Οι κάτοικοι της περιοχής έχασαν τα σπίτια και τα χωράφια τους, όχι όμως και την ανθρωπιά τους. Μπορεί να είναι πλημμυροπαθείς, αλλά ντύνονται κάθε μέρα για να ταΐσουν πέντε χωριά.
«Στις 28 Αυγούστου καθόμαστε στην πλατεία της Φαρκαδόνας και πίνουμε καφέ. Έρχεται ένας τσιγγάνος και απλώνει το χέρι του. Μου λέει ένας Φαρκαδονήτης, μην του δίνεις ρε. Εγώ προσφέρθηκαν να του δώσω, γιατί είναι ο χαρακτήρας μου. Επειδή αύριο δεν ξέρω τι μου ξημερώνει, ας δώσω, και υπάρχει μια πιθανότητα να μου επιστρέψει», μας αφηγείται ο Δημήτρης Δημητριάδης, μέσα στο άδειο και διαλυμένο από τις πλημμύρες σπίτι του.
Το νερό από τον Πηνειό μπήκε στο σπίτι του Δημήτρη Δημητριάδη και της Ντίνας Παππά, σπάζοντας τη μπαλκονόπορτα. Όρθια έμεινε μονάχα μόνο μια εικόνα.
«Είδες που ήρθαμε κι εμείς τώρα σε αυτήν την τύχη, να πηγαίνουμε να πάρουμε ένα πιάτο φαγητό. Να ντρέπεσαι από υπερηφάνεια, να απλώσεις το χέρι σου», λέει ο Δημήτρης καθώς επισκευάζει το σπίτι τους μαζί με τον μαραγκό.
Η Συλλογική Κουζίνα Φαρκαδόνας, ταΐζει από το Νοέμβριο πέντε χωριά. Οργανώνει τις εργασίες και τις πρώτες ύλες κάνοντας συνέλευση κάθε Σάββατο, για να φτιάξει φαγητό για τη Φαρκαδόνα, το Κεραμίδι, το Βλοχό, τους Γεωργανάδες και την Παναγίτσα. Βρεθήκαμε ένα πρωί μαζί με τον Λουκά, τον Σωκράτη και την αρχιμαγείρισσα Βαγγελιώ για να μας εξηγήσουν πως από πλημμυροπαθείς αποφάσισαν να γίνουν μάγειρες.
«Ξέρεις ποιος σφάζει και ποιος παράγει. Αγόρασε και φέρτα»
Ο Σωκράτης φοράει ένα σκούφο του Ολυμπιακού και μας εξηγεί πως λειτουργεί η κουζίνα σε επίπεδο προμηθειών:
«Τα υλικά μας τα φέρνουν κάποιοι επιχειρηματίες εδώ τοπικοί, χωρίς να θέλουν να τους αναφέρουμε καθόλου. Ας πούμε ένας με μια βιοτεχνία ζωοτροφών μας έφερε 45 κιλά κρέας. Αυτό έβγαλε παραπάνω από 500 μερίδες.
Υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος μας φέρνει το ψωμί κάθε μέρα. Κάποιοι φούρνοι, επειδή χρειαστήκαμε να ψήσουμε φαγητά σε ταψιά, το έκαναν δωρεάν. Ο μεγαλύτερος όγκος προϊόντων έρχεται από συλλογικότητες και οργανώσεις.
Μας είπαν να βοηθήσουμε οικονομικά. Εμείς από την αρχή είπαμε και συνεχίζουμε έτσι, λεφτά στο χέρι δε δεχόμαστε. Ξέρεις ποιος σφάζει, και ποιος παράγει. Πάρε τα λεφτά, αγόρασε τα και φέρτα αν θέλεις».
Η Βάσω, η Βαγγελιώ και η Ελένη διευθύνουν την κουζίνα.
«Μου είπε η μαμά μου, θα πας να βοηθήσεις γιατί ξέρεις τη δουλειά. Θες λίγο πόνος, λίγο η ειδικότητα της μαγειρικής, πήγα στην ξαδέρφη της μαμάς μου, στην κυρία Φωτίκα και ξεκινήσαμε τον Νοέμβριο να μαγειρεύουμε στο σπίτι της», αφηγείται η Βάσω.
Η Βαγγελιώ φιλοξενεί δύο γιαγιάδες στο σπίτι και μαγειρεύει για να μη σαλτάρει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Γιατί να κάτσεις στο σπίτι δεν το κατάλαβα; Έχω δύο γιαγιάδες στο σπίτι, που τις γιατροπορεύω. Αν κάτσω σπίτι θα σαλτάρω τελείως. Εδώ θα αλλάξουμε μια κουβέντα με τη Βάσω, θα προσφέρω ό,τι μπορώ με τη δουλειά μου. Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε αλλιώς, αυτή είναι η βοήθεια μας».
«Το φαγητό εδώ είναι σωτηρία»
Ο κύριος Χρήστος μπαίνει στο μαγειρείο, με μια γλυκιά φωνή και ένα ευγενικό πρόσωπο, ρωτάει: «τι έχετε σήμερα;». Αργότερα μας αφηγείται πως ζει πλέον μόνος του στο Γριζάνο.
«Ευτυχώς είναι εδώ τα παιδιά που μαγειρεύουν. Εγώ δεν έχω γυναίκα, δεν έχω κανέναν, ποιος θα μαγειρέψει; Είχα δυο παιδιά έχασα το ένα το 2002, και το 2011 χάθηκε η γυναίκα μου από τη στεναχώρια. Και τώρα είμαι μόνος μου καλό μου παιδί. Δε σβήνουν αυτά. Εδώ έρχεσαι βρίσκεις κόσμο και ξεχνιέσαι. Το φαγητό εδώ είναι σωτηρία».
Ο κύριος Δημήτρης, με ένα παχύ μουστάκι σχολιάζει:
«Με το καλό να βρείτε τον άνθρωπό σας, γιατί χωρίς συγγενείς δε γίνεται. Βλέπω αυτόν τον φιλαράκο μου που είναι εργένης μια ζωή μόνος να δουλέψει, να πλύνει, να μαγειρέψει; Τι να κάνει; Χωρίς γυναίκα, χωρίς τίποτα. Η οικογένεια είναι η πυξίδα της ζωής».
«Απαλύνετε τον πόνο τον ανθρώπων»
«Πετάξαμε τρια φορτηγά πράγματα. Επτά μήνες περιμένουμε πότε θα φιλοτιμηθούν να έρθουν να δουν και να μας αποζημιώσουν. Κανείς δε μέτρησε την ψυχολογική καταστροφή», λέει ο Δημήτρης Παππάς που βιώνει την απόγνωση όλης της οικογένειας χωρίς αποζημιώσεις 6 μήνες μετά τις πλημμύρες.
«Τα πεθερικά μου, που μου έδωσαν αυτό το κορίτσι το καλό, είναι 87 και 88. Αν δε βάλουμε πλάτη εμείς, θα φύγουν από τη ζωή με αυτόν τον καημό. Ξεφτίλες, απαλύνετε ρε τον πόνο τον ανθρώπων».
Η Ντίνα μας περιγράφει πώς στη δομή μεταξύ των πλημμυροπαθών επικρατεί διχόνοια και κόντρα. «Μαλώνουν ποιος θα πάρει το φαγητό, και ποιοι όχι».
O αδερφός της Ντίνας, ο Τάκης, έχασε δύο αμάξια, δυο σπίτια και την επιχείρηση με τέντες που είχε δίπλα από τα χωράφια του. Σήμερα και οι τρεις τους, ζουν στη δομή στο Κουτσόχερο.
Ο Τάκης μαζί με τη γυναίκα του εγκαταστάθηκαν προσωρινά στη Δομή Προσωρινής Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο Κουτσόχερου, μαζί με τους υπόλοιπους πλημμυροπαθείς και τους πρόσφυγες. Ωστόσο, πέντε μήνες μετά δεν έχουν μπορέσει να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Ο Τάκης θυμάται τα πρώτα 24ωρα της πλημμύρας: «Έρχεται το νερό, και λέω δεν πάω στης μάνας μου το σπίτι να κοιμηθώ. Πήγα να ξαπλώσω, σήκω μου λέει η γυναίκα μου, έρχεται και εδώ το νερό. Πήγαμε σε ένα άλλο σπίτι και από κάτω άκουγα παφλασμούς, να διαλύεται το σπίτι μου».
«Είμαστε μεγάλη οικογένεια, σύνολο έντεκα άτομα, και μένουμε στη δομή. Έχουμε τέσσερα σπίτια που μπορούσα να μείνω εγώ και η γυναίκα μου, και δεν έχουν ούτε τουαλέτα μέσα τώρα. Η κατάσταση είναι γάματα, με μεγάλα γράμματα».
«Η μετεγκατάσταση είναι επικοινωνιακό τρικ»
«Ο Κάμπος πρέπει να καλλιεργείται», λέει ο Κώστας Τριανταφύλλου, πρόεδρος κοινότητας στο Κεραμίδι. «Επικοινωνιακό τρικ είναι η μετεγκατάσταση. Να κατέβουν εδώ να κοιμηθούν μια μέρα στο σπίτι μου, στο κρεβάτι το μουσκεμένο».
«Επίσημα αν ήθελαν έπρεπε να στείλουν χαρτί ότι εφόσον ζητάτε μετεγκατάσταση θα σας δώσουμε χώρο και σπίτια. Δεν υπάρχει τίποτα επίσημο. Τώρα συζητάνε για σχέδια για φωτοβολταϊκά στα χωράφια. Έπρεπε να απαγορεύεται στα καλλιεργήσιμα χωράφια. Εδώ η πλαγιά μπορεί να γεμίσει να παίρνει ρεύμα το χωριό, όχι τα χωράφια. Ο Κάμπος πρέπει να καλλιεργείται».
ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ
Η περιοχή με στοιχεία του ΕΛΓΑ από το 2010 μέχρι σήμερα πλημμύρισε 40 φορές, απλά το νερό δεν έφτασε στα σπίτια. Η περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως Ζώνη Ανάσχεσης Υδάτων, ώστε να σπάει ο Πηνειός στο χωριό για να μην πλημμυρίζει η Λάρισα.
Δυο με τρεις φορές το χρόνο τα χωράφια γεμίζουν νερό, σύμφωνα με τον Σωκράτη, ντόπιο παραγωγό από τη Φαρκαδόνα. Τα χωράφια αυτά, μας λέει, θα ξαναπλημμυρίσουν και οι αγρότες έχουν συγκεκριμένες προτάσεις για την επόμενη ημέρα.
Είτε μόνιμες αποζημιώσεις, είτε αλλαγή καλλιέργειας με τη φροντίδα του κράτους. Δηλαδή με υδροβόρες καλλιέργειες, όπως καρυδιές. Παράλληλα όμως, να δημιουργηθεί παραγωγικός συνεταιρισμός, να γίνεται μεταποίηση και να υπάρχει ονομασία προέλευσης, ώστε να μην αναζητά ο παραγωγός που θα πουλήσει μετά το προϊόν.
Η τελευταία εναλλακτική για τον τόπο είναι αντιπλημμυρικά έργα που χρειάζονται δισεκατομμύρια ευρώ. Λιμνοδεξαμενές δεξιά και αριστερά στον Πηνειό, μικροφράγματα και υπόγειοι αγωγοί για πότισμα. Έργα θανάτου, όχι με φορτωτές και χώματα, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Σωκράτης.
Οι ντόπιοι κάνουν λόγο για μελέτες της περιφέρειας που είναι στα συρτάρια τα τελευταία 18 χρόνια. Προτείνουν την απαλλοτρίωση εκτάσεων, και το χώμα αυτών που θα εμπλουτιστεί από τον Πηνειό, να οδηγηθεί σε άγονα χωράφια, ώστε αργότερα αυτά να έχουν καλύτερη απόδοση.
Την ίδια στιγμή τοπικοί πολιτευτές και επιχειρηματίες έχουν στραφεί από τη γεωργία στην πράσινη ενέργεια. Πατάνε όμως πάνω στα χωράφια.
Τους συμφέρει η συμφορά που τους βρήκε, λέει χαρακτηριστικά ο Λουκάς. Στην αρχή πρότειναν στους αγρότες 250 ευρώ το στρέμμα για να τοποθετήσουν πάνω φωτοβολταϊκά. Τσιμεντώνουν το χωράφι και συλλέγουν ενέργεια. Τώρα τους προτείνουν 150 ευρώ το στρέμμα. Αφού δε μπορούν να σπείρουν, δεν έχουν εναλλακτική.
ΤΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Από την κουζίνα φεύγουμε με μια οδηγία: «Πάρτε αυτές τις έξι μερίδες. Θα της πάτε στο Ποσειδώνιο». Εκεί βρήκαμε τον Τάκη, τον Τόλη και τον Αεράτο.
Ο Αεράτος είναι 66 χρονών και ξεκίνησε με μια κουζίνα στη Θεσσαλονίκη, αργότερα συνέχισε στο Βόλο με ένα ουζερί, και μετά κατέληξε τορναδόρος στη Φαρκαδόνα. Σήμερα δεν έχει καταφέρει ακόμη να βγει στη σύνταξη, αλλά βοηθά στην κουζίνα:
«Γιατί να καθίσω σπίτι μου, εφόσον γνωρίζω τη δουλειά από κουζίνα, μια πόρτα είμαστε εδώ πέρα. Τι να κάνω, να βγαίνω μόνο στο καφενείο;
Όταν μπήκε το νερό για μια εβδομάδα φορούσα ένα μπλουτζίν και τα άρβυλα. Είχαν ανάψει τα πόδια μου δεν άντεχα άλλο. Καθόμασταν στο Γριζάνο και ήρθε ένας άνθρωπος και μου έφερε αυτό το ζευγάρι. Πέρασε ενάμιση μήνας για να πάω στο καφενείο. Δεν είχα τίποτα. Δεν έβλεπα κανέναν, έκοβα βόλτες στο γήπεδο μόνος μου. Με έπιασε πυρετός από το παράπονο».
«Το ψηφοδέλτιο ξέρεις τι είναι;», ρωτάει ο Αντώνης. «Παρηγοριά στον άρρωστο, μέχρι να βγει η ψυχή του. Αισθάνεσαι ωραία ότι καταψήφισες, αλλά στην ουσία δεν έκανες τίποτε».
Ο κόσμος στη Φαρκαδόνα έχει αντιληφθεί ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν τους βλέπουν σαν απειλή. Γιατί όσο δεν έχουν ο ένας τον άλλο, θα νιώθουν φτωχοί. Η ιδέα αυτή βασανίζει τον Αεράτο. Καθώς βρισκόμαστε στο Ποσειδώνιο, και στα ηχεία παίζουν μουσικές του Αλέκου Ζαζόπουλου, αυτός με βουρκωμένα μάτια λέει:
«Θέλω να μαζευτούμε ξανά όλοι μαζί στην εκκλησία του χωριού. Την πάτησε το νερό, και δεν έμεινε τίποτα. Με τα χέρια μας τη χτίσαμε, είχαμε αναμνήσεις εκεί μέσα. Ήταν ένα στολίδι. Θέλουμε να την ξαναφτιάξουμε, να σμίγουμε εκεί, όπως παλιά»
news247.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις