«Όταν τα «συστημικά» ΜΜΕ, που θεωρητικά είναι οι εκπρόσωποι των πολιτών και όχι των κυβερνήσεων, στρατεύονται με την κυβέρνηση ή δεν της ασκούν τη δέουσα κριτική, τότε αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνουν τα εναλλακτικά Μέσα δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες δι’ αυτών και τότε γυρνάνε την πλάτη στους δημοσιογραφικούς τους εκπρόσωπους. Κι αυτό δεν μπορεί να αναστραφεί εύκολα», δηλώνει.
«Οδηγούμαστε σε έναν ιδιότυπο «επικοινωνιακό εμφύλιο». Εναλλακτικές φωνές έναντι φιλοκυβερνητικών ή και καθεστωτικών και διαδικτυακές φωνές έναντι εκείνων στα παλιά Μέσα. Η μόνη λύση σε αυτή την κατάσταση είναι ο εξωτερικός και εσωτερικός πλουραλισμός των Μέσων, δηλαδή περισσότερη επικοινωνιακή, όπως και πολιτική, δημοκρατία».
Η παραπάνω διαπίστωση ανήκει στον Γιώργο Πλειό, Πρόεδρο του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Διευθυντή του Εργαστηρίου Κοινωνικών Ερευνών στα ΜΜΕ ,Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μέλος του ΔΣ του ΕΣΡ, που παραχωρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο iEidiseis για το μέσα Κοινωνικής δικτύωσης στη χώρα μας, με αφορμή τη σχετική παρέμβαση του πρωθυπουργού πρόσφατα στη Βουλή.
Ο Γιώργος Πλειός μιλά στο iEidiseis για την κατάσταση που επικρατεί στο διαδίκτυο, την κρίση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, τα Fake news, τις προσπάθειες ελέγχου των ΜΚΔ, αλλά και το τι πρέπει να γίνει.
Γιατί εκτιμάτε ότι ο πρωθυπουργός, πρόσφατα, από το βήμα της Βουλής, έκανε επίθεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Αυτό που είπε ο πρωθυπουργός είναι ότι έτσι όπως λειτουργούν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) ΣΗΜΕΡΑ κάνει κακό στη Δημοκρατία, γιατί συνομιλούν μεταξύ τους άνθρωποι που έχουν την ίδια άποψη και επομένως δεν γίνεται διάλογος, παρά ανατροφοδοτούνται τα προϋπάρχοντα στερεότυπα. Στην πραγματικότητα μίλησε για το φαινόμενο που στη θεωρία αποκαλούμε «δωμάτια αντήχησης» (ecochambers) και πράγματι ισχύει. Όντως στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στο Facebook οι ομάδες που σχηματίζονται είναι σε μεγάλο βαθμό ομάδες πολιτικής και πολιτιστικής ομοφυλίας (δηλαδή έχουν τις ίδιες πολιτικές, αθλητικές, πολιτιστικές κ.ά. απόψεις). Όντως έτσι εξασθενίζει ο διάλογος μεταξύ ατόμων με διαφορετικές απόψεις και ευνοείται ο λόγος μίσους. Όταν αυτή τη διαπίστωση την κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν υπάρχει πρόβλημα διότι αυτή ακριβώς είναι η δουλειά τους. Όμως όταν την κάνει ένας πολιτικός και μάλιστα ο πρωθυπουργός που είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να παίρνει αποφάσεις και να κάνει ρυθμίσεις, και περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση, τότε δεν κάνει τη δουλειά του.
Στην περίπτωση αυτή δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Ή, αποποιείται του ρόλου του και σκόπιμα παίρνει τη θέση του παρατηρητή γιατί δεν θέλει ή δεν μπορεί να πάρει τη θέση του παίκτη. Παραιτείται δηλαδή από την πολιτική δύναμη που έχει για να παρέμβει. Ή προετοιμάζει μια τέτοια παρέμβαση στη λειτουργία των ΜΚΔ προς την υπονοούμενη κατεύθυνση και απλώς προλειαίνει το έδαφος δημιουργώντας τετελεσμένες προφάσεις. Ίσως αυτό εξηγεί και τη φράση «όπως λειτουργούν ΣΗΜΕΡΑ». Επειδή όμως δεν μπορεί κανένας πρωθυπουργός, ιδιαίτερα αν τυχαίνει να είναι ο πρωθυπουργός μιας μικρής σημασίας χώρας για το διαδικτυακό σύμπαν, να αλλάξει τον τρόπο που λειτουργούν τα ΜΚΔ, τότε μάλλον συμβαίνει το πρώτο. Δηλαδή αντί να παίρνει τη θέση του δρώντος παίρνει τη θέση του θεατή στην εξέδρα, περιμένοντας να λύσει, (ποιος;) το πρόβλημα.
Εκτός αν έχει στη φαρέτρα του έχει όπλα όπως αυτά που χρησιμοποιούν αυταρχικά, αντιδημοκρατικά καθεστώτα για έλεγχο και φίμωμα των φωνών που ακούγονται δια του διαδικτύου. Ελπίζω κι εγώ όπως πολλοί πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο
Και ποιο είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι η οξεία κριτική που ασκούν οι πολίτες δια των ΜΚΔ. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει επειδή ξύπνησαν μια ωραία πρωία οι πολίτες και είπαν να τα βάλουν με την κυβέρνηση, όπως δεν συνέβαινε από την εκλογή της κυβέρνησης μέχρι που άρχισε να φαίνεται το αδιέξοδο στον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Συμβαίνει, πρώτον διότι οι πολίτες είναι αντίθετοι με την ασκούμενη πολιτική και δεύτερον δεν ακούγεται η φωνή τους στα καθιερωμένα θεσμικά πλαίσια της πολιτείας, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ. Αν η φωνή των πολιτών ακούγονταν ή και εισακούγονταν στη Βουλή, στα ΜΜΕ και σε άλλα δημόσια φόρα θα εξέλειπαν κάποιοι από τους λόγους της εκτεταμένης και οξείας κριτικής που γίνεται στην κυβέρνηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες που διαχειρίζονται την πανδημία κ.ά. δια των ΜΚΔ. Για να το πω διαφορετικά, όταν τα «συστημικά» ΜΜΕ, που θεωρητικά είναι οι εκπρόσωποι των πολιτών και όχι των κυβερνήσεων, στρατεύονται με την κυβέρνηση ή δεν της ασκούν τη δέουσα κριτική, τότε αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνουν τα εναλλακτικά Μέσα δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες δι’ αυτών και τότε γυρνάνε την πλάτη στους δημοσιογραφικούς τους εκπρόσωπους. Κι αυτό δεν μπορεί να αναστραφεί εύκολα. Στη δεκαετία του πέρασε το είδαμε ακόμα δυο φορές.
Όταν τα «συστημικά» ΜΜΕ, που θεωρητικά είναι οι εκπρόσωποι των πολιτών και όχι των κυβερνήσεων, στρατεύονται με την κυβέρνηση ή δεν της ασκούν τη δέουσα κριτική, τότε αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνουν τα εναλλακτικά Μέσα δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες δι’ αυτών και τότε γυρνάνε την πλάτη στους δημοσιογραφικούς τους εκπρόσωπους. Κι αυτό δεν μπορεί να αναστραφεί εύκολα
Αρχικά στην περίοδο 2012 – 2015 όπου στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης φιλοξενούνταν κριτικές έως έντονα κριτικές φωνές προς τις κυβερνήσεις, συχνά παίρνοντας το μέρος του Σύριζα. Ακολούθως, το 2015, όταν η κυβέρνηση Σύριζα συμβιβάστηκε με τις απαιτήσεις της τρόικας και ψήφισε μαζί με τα άλλα κόμματα (πλην ΚΚΕ) το 3ο μνημόνιο, τότε τα ΜΚΔ έγιναν το βήμα κριτικής των πολιτών προς την τότε κυβέρνηση του Σύριζα και διαδραμάτισαν αξιοσέβαστο ρόλο για την εκλογική του ήττα τον Ιούλιο 2019.
Αν η φωνή των πολιτών ακούγονταν ή και εισακούγονταν στη Βουλή, στα ΜΜΕ και σε άλλα δημόσια φόρα θα εξέλειπαν κάποιοι από τους λόγους της εκτεταμένης και οξείας κριτικής που γίνεται στην κυβέρνηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες που διαχειρίζονται την πανδημία κ.ά. δια των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης
Αυτό που «φταίει» λοιπόν δεν είναι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά ότι υπάρχουν πολλοί πολίτες που διαφωνούν ριζικά με τις ασκούμενες πολιτικές και θέλουν να το εκφράσουν, θέλουν να διεκδικήσουν διαφορετικές ρυθμίσεις. Κι αν κάποιος μπορούσε να φιμώσει τα ΜΚΔ, τότε οι πολίτες, ή τέλος πάντων αρκετοί πολίτες, θα έβρισκαν άλλους τρόπους να εκφράσουν την κριτική και τα αιτήματά τους. Με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, με φυλλάδια, αφίσες και συνθήματα στους τοίχους, με πορείες και μοτο-πορείες, τόσο κεντρικά όσο και στις γειτονιές, και φυσικά με οργάνωση. Κι αυτή η οργάνωση αν εμφανιστεί θα παραμείνει για καιρό και θα τροφοδοτήσει ακόμα πιο πολλές δράσεις και διαμαρτυρίες.
Καμία φίμωση και καμία αστυνομική αντιμετώπιση δεν μπορεί να κάνει τις φωνές να σωπάσουν όταν έχουν λόγους να θέλουν να ακουστούν και μάλιστα στεντόρεια. Κανείς ποτέ δεν το πέτυχε. Πέρα από το ότι είναι αντιδημοκρατικό, είναι και αναποτελεσματικό.
Οι κυβερνήσεις που εμποδίζουν τον τεμπέλικο ακτιβισμό του διαδικτύου ωθούν τους πολίτες να γεμίσουν της πλατείες. Συνεπώς, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν είναι μόνο Μέσα δια των οποίων ασκείται οξεία κριτική, αλλά και μέσα αποσυμπίεσης της κοινωνικής διαμαρτυρίας και εκτροπής της σε πιο ακίνδυνους, για την κυβέρνηση, δρόμους αντίδρασης.
Αυτό που «φταίει» δεν είναι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά ότι υπάρχουν πολλοί πολίτες που διαφωνούν ριζικά με τις ασκούμενες πολιτικές και θέλουν να το εκφράσουν, θέλουν να διεκδικήσουν διαφορετικές ρυθμίσεις
Αν ρωτήσω για τα συν και τα πλην του διαδικτύου τι θα μου λέγατε;
Το διαδίκτυο και τα ΜΚΔ είναι Μέσα πρόσβασης τόσο σε πληροφορίες που δημοσιεύονται στα «παλιά Μέσα» όσο και σε πληροφορίες που δεν δημοσιεύονται σ’ αυτά. Είτε λόγω περιορισμένου χώρου, είτε λόγω περιορισμένης οπτικής, δηλαδή λόγω έλλειψης πολυφωνίας.
Σπάνια θα βρει κάποιος λ.χ. τόσο και τέτοιο υλικό για τη δράση του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ, για τις υποκλοπές των επικοινωνιών των πολιτών από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, για τα εγκλήματα των Ελλήνων ναζί στην πρώην Γιουγκοσλαβία, για τις μεθοδεύσεις εγχώριων και ξένων παραγόντων στην ελληνική κρίση κ.ά.
Ωστόσο υπάρχουν και πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να δημοσιευτούν καθώς είναι παραποιημένες πληροφορίες, θεωρίες συνωμοσίας, ψευδοεπιστήμη κοκ. Ή, πάλι, αποτελούν λόγο μίσους και δεν θα διακινδύνευαν οι δημοσιογράφοι και εκδότες να τις δημοσιεύσουν.
Τα ΜΚΔ είναι μέσα οριζόντιας ιεραρχίας που συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της επικοινωνίας. Η οριζόντια επικοινωνία συγκρούεται με την κάθετη ιεραρχική δομή πολλών θεσμών, ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής και των επιχειρήσεων, γι’ αυτό και οι τελευταίες καταβάλουν προσπάθειες να τα ελέγξουν, αλλά το μόνο που θα καταφέρουν είναι να οξύνουν τη σύγκρουση και έτσι να υπονομεύσουν τη δική τους αυθεντία.
Είναι Μέσα που δίνουν τη δυνατότητα σε πολλές φωνές να ακουστούν. Δίνουν τη δυνατότητα να βγουν στην επιφάνεια της δημοσιότητας πολλά θέματα που τα παλιά Μέσα αποκρύπτουν. Το είδαμε τελευταία στην υπόθεση του «γνωστού σκηνοθέτη», το είδαμε στο τροχαίο της έξω από τη Βουλή, το είδαμε σε πλείστα θέματα. Όλα τα θέματα και όλες οι φωνές είναι δυνατές.
Από την άλλη πλευρά, όσο εύκολα μπορούν να δημοσιευτούν πληροφορίες που εμπλουτίζουν τη γνώση μας για ό,τι μας περιβάλλει άλλο τόσο είναι εύκολο να δημοσιευτούν παραποιημένες ειδήσεις, ψευδοεπιστημονικές πληροφορίες, θεωρίες συνωμοσίες κ.ά. όπως έγινε ιδιαίτερα στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Πρόκειται για πληροφορίες που συσκοτίζουν και δεν εμπλουτίζουν την εικόνα του κόσμου μέσα μας. Ή πάλι δημοσιεύονται περιεχόμενα που ευνοούν τους στόχους τρομοκρατικών οργανώσεων όπως ο Ισλαμικός Στρατός, ή προωθούν την παιδική πορνογραφία, το εμπόριο οργάνων, όπλων και ανθρώπων.
Επιπλέον η πληροφορία στο διαδίκτυο δεν είναι δομημένη με κάποιο σχήμα κατανόησης. Παίρνουμε πολλές πληροφορίες αλλά δεν μας βοηθούν συχνά να κατανοήσουμε πως λειτουργεί ο κόσμος. Γι’ αυτό και η προσφυγή στις θεωρίες συνωμοσίας βάζει μια τάξη της πληροφοριακό χάος στο οποίο πλέουμε, ιδιαίτερα αν δεν έχουμε από πριν συγκροτημένη γνώση.
Ωστόσο δεν φταίει το Μέσο για αυτό. Εκείνοι που παράγουν και διαδίδουν αλλά και εκείνοι που καταναλώνουν παραποιημένες πληροφορίες το κάνουν γιατί αυτό εξυπηρετεί κάποιο στόχο ή μια ανάγκη τους. Κι αν δεν είναι διαθέσιμο το διαδίκτυο θα το προσπαθήσουν αλλιώς. Άλλωστε τέτοιες παράνομες πρακτικές υπήρχαν και πριν το διαδίκτυο και σε καθόλου ευκαταφρόνητη κλίμακα. Όταν ανθούσαν στην Ελλάδα αρχές της δεκαετία ’90 δεν υπήρχε ακόμα το διαδίκτυο. Όπως λοιπόν δεν «φταίει» το λεωφορείο που πάμε στη δουλειά αλλά η ανάγκη μας να δουλέψουμε έτσι δεν φταίει και το διαδίκτυο για τη μετάδοση τέτοιων ειδήσεων και πληροφοριών, αλλά οι συνθήκες που τα δημιουργούν το στόχο ή την ανάγκη για αυτές.
Στη χώρα μας, σε τι διαφέρει η ενημέρωση στο διαδίκτυο από την ενημέρωση στα παραδοσιακά μέσα, όπως τύπος και τηλεόραση;
Όπως προείπα στο διαδίκτυο αναδεικνύονται θέματα και ακούγονται φωνές και απόψεις που προβάλλονται στα παραδοσιακά Μέσα.
Τα παλιά Μέσα στην Ελλάδα είναι εξαρτημένα από την πολιτική εξουσία και γι’ αυτό και πολλοί δημοσιογράφοι λειτουργούν όχι σαν σκαπανείς ειδήσεων αλλά σαν προπαγανδιστές.
Αυτό ίσχυε σχεδόν πάντα. Με την εμπορευματοποίηση των ΜΜΕ το φαινόμενο πήρε τη μορφή της διαπλοκής, ωστόσο πάντα επίσης υπήρχαν κριτικές φωνές ακόμα και στα ελεγχόμενα από την πολιτική εξουσία Μέσα.
Όμως σήμερα ο έλεγχος των ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία είναι ασφυκτικός όσο ποτέ.
Εκτιμώ ότι αν εξαιρέσουμε την περίοδο της δικτατορίας και σε ένα βαθμό την περίοδο 1990– 1993 και 2011 – 2014 ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε μετά το 1960 τέτοια κατίσχυση, με διάφορους τρόπους κάθε φορά, της πολιτικής εξουσίας επί των (παλιών) ΜΜΕ.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργείται ένα σπιράλ διαδικτυακής αντιπολίτευσης ή και αντισυστημικής τάσης.
Εναλλακτικά θέματα, εναλλακτικές φωνές, επικριτικές φωνές, αντιπολιτευτικές φωνές κ.ά. προσφεύγουν στο διαδίκτυο για να ακουστούν και το ενδυναμώνουν τόσο επικοινωνιακά όσο και πολιτικά, και όσο περισσότερο το ενδυναμώνουν τόσο περισσότερο προσφεύγουν σ’ αυτό κι άλλες φωνές και θέματα (μερικές φωνές και ψευδή ή παραποιημένα) κοκ.
Κι αυτό συμπαρασέρνει και τους συνεπείς και επαγγελματίες δημοσιογράφους των παλιών Μέσων όπως και τα αξιόλογα έντυπα ή άλλα παλιά Μέσα.
Οδηγούμαστε σε έναν ιδιότυπο «επικοινωνιακό εμφύλιο». Εναλλακτικές φωνές έναντι φιλοκυβερνητικών ή και καθεστωτικών και διαδικτυακές φωνές έναντι εκείνων στα παλιά Μέσα. Η μόνη λύση σε αυτή την κατάσταση είναι ο εξωτερικός και εσωτερικός πλουραλισμός των Μέσων, δηλαδή περισσότερη επικοινωνιακή, όπως και πολιτική, δημοκρατία. Αν δεν έχουμε περισσότερη δημοκρατία θα έχουμε περισσότερη σύγκρουση, η οποία ευνοείται από μια κοινωνία σε κρίση, ανυπέρβλητα προβλήματα και αδιέξοδα, που επιπόλασε η διαχείριση της πανδημίας.
Πόσο ελεύθερο είναι το διαδίκτυο; Τι ρόλο παίζουν οι εταιρείες που το ελέγχουν και ποιες είναι αυτές;
Η δημοσίευση γνώμης αποτελεί βασική ατομική ελευθερία του πολίτη και προϋπόθεση για πολλές άλλες. Ωστόσο κάθε μορφή δημοσιότητας έχει τους δικούς της περιορισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τα παλιά Μέσα. Δεν έχουν θέση ο Λόγος μίσους, η παιδική πορνογραφία, ο ρατσισμός και η προτροπή στη διάπραξη εγκλημάτων, η διαφήμιση ναρκωτικών, όπλων, τσιγάρων, εμπορίας ανθρώπων κοκ.
Αυτοί όμως οι περιορισμοί αποφασίζονται από εκλεγμένες κυβερνήσεις βάσει ορισμένου διεθνούς, ευρωπαϊκού και εθνικού νομοθετικού, αξιακού και κανονιστικού πλαισίου. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν τους δικούς τους περιορισμούς που δεν έχουν αποφασιστεί από εκλεγμένα όργανα και ρυθμίζουν την έκφραση γνώμης όχι του πολίτη αλλά του πελάτη τους.
Με άλλα λόγια μια ιδιωτική εταιρεία, που λειτουργεί στο πλαίσιο και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η πολιτεία, καθώς και υπό την προστασία που της παρέχει η πολιτεία με τους νόμους και τα θεσμικά της όργανα, έρχεται και βάζει περιορισμούς σε αυτή την ατομική ελευθερία των πολιτών, χάριν της οποία κατάφερε να υπάρχει ως εταιρεία. Όχι οι νόμοι αλλά μια εταιρεία έρχεται να βάλει τα όρια των δικαιωμάτων του πολίτη αναφορικά με τη δημοσιότητα της γνώμης του. Με τον τρόπο αυτό εξασθενίζει η ισχύς των νόμων και του συντάγματος που ρυθμίζουν τα σχετικά δικαιώματα του πολίτη, ενώ τη θέση τους παίρνει ο κανονισμός μιας ιδιωτικής εταιρείας. Η εταιρεία υπερισχύει έναντι του κράτους, η ιδιότητα του πολίτη συνθλίβεται από τη ιδιότητα του πελάτη, η επιχειρηματική δραστηριότητα αναπτύσσεται παρασιτικά διαβρώνοντας τις πολιτικές προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή τη λειτουργία της, για αυτό δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται η εταιρεία σε δυνάστη. Προκειμένου λοιπόν να επιβιώσει η εταιρεία, η κερδοφορία και η κατ’ επίφαση αγορά, η δημοκρατία φτάνει να αρνείται τον εαυτό της.
Τι είδους ρυθμίσεις μπορεί να γίνουν, ώστε να αντιμετωπιστούν τα fakenews;
Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι παραποιημένες ειδήσεις (αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η ορθή απόδοση στα ελληνικά) δεν είναι ταυτόσημες με τις ψευδείς ειδήσεις, τις οποίες διώκει, και σωστά ο νόμος, σε πλείστες χώρες. Ψευδείς είναι οι ειδήσεις που αναφέρουν ένα γεγονός που δεν έγινε. Παραποιημένες είναι εκείνες οι ειδήσεις που αναφέρουν παραλλαγμένα τον τρόπο που συνέβη ένα πραγματικό γεγονός. Για παράδειγμα, το τοποθετούν σε άλλο χώρο ή χρόνο, αφαιρούν ή προσθέτουν πρόσωπα, μεταβάλλουν το πλαίσιο ερμηνείας του κ.λπ. Αυτό το κάνουν οι δημοσιογράφοι ή οι αρχισυντάκτες για να παρουσιάσουν το γεγονός σύμφωνα με τις προκαταλήψεις ενός ακροατηρίου ή και τις δικές τους. Ορισμένες παραποιημένες ειδήσεις (όχι όμως όλες) όπως είναι οι ετεροχρονισμένες ή ετεροτοπισμένες όταν μάλιστα είναι οπτικοποιημένες, πιθανόν να μπορούν να αντιμετωπιστούν πειθαρχικά (γεγονός για το οποίο χρειάζεται εκ βάθρων μεταρρύθμιση στην οργάνωση και λειτουργία των δημοσιογραφικών ενώσεων). Ένα ακόμα μικρότερο μέρος από αυτές ίσως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί και νομικά.
Ωστόσο θεωρώ ότι το φαινόμενο συνολικά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με νομικά μέσα, σε αντίθεση προς τις ψευδείς ειδήσεις που αντιμετωπίζονται νομικά. Επιπρόσθετα, μια νομική αντιμετώπιση των παραποιημένων ειδήσεων, που την εισήγαγε ο Όρμπαν με αφορμή τις παραποιημένες ειδήσεις για την πανδημία, μπορεί να καταστεί όχημα λογοκρισίας και περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου θεωρώ πως χρειάζονται τρεις κατηγορίες μέτρων. Πρώτον έλεγχος της αξιοπιστίας των ειδήσεων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά παρά μόνο από έναν μεγάλο οργανισμό που στελεχώνεται με ειδικούς από όλους τους τομείς της γνώσης, πλαισιωμένου από δημοσιογράφους, και ο οποίος θα λειτουργεί ως οργανισμός δημόσιας υπηρεσίας (όχι κρατικός, όχι ελεγχόμενος από την κυβέρνηση ή την αγορά) και με δημόσια χρηματοδότηση. Δεύτερον, είναι απαραίτητο να ληφθούν ενισχυμένα μέτρα εναντίον των πηγών που τροφοδοτούν με παραποιημένες ειδήσεις τους δημοσιογράφους. Τέτοιοι είναι πολιτικοί, επιχειρηματίες κοκ. Αυτό μπορεί να περιλάβει και τους δημοσιογράφους που εν γνώσει τους τις μεταδίδουν. Τρίτον χρειάζεται διαρκής και πολύπλευρη προσπάθεια εναντίον των προκαταλήψεων και των συνθηκών που τις δημιουργούν όπως είναι ο βιολογικός, πολιτιστικός και ταξικός ρατσισμός, η ξενοφοβία, η ημιμάθεια, ο εκφοβισμός της κοινωνίας ή ευρέων κοινωνικών ομάδων, η πόλωση, ο ανεξέλεγκτος εμπορικός ανταγωνισμός για μεγαλύτερη κερδοφορία ή άλλως η λογική της αγοράς και πολλά άλλα.
(Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)
ieidiseis.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις