Ο φόρος εισοδήματος στα φυσικά πρόσωπα έχει αυξηθεί από 10,92 δις το 2019 στα 13,31 δις το 2024, οπότε κατά περίπου 20% – ενώ ο ΦΠΑ αυξήθηκε από 17,67 δις το 2019 στα 24,38 δις το 2024 ή κατά 38%. Όλα αυτά έναντι ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ περί το 8% και του ονομαστικού κατά 27% – γεγονός που τεκμηριώνει ξανά τη φορολογική ληστεία των Ελλήνων. Εκτός αυτού ο ΦΠΑ που επιβαρύνει τις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις από 34,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων το 2019, αυξάνεται στο 38,7% το 2024 – σημειώνοντας πως τα έσοδα από τη φορολογία ιδιωτών, από 48% του φόρου εισοδήματος το 2000, αυξήθηκαν στο 61% το 2024, ενώ των επιχειρήσεων από 44% έχουν μειωθεί στο 30,9%, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. Είναι αυτό φορολογική δικαιοσύνη;
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Η αναλυτική παρουσίαση των υπουργείων, με το προσωπικό, τις δαπάνες και τα λοιπά στοιχεία τους είναι μία σημαντική εξέλιξη – για να λέμε και τα καλά. Όσον αφορά την ημερίδα με τις τράπεζες που προτάθηκε, συμφωνούμε και πρέπει να γίνει πριν από τη συζήτηση του προϋπολογισμού στην Ολομέλεια.
Θα ξεκινήσουμε τώρα από το ότι, μία χώρα για να αναπτυχθεί και να ευημερήσει, δεν χρειάζονται ψέματα και μεγάλα λόγια, αλλά παραγωγικές επενδύσεις – οι οποίες προϋποθέτουν τα εξής γνωστά από δεκαετίες:
(1) Την απλοποίηση του φορολογικού της συστήματος, με κίνητρα για επενδύσεις – όπου η κυβέρνηση κάνει το εντελώς αντίθετο, αυξάνοντας επί πλέον συνεχώς τους φόρους.
Πώς το κάνει; Με τη διατήρηση των ίδιων φορολογικών συντελεστών στις αυξημένες τιμές, με την αύξηση των αντικειμενικών αξιών όσον αφορά τον ΕΝΦΙΑ και με νέα τεκμήρια, όπως το απαράδεκτο τεκμήριο κερδοφορίας για τους ελεύθερους επαγγελματίες – αντί να καταργήσει τα υφιστάμενα τεκμήρια διαβίωσης, όπως έχουμε απαιτήσει πολλές φορές.
Τι προτείνουμε εμείς; Ένα σύστημα εσόδων εξόδων και γραμμικό φόρο της τάξης του 15% – με τα οποία θα καταπολεμηθεί πλήρως η φοροδιαφυγή, ενώ δεν θα επιβαρύνει τα κρατικά έσοδα, σύμφωνα με υπολογισμούς μας.
(2) Την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας – με την απλοποίηση όλων των διαδικασιών.
(3) Ένα αξιόπιστο και σταθερό τραπεζικό σύστημα που να δανείζει βιώσιμα τις ΜμΕ επιχειρήσεις και όχι μόνο τις μεγάλες, καθώς επίσης που να μην κλέβει τους Πολίτες – όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, με τις ληστρικές προμήθειες ή με την τεράστια διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων.
(4) Την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
(5) Μία γρήγορη, αποτελεσματική και απλοποιημένη απονομή δικαιοσύνης, όπου ξανά στην Ελλάδα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο – εκτός εάν πρόκειται για πλειστηριασμούς που εξυπηρετούν τα funds.
(6) Ένα σωστό και σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας – αφού διαφορετικά θα παραμείνουμε το ξενοδοχείο της ΕΕ και μία χώρα γκαρσονιών, με εξευτελιστικούς μισθούς και με συνθήκες εργασίας γαλέρας.
(7) Μία ισχυρή Αρχή ανταγωνισμού που να αποτρέπει τα καρτέλ και την αισχροκέρδεια τους – όπως αυτά της ενέργειας, των τραπεζών, των Σ/Μ κλπ.
(8) Μία δίκαιη εργατική νομοθεσία που να παρέχει κίνητρα στους εργαζομένους.
(9) Αξιοκρατία στα υπουργεία – στελεχωμένα με ικανά άτομα που να λειτουργούν συλλογικά και
(10) Ένα λειτουργικό οικοσύστημα για τις επιχειρήσεις – έτσι ώστε να μοιράζονται την τεχνογνωσία, το marketing, τα Logistics κοκ.
Εάν δεν έχει εξασφαλίσει τα παραπάνω μία χώρα, με τη δημιουργία ενός ορθολογικού κρατικού μηχανισμού που να λειτουργεί ανεξάρτητα από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, δεν μπορεί να προσελκύσει μακροπρόθεσμα κεφάλαια για παραγωγικές επενδύσεις – αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά που την εκμεταλλεύονται και την απομυζούν προς όφελός τους, όπως συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα.
Η Ελλάδα τώρα δεν ανήκει μετά τα μνημόνια στις προηγμένες οικονομίες, αλλά στις αναπτυσσόμενες – αφού έχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό, ύψους άνω των 100 δις € που δημιουργήθηκε από την καταστροφική πολιτική των μνημονίων.
Ως αναπτυσσόμενη χώρα λοιπόν, έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να πετύχει πολύ πιο ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, από τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες – αρκεί να εισρεύσουν παραγωγικά κεφάλαια που θα καλύψουν αυτό το επενδυτικό κενό.
Τέλος, εάν καταφέρει όλα τα παραπάνω μία χώρα, το επόμενο βήμα για να συνεχίσει να αναπτύσσεται είναι η τεχνολογική της εξέλιξη – σε συνδυασμό με ένα πολύ καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Δυστυχώς όμως, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει απολύτως τίποτα από τα παραπάνω – ενώ η μία και μοναδική «επιτυχία» της κυβέρνησης που παράγει μόνο ελλείμματα και χρέη, όσον αφορά την οικονομία, ήταν και είναι ο πληθωρισμός.
Εν προκειμένω, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, αυξήθηκε στις 118,17 μονάδες τον Οκτώβρη του 2023, από περίπου 100 στις αρχές του 2021, οπότε κατά 18,17% όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – ενώ στα τρόφιμα η άνοδος των τιμών ήταν πάνω από 30%.
Το αναφέρουμε ως επιτυχία, σε εισαγωγικά φυσικά, επειδή μέσω του πληθωρισμού μειώνεται η σχέση χρέους προς ΑΕΠ – ενώ αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα.
Τα εισαγωγικά στη λέξη «επιτυχία» σημαίνουν λοιπόν πως ο πληθωρισμός ήταν και είναι μεν ο από μηχανής Θεός για την κυβέρνηση, τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις – αλλά η απόλυτη καταστροφή για τους Πολίτες.
Για τους Έλληνες που δεν υπερφορολογούνται μόνο από το κράτος και ληστεύονται από τις τράπεζες, καθώς επίσης από τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά, επί πλέον, καταρρέει η αγοραστική αξία των μισθών και των συντάξεων τους – αφού οι αυξήσεις τους είναι μακράν χαμηλότερες του πληθωρισμού.
Πρόκειται όμως για μία βραχυπρόθεσμη επιτυχία, αφού αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσουν οι Πολίτες – οπότε θα ακολουθήσει το κράτος, μη έχοντας πια τη δυνατότητα να τους φορολογήσει.
Για τις εταιρίες αξιολόγησης είναι βέβαια αδιάφορο, αφού αυτό που τις ενδιαφέρει είναι η μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ και οι αυξημένοι φόροι – καθώς επίσης μία κυβέρνηση που να μπορεί να τα επιβάλει χωρίς να αντιδράσουν οι Πολίτες, σε συνδυασμό με τη συνέχιση του ξεπουλήματος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Ο τρόπος που τα έχει επιβάλει τώρα η κυβέρνηση, είναι με την παροχή επιδομάτων ελεημοσύνης – όπου οι εργαζόμενοι δεν καταλαβαίνουν πως είναι εφάπαξ, οπότε δεν μετρούν στις συντάξεις και στις μισθολογικές τους βελτιώσεις, ενώ προέρχονται από τη δική τους ληστεία.
Έτσι δεν αντιδρούν, όπως αντιδρούσαν ανέκαθεν – άλλωστε έχουν καμφθεί εντελώς οι υγιείς αντιστάσεις τους, μετά τα τρία διαδοχικά μνημόνια και τη δολοφονία της τελευταίας τους ελπίδας από το ΣΥΡΙΖΑ.
Όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης που θριαμβολογεί η κυβέρνηση, στηρίζεται στην ουσία στην κατανάλωση και στον τουρισμό, όπου απλά μας ευνοούν οι συγκυρίες – στο οικονομικό μοντέλο δηλαδή που μας χρεοκόπησε και θα μας χρεοκοπήσει ξανά.
Συνεχίζοντας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε το 2022, με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, στο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008. Εν τούτοις, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου, δεν έχει προσεγγίσει το επίπεδο του 2008 – καταθέτοντας πίνακες στα πρακτικά.
Το ποσοστό σύγκλισης δε με την ΕΕ συνεχίζει να είναι αρκετά χαμηλό, αφού διαμορφώθηκε στο 68% το 2022 – ή στο τρίτο χαμηλότερο της ΕΕ των 27.
Ειδικότερα, το 2002, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανερχόταν στο 93,3% του αντίστοιχου μεγέθους της ΕΕ των 27 – επομένως η διαφορά έκτοτε έχει διευρυνθεί εις βάρος μας κατά 25,3 μονάδες.
Από την άλλη πλευρά, ενώ το ΑΕΠ της Ελλάδας σε σταθερές τιμές έχει μειωθεί από το 100 το 2009 στο 84 το 2022, το μέσο ΑΕΠ της Ευρωζώνης έχει αυξηθεί από το 100 στο 117,7 στο ίδιο χρονικό διάστημα, καταθέτοντας το επίσης στα πρακτικά – γεγονός που σημαίνει πως η απόσταση της Ελλάδας έχει διευρυνθεί κατά 33,7 μονάδες, από την ίδια αφετηρία.
Το παραπάνω μεγέθη είναι τρομακτικά – ενώ επεξηγούν γιατί έχουμε καταντήσει να περνάμε στην ουσία μόνο τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία το 2022, σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Σύμφωνα τώρα με αυτά που είπε ο κ. Πετραλιάς κατά τη συζήτηση του προσχεδίου, ο στόχος της κυβέρνησης, είναι η μείωση του δημοσιονομικού μας ελλείμματος, έτσι ώστε να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος – κάτι που είναι μεν σωστό, αλλά το θέμα είναι το πώς επιτυγχάνεται.
Σίγουρα όχι με την υπερφορολόγηση, αφού έτσι στραγγαλίζεται η οικονομία μας – ενώ αυξάνονται επί πλέον τα ελλείμματα του εμπορικού μας ισοζυγίου, στα 40 δις € το 2022 ή στα 18,6 δις χωρίς τα πετρελαιοειδή, τα οποία μειώνουν το ΑΕΠ, εξανεμίζουν τα τουριστικά μας έσοδα και αυξάνουν το εξωτερικό μας χρέος.
Ο στόχος λοιπόν είναι διττός και δεν πρέπει ο πρώτος να είναι εις βάρος του δεύτερου. Δηλαδή, εάν δεν στηριχθεί η παραγωγή και συνεχίσει να επιδοτείται η κατανάλωση, με τις επενδύσεις να αφορούν κυρίως τα ακίνητα, το ξεπούλημα των πάντων και τον τουρισμό, η Ελλάδα θα εκτροχιαστεί ξανά, στην επόμενη παγκόσμια κρίση – όπως ακριβώς το 2009.
Ήδη έχει διπλασιαστεί μέσα σε ένα έτος το μέσο σταθμικό επιτόκιο δανεισμού μας, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ετήσιοι τόκοι και μειώνεται επικίνδυνα η μέση αποπληρωμή του χρέους – γεγονότα που σημαίνουν πως η αντίστροφη μέτρηση προς τη χρεοκοπία έχει ήδη ξεκινήσει.
Περαιτέρω, σε σχέση με το μύθο της αύξησης των εξαγωγών, εάν θέλει να έχει κανείς πραγματικές συγκρίσεις με τα προηγούμενα χρόνια, θα πρέπει να μετρήσει τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μαζί με τον τουρισμό δηλαδή, σε σταθερές τιμές του 2010 – ώστε να μην συμπεριλαμβάνεται ο πληθωρισμός που καθιστά ανόμοιες τις συγκρίσεις μεταξύ τους.
Έτσι θα διαπιστώσει πως αυξήθηκαν μεν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 2022 σε τρέχουσες τιμές κατά 37,8%, αλλά σε σταθερές τιμές μόλις κατά 2,15% το 2022, σε σχέση με το 2019 – από τα 71,7 δις €, στα 73,3 δις €.
Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, τα εξαγωνικά μας μεγέθη είναι ακόμη πιο απογοητευτικά, αφού είμαστε στην 22η θέση, μεταξύ των 27 χωρών – παρά την τεράστια εσωτερική υποτίμηση και την πληθωριστική συρρίκνωση του κόστους εργασίας που την ακολούθησε.
Εκτός του ότι τώρα ένα μεγάλο μέρος της ανόδου των εξαγωγών μας οφείλεται στα πετρελαιοειδή, οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2022, πολλά άλλα κράτη με ανάλογο ή/και με πολύ μικρότερο πληθυσμό, μας ξεπερνούν κατά πολύ.
Με αυτά τα στοιχεία, καταθέτοντας μία σειρά από πίνακες στα πρακτικά και με την απουσία παραγωγικού μοντέλου, ενώ οι ήδη υπάρχουσες δυνατότητες μας έχουν πληγεί όπως στη Θεσσαλία, η άνοδος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στον προϋπολογισμό κατά 5,6% το 2024, από 6,3% στο προσχέδιο, όταν το 2023 προβλέπεται στο 2,7%, είναι εξαιρετικά αισιόδοξη – εκτός εάν η άνοδος των τιμών του πετρελαίου που προβλέπεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στο Ισραήλ, αυξήσει τιμολογιακά τις εξαγωγές πετρελαιοειδών, στραγγαλίζοντας όμως τους Πολίτες.
Όσον αφορά την άνοδο των τουριστικών μας εσόδων το 2023, με αποτέλεσμα να είναι υψηλότερα από το 2019 κατά 10,4% πρόκειται επίσης για ένα μεγάλο ψέμα – αφού θα έπρεπε να αφαιρεθεί ο πληθωρισμός.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας που μεγεθύνεται μεν το ΑΕΠ της, λόγω του ότι ευνοείται αυτήν την εποχή ως οικονομία υπηρεσιών, ενώ δεν είχε μεγάλη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, επιδεινώνεται – το ότι δηλαδή παρουσιάζει μείωση της παραγωγικότητας, αφού ο δείκτης της Eurostat για την παραγωγικότητα από το 105 που ήταν το 2020, μειώθηκε στο 102 το 2021 και στο 99 το 2022.
Σύμφωνα επίσης με την Eurostat, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει μειωθεί σε σχέση με το 2005, στα 15,8 € ανά ώρα το 2022, από 18 € το 2005 – προφανώς λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων.
Πρόκειται λοιπόν για μία ανάπτυξη που στηρίζεται σε ξύλινα πόδια, οπότε λογικά θεωρούμε αισιόδοξες τις προβλέψεις του προϋπολογισμού – αν και για το ΑΕΠ μειώθηκαν σε σχέση με το προσχέδιο από 224,1 δις σε 222,76 δις για το 2023 και από 235,1 δις σε 233,77 δις το 2024. Ονομαστικά βέβαια, με τον πληθωρισμό δηλαδή, αφού το πραγματικό ΑΕΠ είναι περί τα 200 δις.
Σχετικά τώρα με το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, τα διαχρονικά στατιστικά επιβεβαιώνουν ότι, οι κατοικίες και οι κατασκευές αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του – όπου ο συγκεκριμένος τομέας αποτελεί το 13,9% του ΑΕΠ και το υψηλότερο στην ΕΕ, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Ουσιαστικά δηλαδή έχουμε μια ανακύκλωση κεφαλαίων που αυξάνει το κόστος των ενοικίων, μαζί με το AirBnb – ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες δεν είναι υγιής τρόπος ανάπτυξης, αλλά μία από τις παθογένειες της μεταπολίτευσης.
Για την πρόβλεψη τώρα ανόδου του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 15,1% το 2024, από 12,3% στο προσχέδιο, είμαστε επιφυλακτικοί – με δεδομένο το ότι, ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε αύξηση του κατά 15,5%, με την πρόβλεψη τώρα να έχει μειωθεί στο 8,3%, αν και θα στηριχθούν από τις επενδύσεις για τις καταστροφικές πλημμύρες, όπου χάθηκε μεγάλο μέρος παγίου κεφαλαίου και από το ΤΑ, καθώς επίσης από τις παραχωρήσεις της Εγνατίας που η πληρωμή τους μετατέθηκε στο 2024 και της Αττικής Οδού.
Σε κάθε περίπτωση, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου καλύπτει μόνο τις αποσβέσεις – ενώ θα έπρεπε τουλάχιστον να διπλασιασθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 25% περίπου.
Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως έχουμε τεκμηριώσει στη συζήτηση του προσχεδίου, οι παραγωγικές επενδύσεις αντιστοιχούσαν μόλις στο 27,4% του συνόλου το 2022 – οπότε ήταν κάτω των 2 δις και χαμηλότερες από τα προηγούμενα χρόνια.
Η ανεργία τώρα προβλέπεται να μειωθεί στο 9,3% το 2024 από 9,9% το 2023. Το θέμα είναι όμως πώς υπολογίζεται – αφού μειώνονται μεν οι άνεργοι στους 512.000 κατά την ΕΛΣΤΑΤ, αλλά κατά τη ΔΥΠΑ ανέρχονται στους 905.000.
Διαπιστώσαμε πάντως πως αφαιρέσατε την ανοησία της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στο 85% – προφανώς επειδή σας το είχαμε επισημάνει στο προσχέδιο, σημειώνοντας πως είναι εξαιρετικά χαμηλή. Στο 52,8% στην Ελλάδα, έναντι 75% περίπου του μέσου όρου της Ευρωζώνης – όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Συνεχίζοντας με το πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024, από 1,1% το 2023, θα ήταν θετικό εάν δεν οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην υπερφορολόγηση μέσω του πληθωρισμού – ενώ δεν διαφέρει ουσιαστικά, σε σχέση με την υπερφορολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν, δυστυχώς για τη μεσαία τάξη που είναι το μεγάλο θύμα.
Τα έσοδα από φόρους προϋπολογίζονται στα 62,96 δις, άρα πλησίον των 62,9 δις του προσχεδίου – με τη σημαντική διαφορά όμως του ότι, αυξήθηκε ο φόρος στα φυσικά πρόσωπα κατά περίπου 300 εκ. € από 13,01 δις σε 13,33 δις.
Αντίστοιχα, μειώθηκε ο φόρος στις επιχειρήσεις κατά 240 εκ. € – από 6,93 δις στο προσχέδιο, στα 6,69 δις. Οφείλεται αλήθεια στην προσθήκη του κεφαλικού φόρου των ελευθέρων επαγγελματιών ή έχει προστεθεί με βάση τις οδηγίες του ΔΝΤ που το επικροτεί στην έκθεσή του, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά;
Σε κάθε περίπτωση, ο φόρος εισοδήματος στα φυσικά πρόσωπα έχει αυξηθεί από 10,92 δις το 2019 στα 13,31 δις το 2024, οπότε κατά περίπου 20% – ενώ ο ΦΠΑ αυξήθηκε από 17,67 δις το 2019 στα 24,38 δις το 2024 ή κατά 38%.
Όλα αυτά έναντι ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ περί το 8% και του ονομαστικού κατά 27% – γεγονός που τεκμηριώνει ξανά τη φορολογική ληστεία των Ελλήνων.
Εκτός αυτού ο ΦΠΑ που επιβαρύνει τις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις από 34,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων το 2019, αυξάνεται στο 38,7% το 2024 – σημειώνοντας πως τα έσοδα από τη φορολογία ιδιωτών, από 48% του φόρου εισοδήματος το 2000, αυξήθηκαν στο 61% το 2024, ενώ των επιχειρήσεων από 44% έχουν μειωθεί στο 30,9%, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. Είναι αυτό φορολογική δικαιοσύνη;
Πάντως, το 2023 είχαμε υπεραπόδοση στους φόρους, με το φόρο εισοδήματος από επιχειρήσεις να φτάνει στα 6,9 δις το 2023, από 5,1 δις πρόβλεψη – ενώ η αντίστοιχη υπεραπόδοση στα φυσικά πρόσωπα ήταν 1 δις και στον ΦΠΑ επίσης 1 δις.
Παρεμπιπτόντως εδώ, επειδή ο υπουργός θέλει να δικαιολογήσει τον κεφαλικό φόρο με την επίκληση της φοροδιαφυγής, η εκτιμώμενη κατά κεφαλήν φοροδιαφυγή στην Ελλάδα δεν είναι η υψηλότερη στην ΕΕ – ενώ αυτό που οφείλει να κάνει είναι να καταπολεμήσει τη φοροαποφυγή, καθώς επίσης να βελτιώσει την ανταποδοτικότητα των φόρων που είναι εξαιρετικά χαμηλή στην Ελλάδα.
Όπως αναφέρεται πάντως στην «Έκθεση Φορολογικών Δαπανών 2024» του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία απαριθμεί κυρίως τις φοροαπαλλαγές που παρέχονται από την νομοθεσία, είναι συνολικού κόστους 15,5 δις συμπεριλαμβανομένου του αφορολόγητου εισοδήματος των 3,8 δις – ελπίζοντας να μην αναφέρεται με σκοπό την κατάργηση τους.
Οι δαπάνες τώρα της Κεντρικής Κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθούν στα 74,6 δις € από 74,08 στο προσχέδιο και 69,9 δις το 2023 – όπου όμως έκλεισαν στα 72,8 δις €, μετά τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό που ψηφίστηκε.
Οι παροχές σε εργαζόμενους του δημοσίου, οι μισθοί, θα ανέλθουν στα 14,8 δις το 2024 από 14,1 δις το 2023 – δηλαδή πρόκειται για μία μέση αύξηση της τάξης του 4,2%, οπότε κατά πολύ χαμηλότερη του σωρευτικού πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, οι συντάξεις στους ΟΚΑ θα ανέλθουν στα 32,9 δις το 2024 από 31,7 δις προϋπολογισθέντα το 2023 – οπότε πρόκειται για μία αύξηση 3,7% και ισχύει ο ίδιος εμπαιγμός με τους μισθούς, όσον αφορά το ποσοστό.
Σε σχέση με τον προϋπολογισμό των ΟΤΑ, είναι ελλειμματικός στα -297 εκ. το 2024 – ενώ οι αδυναμίες τους φάνηκαν στις πλημμύρες που τελικά, στην περίπτωση της Θεσσαλίας, αναλαμβάνει η Κεντρική Διοίκηση.
Συνεχίζοντας με τα εξοπλιστικά που αποτελούν σημαντικό θέμα εθνικής ασφαλείας, προϋπολογίζονται στα 2,57 δις το 2024, σε σύνολο 6,09 δις δαπανών του ΥπΕθΑ. Εδώ θα θέλαμε να ρωτήσουμε τι ακριβώς συμπεριλαμβάνεται.
Σχετικά πάντως με την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών που αναφέρθηκε ότι επιδιώκει η κυβέρνηση, δεν θα εξαιρούταν από το χρέος, αλλά από το έλλειμμα – αφού δεν πρόκειται ασφαλώς να μας τα χαρίσουν.
Περαιτέρω στα επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας των Ελλήνων είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ – ως αποτέλεσμα των μνημονίων και των κυβερνητικών πολιτικών. Συνολικά, προβλέπονται διάφορα επιδόματα για την ανισότητα – ύψους 2,5 δις € το 2024, από 2,1 δις το 2023 και άρα πολύ χαμηλότερα από την υπερφορολόγηση.
Είναι σημαντικό τώρα να αποτυπωθούν οι συνέπειες από τις πλημμύρες – τόσο οι ζημίες, όσο και έργα που πρέπει να δρομολογηθούν, αλλά υπάρχει μεγάλη αοριστία.
Διαπιστώσαμε πάντως ότι, εντάχθηκαν στο ΤΑΑ έργα 600 εκ. € για επιδιορθώσεις σε δρόμους και στο σιδηρόδρομο, αλλά δεν υπάρχουν ποσά για αντιπλημμυρικά κλπ. – ούτε για τις ζημίες στη βάση του Στεφανοβικείου και αλλού.
Για τις αποζημιώσεις αγροτών δίνονται μόνο 260 εκ., 150 εκ. το 2023 και 110 εκ. το 2024 – χωρίς να καλύπτουν όλο το κόστος, αφού μπορεί μεν να αποζημιώνεται ο αγρότης για το 100% της παραγωγής, αλλά με βάση παλαιές τιμές, ενώ είναι θολό τι άλλες ενισχύσεις θα δοθούν, όπως για σπίτια, εγκαταστάσεις κλπ.
Συνεχίζοντας με το ΠΔΕ, το 2024 ανέρχεται σε 8,55 δις € και το ΤΑΑ σε 3,6 δις – οπότε ναι μεν συνολικό ξεπερνούν τα 10 δις που ζητούσαμε ανέκαθεν, αλλά ένα μεγάλο μέρος τους αφορά κοινωνικές δράσεις. Έτσι όμως δεν θα έχουμε βιώσιμη ανάπτυξη.
Στις ιδιωτικοποιήσεις, όπου τα έως σήμερα έσοδα είναι 8,47 δις, προβλέπονται εισπράξεις 5,77 δις το 2024 – κυρίως 3,27 δις από την Αττική Οδό και 1,35 δις από την Εγνατία που παραχωρούνται στην ΤΕΡΝΑ. Τα 1,35 δις θα έπρεπε να έχουν καταβληθεί το 2023 – οπότε η ερώτηση μας είναι γιατί καθυστερούν και γιατί είχε ανακοινωθεί το τίμημα στο 1,5 δις.
Όσον αφορά το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω του πληθωρισμού – στο 152,3% του ΑΕΠ το 2024 από 195% το 2021. Εάν βέβαια επιστρέψει η ύφεση, θα αυξηθεί απότομα, όπως συνέβη στο παρελθόν.
Εκτός του ότι όμως αυξάνεται το χρέος, ειδικά του κεντρικού κράτους άνω των 400 δις, αυξάνονται και οι τόκοι, ενώ μειώνεται συνεχώς η μέση διάρκεια αποπληρωμής του, πρόσφατα στα 17,2 έτη από 20,5 το 2019 – κάτι που θεωρούμε πολύ επικίνδυνο.
Το χρέος μας πάντως δεν είναι βιώσιμο, αλλά εξυπηρετίσημο – ενώ δεν οφείλεται στο PSI, αλλά στα 95 δις € που ρυθμίσθηκαν το 2018 για μετά το 2032 από το ΣΥΡΙΖΑ, πιθανότατα με αντάλλαγμα την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.
Τέλος, το 2023 είχαμε πληρωμές τοκοχρεολυσίων 13,95 δις, ενώ το 2024 έχουμε λήξεις 8,1 δις χωρίς τα έντοκα, όσο περίπου και το 2025 – ενώ από το 2026 αυξάνονται σημαντικά στα 13 δις, με τα repos να έχουν εκτοξευθεί στο 1,4 τρις €. 1,4 τρις € σε ετήσια βάση!
Εκτός από το δημόσιο χρέος υπάρχει βέβαια και το ιδιωτικό που έχει εκτοξευτεί στα ύψη και απειλεί την κοινωνία – ενώ λόγω της ανόδου των επιτοκίων θα υπάρξει σοβαρή επιδείνωση.
Σχετικά πάντως με το μαξιλάρι που είναι ομιχλώδες, έχουμε καταθέσει γραπτή αναλυτική ερώτηση – ελπίζοντας να απαντηθεί πριν από την Ολομέλεια για τον προϋπολογισμό.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις