Την ανάγκη να προχωρήσει η ενεργειακή μετάβαση από την Ευρώπη με διαφορετική συνταγή, με κανόνες, με μέτρο και με ορθολογισμό, τόνισαν χθες πηγές της αγοράς ενέργειας. Στην ευθύνη των ευρωπαϊκών πολιτικών αναφέρθηκε εξάλλου χθες και ο Ευάγγελος Μυτιληναίος μιλώντας στον Κύκλο Ιδεών, σημειώνοντας ότιη Ευρώπη προχώρησε την ενεργειακή μετάβαση χωρίς σχεδιασμό και χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαιτούμενες επενδύσεις.

Οπως είπε, «αυτή η ενεργειακή κρίση είναι η πρώτη μετά από δεκαετίες και είναι η πρώτη εκ των πολλών που έρχονται. Η Ευρώπη προχώρησε στην απανθρακοποίηση γρήγορα, χωρίς σχέδιο, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι επενδύσεις, χωρίς την εξασφάλιση του πληθυσμού για το πιο βασικό αγαθό που είναι η ενέργεια».

Ειδικότερα, αναφερόμενος στο φυσικό αέριο σημείωσε ότι «αν και είναι το καύσιμο μετάβασης, δεν υπάρχουν ούτε οι υποδομές για να δεχτούν το αέριο, δεν έχουν γίνει οι επενδύσεις για αυτή τη μετάβαση και το μόνο που έχει γίνει είναι φωτοβολταϊκά και αιολικά. Και αυτές είναι ευρωπαϊκές πολιτικές, όχι εθνικές. Τώρα στην κρίση επάνω σκέφτηκαν οι Αρχές στις Βρυξέλλες ότι πρέπει η Ευρώπη να αποκτήσει μεγάλους χώρους αποθήκευσης αερίου. Και προχωράμε να φτιάχνουμε φωτοβολταϊκά και αιολικά, ενώ ξεχνάμε τη στοχαστικότητα που δεν επιτρέπει να έχουμε συνέχεια παραγωγή. Δεν υπάρχει σήμερα ακόμη η τεχνολογία για μεγάλης έκτασης αποθήκευση ενέργειας», τόνισε ο κ. Μυτιληναίος.

«Με αυτά τα δεδομένα, αυτή είναι η πρώτη από τις πολλές κρίσεις που θα δούμε μέχρι να γίνει πραγματικότητα η πράσινη μετάβαση. Δεν προετοιμάστηκε η Ευρώπη κατάλληλα και δεν είναι έτοιμη για την πράσινη μετάβαση», συμπλήρωσε.

Προτάσεις για μια πιο ορθολογική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης

Πηγές από άλλο ενεργειακό όμιλο τονίζουν την ανάγκη για σχεδιασμό με μέτρο, ορθολογισμό και κανόνες, στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Σχετικά με το φυσικό αέριο αναφέρουν ότι η χρησιμότητα του αερίου είναι μεγάλη σαν αέριο-γέφυρα μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος αξιόπιστος τρόπος παραγωγής ρεύματος. Γι’ αυτό «οι επενδύσεις σε έργα αερίου δεν πρέπει να σταματήσουν και δεν πρέπει η Ευρώπη να αρνηθεί επιδοτήσεις σε τέτοιου είδους έργα».

Σημειώνουν ότι οι επιλογές και οι πολιτικές κατευθύνσεις που υιοθετούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται στο όνομα της πράσινης βιώσιμης μετάβασης, με την υποστήριξη των Ευρωπαίων πολιτών που δίκαια ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή. Ο δρόμος, όμως, που έχει επιλεχθεί μετακυλίει σημαντικό κόστος στους Ευρωπαίους καταναλωτές και χωρίς κατ’ ανάγκη τα επιθυμητά αποτελέσματα για το περιβάλλον.

Συγκεκριμένα, οι περιβαλλοντικές πολιτικές στην Ευρώπη γενικά εστιάζουν στην αποφυγή εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων εντός της Ένωσης ως τον βασικό πυλώνα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της ανθρωπιστικής κρίσης που αυτή συνεπάγεται σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχουν, όμως, ξεκάθαρα επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι αυτή η προσέγγιση δεν θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα:

  • Το διοξείδιο του άνθρακα είναι σαφώς το αέριο του θερμοκηπίου με τις μεγαλύτερες εκπομπές που σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά το μεθάνιο, για παράδειγμα, είναι σχεδόν 15 φορές πιο δραστικό στον εγκλωβισμό θερμότητας στην ατμόσφαιρα. Η μείωση εκπομπών μεθανίου όμως αποτελεί πολιτικό ταμπού, αφού θα έπληττε βασικά την αγροτική παραγωγή και εδραιωμένες καταναλωτικές συνήθειες, καθώς επίσης και το μοναδικό ακόμη αποδεκτό ορυκτό καύσιμο στην Ευρώπη που τροφοδοτεί όλη τη βιομηχανία, το φυσικό αέριο.
  • Ακόμα και αν δεχθούμε ότι η εστίαση στο CO2 είναι μονόδρομος, οι ευρωπαϊκές προσπάθειες θα συνεχίσουν να αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό αν δεν υπάρξει διεθνής συντονισμός. Μόλις το 8% της παγκόσμιας εκπομπής CO2 προέρχεται από την Ευρώπη, οπότε ακόμα και αν μειώναμε στο ελάχιστο τις εκπομπές εντός της ΕΕ, η παγκόσμια ετήσια αύξηση σύντομα θα εξάλειφε κάθε όφελος σε έναν πλανήτη που τον μοιραζόμαστε όλοι. Οι μονομερείς ενέργειες από πλευράς Ευρώπης θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα μόνο αν συνδυαστούν με συντονισμένες πιέσεις σε τρίτα κράτη που θέλουν να έχουν εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, χωρίς, όμως, και σε αυτήν την περίπτωση να παραγνωρίζεται το πολιτικά και οικονομικά δυσβάσταχτο κόστος για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πέραν της αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητάς τους ως προς την αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής, οι ευρωπαϊκές πολιτικές έρχονται και με ένα δυσβάσταχτο και ανισοβαρές κόστος για τις ευρωπαϊκές οικονομίες:

  • Η ενέργεια που παράγεται από την καύση ορυκτών καυσίμων είναι, καλώς ή κακώς, η φθηνότερη διαθέσιμη ενέργεια, σημειώνεται. Η μετάβαση σε άλλες πηγές ενέργειας, αν δεν γίνει σταδιακά, θα επιφέρει μεγάλο άμεσο πλήγμα στο πορτοφόλι των Ευρωπαίων καταναλωτών μέσω της αυξήσεως των τιμών καυσίμων και ηλεκτρισμού, καθώς και ένα ακόμα μεγαλύτερο, έμμεσο πλήγμα στην οικονομία της Ευρώπης μέσω της μείωσης της ανταγωνιστικότητάς της. Το κόστος της ενέργειας επηρεάζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα τη βιομηχανία, η οποία δίχως ουσιαστική πολύπλευρη υποστήριξη θα πληγεί ανεπανόρθωτα. Αυτό αφορά ακόμα περισσότερο σε κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, όπου ο ανταγωνισμός από μη ευρωπαϊκές χώρες είναι μεγαλύτερος (Μεσόγειος και Ανατολική Ευρώπη).
  • Στην προσπάθειά της να μειώσει τις εκπομπές CO2, η ΕΕ δημιούργησε ένα σύστημα δικαιωμάτων εκπομπών, εξηγούν οι ίδιες πηγές, τα οποία, αρχικά, αφορούσαν μόνο στα ευρωπαϊκά κράτη που τα εξέδιδαν και ευρωπαϊκές δραστηριότητες που τα χρησιμοποιούσαν εντός της Ενώσεως. Μετέπειτα η Ευρώπη άνοιξε την αγορά δικαιωμάτων σε τρίτους, επιτρέποντας τη δημιουργία υπεραξίας για χρηματοοικονομικά ιδρύματα και ξένους επενδυτές σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών και της βιομηχανίας. Οι συνέπειες φαίνονται στον διπλασιασμό της τιμής των δικαιωμάτων που έχει γίνει παραδόξως δεκτός με ενθουσιασμό από την Κομισιόν, παρόλο που δεν έχει αυξήσει τα έσοδα για τα κράτη-μέλη (η υπεραξία καταλήγει σε τρίτους), ενώ ταυτόχρονα έρχεται να προστεθεί ως σημαντική επιβάρυνση για τους Ευρωπαίους καταναλωτές ενέργειας και τη βιομηχανία, σε μια άνευ προηγουμένου συγκυρία έκρηξης των τιμών ενέργειας.
  • Πέραν του κόστους τους, οι ευρωπαϊκές πολιτικές αποδεικνύεται ότι προκαλούν και τη δραστική αποδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας της ηπείρου. Παρά τη δαπάνη δισεκατομμυρίων προς την ανάπτυξη ΑΠΕ και υποδομών φυσικού αερίου, η Ευρώπη, σήμερα, βασίζεται στο φυσικό αέριο από τη Ρωσία και χώρες της κεντρικής Ασίας περισσότερο από ποτέ. Σύντομα, η εξάρτηση αυτή θα επεκταθεί και σε αλλά προϊόντα ορυκτών καυσίμων. Πέραν λοιπόν του οικονομικού, υπάρχει και ένα μεγάλο, γεωστρατηγικό και πολιτικό κόστος για την Ευρώπη.

Να διορθωθούν οι στρεβλώσεις

Η διόρθωση των στρεβλώσεων, τονίζεται, δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν θα πρέπει να σημαίνει μείωση της προσπάθειας διάσωσης και προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλά ο σκοπός οποιασδήποτε πολιτικής θα πρέπει να είναι η μεγαλύτερη εφικτή αποτελεσματικότητα με το δυνατόν λιγότερο κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές του ενεργειακού ομίλου, θα πρέπει:

  • Να εστιάσει στον παγκόσμιο συντονισμό για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG), κάτι που θα επιφέρει μεγαλύτερη και συντομότερη μείωση σε παγκόσμιο επίπεδο από ό,τι η μονομερής προσήλωση στους ευρωπαϊκούς στόχους. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα (όπως άλλωστε και άλλες εξίσου σοβαρές κρίσεις όπως η μεταναστευτική και η επισιτιστική) και χρειάζεται παγκόσμιες λύσεις.
  • Η παραδοχή ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία μπορεί να επωμιστεί το βάρος της πράσινης μετάβασης σε ένα περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού χωρίς σημαντική υποστήριξη είναι τραγικά εσφαλμένη. Επίσης, οι ελαφρύνσεις προς καταναλωτές ουσιαστικά επιδοτούν εξίσου Ευρωπαίους και τρίτους παραγωγούς ανεξαρτήτως κόστους παραγωγής, οπότε δεν είναι αποτελεσματικές.
  • Να δει η ΕΕ το πρόβλημα συνολικά, απαλλαγμένη από ιδεοληψίες. Ο σκοπός δεν πρέπει να είναι η αυστηρή μεταχείριση της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας για την όποια κοντόφθαλμη πολιτική εκμετάλλευση, αλλά η μείωση του αποτυπώματος GHG από όλους τους κλάδους της οικονομίας (π.χ. συμπεριλαμβανομένης της λελογισμένης κατανάλωσης τροφίμων και διάθεσης απορριμμάτων που επιταχύνουν την εκπομπή μεθανίου) και από όλες τις δραστηριότητες.
  • Το τελικό κόστος της μετάβασης αναγκαστικά θα το επωμιστεί ο καταναλωτής. Αυτό το κόστος δεν επιτρέπεται να φουσκώνει σαν αποτέλεσμα της κακής δομής της αγοράς δικαιωμάτων CO2 ή οποιασδήποτε άλλης κακής ή πλημμελούς πολιτικής και κανονιστικής παρέμβασης της ΕΕ.
  • Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τη σχέση κόστους μετάβασης και τεχνολογικής ανάπτυξης. Μια σταδιακή μετάβαση εναρμονισμένη με άλλες δυτικές οικονομίες θα επιτρέψει την ανάπτυξη τεχνολογιών που μειώνουν το κόστος της μετάβασης αυτής. Μια δραστική και μονομερής μετάβαση στην Ευρώπη θα πιέσει την Ευρωπαϊκή βιομηχανία να πάρει αποφάσεις που μελλοντικά μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο κοστοβόρες για αυτήν και την Ευρώπη συνολικά. Για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι η πρόσφατη εκτόξευση των τιμών της ενέργειας είναι εν μέρη αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της Ένωσης. Εάν αυτή η κρίση δεν αντιμετωπιστεί σύντομα, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις όλη την Ευρώπη.

Ο σκοπός αυτής της συζήτησης δεν είναι να πείσουμε ότι η κλιματική κρίση δεν είναι σοβαρή ή ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι αναγκαία. Ο σκοπός είναι να αναδείξουμε τις στρεβλώσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής που ακολουθείται στην Ευρώπη και το κόστος των στρεβλώσεων αυτών, το οποίο επωμιζόμαστε όλοι, και ιδιαίτερα οι οικονομικά ασθενέστεροι.

imerisia.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις