήσεων».

Ως γνωστόν, οι ισχυρισμοί της αμερικανικής πλευράς έχουν να κάνουν, μεταξύ των άλλων, με τη συνεργασία «στο στρατιωτικό πεδία, το εμπόριο κρίσιμων αγαθών «διπλής χρήσης», περιλαμβανομένων ηλεκτρονικών και μηχανικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ρωσικών οπλικών συστημάτων. Κάτι που επέτρεψε στη Ρωσία να διεξάγει μια μακρά στρατιωτική σύγκρουση φθοράς».

neostrategy.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις