Ο βίος και η πολιτεία του Αντώνη Φανιέρου που βρέθηκε από το περιβάλλον του Μακάριου στις φυλακές με εχθρό τον Κληρίδη – Κατηγορήθηκε για δολοφονίες και δέχτηκε σφαίρα από καλάσνικοφ στον λαιμό

Την κυπριακή κοινωνία τη διχάζουν πολλά. Μακαριακοί και Γριβικοί, ενωτικοί και ανθενωτικοί, πραξικοπηματίες και αντιστασιακοί, Αποελίστες και Ομονοιάτες…

Καιρό τώρα τη δίχαζε και ένας άνθρωπος που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες. Ο Αντώνης Φανιέρος. Εγκληματίας ή λαϊκός ήρωας; Οσα έχουν ειπωθεί ή γραφτεί για τον ίδιο παραπέμπουν είτε σε απόσπασμα ποινικού μητρώου είτε σε ευαγγέλιο. Ο Αντώνης Φανιέρος δεν ήταν πολιτικός, δεν ήταν καλλιτέχνης, δεν ήταν επιστήμονας, δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά που εξασφαλίζουν στους ανθρώπους αναγνωρισιμότητα καθιστώντας τους με τους κρατούντες όρους επώνυμους, celebrities κ.λπ. Ο τίτλος που συνόδευε το όνομά του ήταν «επιχειρηματίας». Επιχειρηματίας με συχνές «επισκέψεις» μακράς παραμονής στις φυλακές και ακόμα συχνότερες τριβές με τον νόμο και την Αστυνομία. Με δυσκολία κάποιος θα μπορούσε να περιγράψει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και το πώς αυτές δημιούργησαν τον θρύλο ότι πρόκειται για έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Μεγαλονήσου.

 

«Να φανιάσουν»
Ο Αντώνης Φανιέρος πέθανε στα 72 του νικημένος από τον καρκίνο. Ο θάνατος του έγινε θέμα συζήτησης στα καφενεία, πρωτοσέλιδη είδηση στις εφημερίδες και έκτακτη είδηση στα τηλεοπτικά κανάλια. Στην κηδεία του την περασμένη Τετάρτη έδωσαν το «παρών» βουλευτές, δήμαρχοι, αξιωματικοί της Αστυνομίας και παράγοντες του ποδοσφαίρου. Πολλοί άλλοι έστειλαν τα συλλυπητήριά τους και δεν παρέστησαν επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες – στην πραγματικότητα, δεν ήθελαν να εκτεθούν.

Την περίοδο της διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη, ο πόλεμος στον κόσμο της νύχτας ήταν ανηλεής και αιματηρός. Το εμπόριο λευκής σαρκός, με το άνοιγμα της… αγοράς της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, πλημμύρισε τα καμπαρέ με «καλλιτέχνιδες» από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Μολδαβία, οι οποίες με τις ευλογίες του κράτους μετατρέπονταν σε εμπόρευμα που απέφερε εκατομμύρια.

Μετά από απανωτές δολοφονίες, βόμβες και εμπρησμούς ο Γλαύκος Κληρίδης συγκάλεσε σύσκεψη στο προεδρικό μέγαρο, με τη συμμετοχή των αρμόδιων υπουργών, της Αστυνομίας και της ΚΥΠ. Αν και ο κύκλος ήταν στενός, τα πρακτικά της σύσκεψης βρέθηκαν την ίδια κιόλας μέρα στα χέρια του Αντώνη Φανιέρου στη Λάρνακα. Μάλιστα το βράδυ εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό κανάλι και τα ανέμιζε εκφράζοντας οργή γιατί αναφερόταν το όνομά του ως αρχηγού εγκληματικής φατρίας του υποκόσμου που έλεγχε την Επαρχία Λάρνακας. «Ο Φανιέρος, ο Φανιέρος και ο Φανιέρος. Να φανιάσουν ούλοι τους», έλεγε. Ηταν πλέον σαφές ότι το σύστημα έμπαζε νερά. Οταν ο Πρόεδρος του κράτους συσκεπτόταν με αντικείμενο το έγκλημα με στενούς του συνεργάτες και τα πρακτικά σε λίγα λεπτά γίνονταν χαρτοπόλεμος, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για το είδος των σχέσεων ανάμεσα σε κρατικούς αξιωματούχους με ανθρώπους που χαρακτηρίζονταν «εξέχοντα μέλη του κυπριακού υποκόσμου».

Ο Α. Φανιέρος συνελήφθη και ανακρίθηκε, αλλά δεν αποκάλυψε ποιος του έδωσε τα πρακτικά. Στο δικαστήριο δεν εμφανίστηκε κανένας μάρτυρας κατηγορίας και έτσι απαλλάχθηκε. Από κει και πέρα ο Φανιέρος έγινε «star». Συχνές τηλεοπτικές εμφανίσεις, παρεμβάσεις στα ΜΜΕ επί παντός του επιστητού, δηλώσεις και φαρμακερές ατάκες για τους πολιτικούς και την Αστυνομία, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για τον διασυρμό του ονόματός του. Ελεγε ότι κάποιοι αστυνομικοί προσπαθούσαν να στήσουν υποθέσεις στην πλάτη του για να πάρουν προαγωγές. Την ίδια ώρα αξιωματικοί της Αστυνομίας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις μαζί του και μπαινόβγαιναν στην παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη που διατηρούσε.

Η σχέση του Αντώνη Φανιέρου με τον πρώην Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη πάει πίσω, στο 1976, όταν ο Κληρίδης ήταν πρόεδρος του κόμματος ΔΗ.ΣΥ., στο οποίο είχαν στεγαστεί πολιτικά και άτομα που πήραν μέρος στο πραξικόπημα του 1974 κατά του Μακάριου. Ο Φανιέρος ήταν φανατικός Μακαριακός.

 

«Γιατί να σκοτώσω τον Κληρίδη;»
Το 1976 ο Κληρίδης θέλησε να κάνει πολιτική συγκέντρωση στο χωριό Αραδίππου. Ο Φανιέρος, ο οποίος καταγόταν από εκεί, τον συμβούλεψε να το αποφύγει και δεν επέτρεψε να βάλουν πανό. Η συγκέντρωση έγινε αλλά διαλύθηκε κατά την έναρξη, όταν ο Φανιέρος έριξε μερικούς πυροβολισμούς. Εκείνη την περίοδο ο Αντώνης Φανιέρος οπλοφορούσε έχοντας εξασφαλίσει άδεια οπλοφορίας από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος την επόμενη μέρα τον κάλεσε και του ζήτησε εξηγήσεις για τους πυροβολισμούς. Οταν ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ένα κότερο στη μαρίνα της Λάρνακας και δίπλα βρισκόταν το κότερο του Φανιέρου. Ο ίδιος υποστήριξε ότι μια μέρα τού είπαν δύο φίλοι του αξιωματικοί της Αστυνομίας να επισκεφθεί το κότερο του Κληρίδη για να τον χαιρετίσει.

Οταν όμως πήγε να ανέβει στο κότερο τον συνέλαβαν μέλη της προεδρικής φρουράς και τον ανέκριναν υποστηρίζοντας ότι είχε σκοπό να σκοτώσει τον Πρόεδρο. Ο Αντώνης Φανιέρος μέχρι την ημέρα του θανάτου του υποστήριζε ότι δεν είχε τίποτα με τον Κληρίδη και διερωτάτο: «Γιατί να τον σκοτώσω; Διαφωνούσα πολιτικά μαζί του αλλά γιατί να τον σκοτώσω;».


Καταδικάστηκε δύο φορές σε φυλάκιση, 5 και 4 χρόνια το 1986 και το 2001 αντιστοίχως, ενώ αρκετές άλλες συνελήφθη χωρίς να καταδικαστεί


Ο Αντώνης Φανιέρος είχε συστήσει δική του ένοπλη ομάδα για να προστατεύει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο

 

Με μια σφαίρα στον λαιμό

Τη δεκαετία του 1990 μια οικογένεια σκόρπαγε τον τρόμο στη Λεμεσό και έλεγχε τα πάντα. Οι αδελφοί Αεροπόροι ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χαράλαμπου Αεροπόρου, του μεγαλύτερου εκ των αδελφών, φούντωσε τη φημολογία για εμπλοκή του γιου του Αντώνη Φανιέρου, του Λούκα. Η απόπειρα αποδιδόταν σε αντιπαράθεση των δύο οικογενειών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού για τον έλεγχο της νύχτας. Ο Αντώνης Φανιέρος πήγε και βρήκε τον Χαράλαμπο Αεροπόρο και τον διαβεβαίωσε ότι ο γιος του δεν είχε καμία σχέση με την απόπειρα. Φαίνεται όμως ότι δεν τον έπεισε. Ενα βράδυ του 1997 ο Αντώνης Φανιέρος βρισκόταν στο γραφείο της χαρτοπαικτικής του λέσχης με τον φίλο του, τότε βουλευτή του ΑΚΕΛ Κίκη Γιάγκου. Βρισκόταν πάντα σε εγρήγορση και γι’ αυτό όταν άκουσε από τον δρόμο τον θόρυβο μιας μοτοσικλέτας κοίταξε από το παράθυρο και είδε δυο άτομα: ο ένας οδηγούσε και ο άλλος κρατούσε όπλο. Ο Φανιέρος υποστήριξε ότι δεν πίστευε ότι στόχος ήταν ο ίδιος, αλλά θεώρησε ότι ήθελαν να σκοτώσουν τον Κίκη Γιάγκου. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και έσπρωξε τον βουλευτή στο πάτωμα για να απομακρυνθεί από το παράθυρο. Οι δράστες έριξαν συνολικά 32 σφαίρες με καλάσνικοφ. Μία από αυτές εξοστρακίστηκε και τραυμάτισε τον Αντώνη Φανιέρο στον λαιμό.

Ο βουλευτής έφυγε από τη λέσχη, ενώ ο Φανιέρος έδεσε το τραύμα με ένα πουκάμισο και κατέβηκε να κυνηγήσει τους δράστες. Ωστόσο έχασε πολύ αίμα και λιποθύμησε. Κατάφερε ωστόσο να γλιτώσει και να αποκαλύψει ποιοι ήταν οι δράστες. Είχε αναγνωρίσει τον έναν εκ των αδελφών Αεροπόρου. Αργότερα η Αστυνομία βρήκε το όπλο και τη μηχανή και συνέλαβε τον Τάσο Σιμιλλίδη, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ήταν αυτός που οδηγούσε τη μηχανή με συνεπιβάτη τον Αεροπόρο. Λίγους μήνες αργότερα δολοφονήθηκε ο Αντρος Αεροπόρος, χωρίς ποτέ να εξιχνιαστεί η υπόθεση. Πέντε μήνες μετά δολοφονήθηκε ο Χαμπής Αεροπόρος από δύο αστυνομικούς που φορούσαν κουκούλες, οι  οποίοι και καταδικάστηκαν σε ισόβια χωρίς όμως ποτέ να αποκαλύψουν τίνος εντολές εκτελούσαν. Το 1995 είχε προηγηθεί η δολοφονία του θείου των Αεροπόρων, Ονησίφορου Φορή, με τις υποψίες να εμπλέκουν αστυνομικούς, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί οτιδήποτε. Οι ψίθυροι ενέπλεξαν στις δολοφονίες των Αεροπόρων τον Αντώνη Φανιέρο. Ο ίδιος όμως θεωρούσε ότι επρόκειτο για προσπάθεια αστυνομικών να τον μπλέξουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο έγιναν πολλές ακόμα δολοφονίες ατόμων που χρεώνονταν πότε στο περιβάλλον των Αεροπόρων και πότε σε εκείνο του Φανιέρου. Οι περισσότερες από αυτές έμειναν ανεξιχνίαστες, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις που συνελήφθησαν κάποια άτομα ως ύποπτα τα οποία και δολοφονήθηκαν αργότερα.

 

Ζωέμπορος και τερματοφύλακας

Ο Αντώνης Φανιέρος παράτησε το σχολείο στην Ε’ Δημοτικού και άρχισε να δουλεύει ως κτίστης. Στη συνέχεια αποφάσισε να γίνει ζωέμπορος και άνοιξε και τρία κρεοπωλεία. Ενα φεγγάρι ασχολήθηκε και με το ποδόσφαιρο ως τερματοφύλακας της ομάδας Ερμής Αραδίππου, στην οποία σήμερα πρόεδρος είναι ο γιος του Λούκας. Ως ζωέμπορος, έλεγε ο Φανιέρος, άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα και επειδή είχε επαφές με πολλούς ανθρώπους σε ολόκληρη την Κύπρο άνοιξε εστιατόριο, για να γλιτώνει τα κεράσματα όσων των επισκέπτονταν. Παράλληλα άνοιξε και μια χαρτοπαικτική λέσχη αλλά επειδή είχε προβλήματα με την Αστυνομία την έκλεισε. Το εμπόριο ζώων τού έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με την αγοραπωλησία γης και την εκμετάλλευση ακινήτων. Με αυτό τον τρόπο διατεινόταν ο ίδιος ότι έκανε την περιουσία του. Πολλοί άλλοι θεωρούν ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες ήταν η επίφαση για τις άλλες δουλειές που είχαν να κάνουν με τον τζόγο, την παροχή προστασίας με ιδιωτικές εταιρείες security και τις «διαμεσολαβήσεις» για επίλυση διαφορών.

 

Μετάνιωναν οι μάρτυρες

Καταδικάστηκε δύο φορές σε φυλάκιση, 5 και 4 χρόνια το 1986 και το 2001 αντιστοίχως, ενώ αρκετές άλλες συνελήφθη χωρίς όμως να καταδικαστεί. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία της τελευταίας φοράς όπου συνελήφθη και προφυλακίστηκε αλλά δεν καταδικάστηκε γιατί οι μάρτυρες κατηγορίας, κατά περίεργο τρόπο, άλλαξαν τις καταθέσεις τους. Ο Αντώνης Φανιέρος είχε προφυλακιστεί ως ύποπτος για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, διάρρηξη γραφείων, εμπρησμό και διέγερση προς διάπραξη κακουργήματος, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων, απαίτηση περιουσίας με απειλές, είσοδο σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κακόβουλης ζημιάς, υποκίνησης άλλου με την απειλή χρήσης βίας για εκτέλεση εγγράφου, κοινή επίθεση, καθώς και για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιπρόσθετα, αντιμετώπιζε και κατηγορία για διατήρηση οίκου κυβείας («ζάρια»). Το δικαστήριο εξετάζοντας αίτημα να αφεθεί ελεύθερος έως τη δίκη ανέφερε στην απόφασή του: «Η διαδοχική αναίρεση των ενοχοποιητικών καταθέσεων από τέσσερις βασικούς μάρτυρες κατηγορίας δεν μας φαίνονται ως συμπτώσεις, αλλά ως συμπτώματα μιας εξαιρετικά ύποπτης κατάστασης που ακόμη και μάρτυρες ενταγμένοι στο Σύστημα Προστασίας Μαρτύρων αναίρεσαν ενοχοποιητικές καταθέσεις και κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα κρίνουμε ότι οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων δεν είναι απλώς εύλογα δικαιολογημένοι αλλά άμεσα υπαρκτοί και σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη υλοποιηθεί». Τελικώς όλοι οι μάρτυρες άλλαξαν τις καταθέσεις τους και έτσι χωρίς μάρτυρες δεν υπήρξε ούτε δίκη, ούτε καταδίκη.

 

Καλός χριστιανός και φιλάνθρωπος

Εξω από το σπίτι του, ο Αντώνης Φανιέρος είχε χτίσει την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Ο ίδιος με κάθε ευκαιρία επικαλούνταν το βαθύ θρησκευτικό του συναίσθημα και τα οράματα που είδε με τον Αγιο Αντώνιο. Είχε κάνει τάμα να κάνει εκκλησία όταν το 1967 τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έκλεισαν ένα βράδυ σε μια ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στο χωριό Κελλιά. «Παρακάλεσα τον Αγιο να βγω και θα του χτίσω εκκλησία να τον δοξάζω», είχε πει σε συνέντευξή του. Την επομένη αφέθηκε ελεύθερος, αλλά δεν υλοποίησε το τάμα. Πέρασαν λίγα χρόνια και μετά από ατύχημα με το αυτοκίνητο είδε, όπως έλεγε, όραμα με τον Αγιο Αντώνιο στο νοσοκομείο που τον ρωτούσε γιατί δεν έχτισε την εκκλησία. Και πάλι όμως δεν πραγματοποίησε το τάμα. Ακολούθησε και νέο ατύχημα και είδε για δεύτερη φορά -όπως ξαναέλεγε- τον Αγιο Αντώνη: τότε αποφάσισε να ξεκινήσει την ανέγερση της εκκλησίας. Η οικονομική του ευρωστία τού έδωσε τη δυνατότητα να βοηθάει όσους τον επισκέπτονταν. Στενοί του φίλοι λένε ότι στο αυτοκίνητό του είχε πάντα μερικές χιλιάδες ευρώ, τα οποία έδινε σε ανθρώπους που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Καθόταν σε καφενεία, επισκεπτόταν μαγαζιά και γενικώς σχετιζόταν εύκολα με τους όσους τον θεωρούσαν έναν από αυτούς, μη θέλοντας να ακούσουν λέξη για όσα λέγονταν σχετικά με την εμπλοκή του σε εγκληματικές δραστηριότητες. Στη Λάρνακα διατηρούσε ένα γηροκομείο, το οποίο, όπως έλεγε, το έκανε γιατί ήταν καλή επιχείρηση, αλλά και γιατί μπορούσε να βοηθάει ανθρώπους.

 

Ηταν και «δικαστής»

Λειτουργούσε επίσης σαν… δικαστής. Πολλοί Κύπριοι έχουν να πουν μια ιστορία εξωδικαστικού συμβιβασμού με… απονομή δικαιοσύνης από τον Αντώνη Φανιέρο. Ανθρωποι που είχαν οικονομικές διαφορές με άλλους προσέφευγαν σε αυτόν, ο οποίος έλυνε τις διαφορές σε ένα 24ωρο. Καλούσε τις δύο πλευρές και αφού τις άκουγε ζητούσε από τον «αδικοπραγούντα» να τηρήσει τις υποχρεώσεις του και, ως εκ θαύματος, αυτός το έκανε. Ο Φανιέρος σε συνέντευξή του υποστήριζε ότι αυτό γινόταν γιατί τον σέβονταν, και όχι από φόβο. Ισχυριζόταν ότι από αυτές τις διαμεσολαβήσεις ο ίδιος δεν κέρδιζε τίποτε, αλλά τον ικανοποιούσε που βοηθούσε ανθρώπους για να μην αδικηθούν.

 

«Ο φίλος μου ο Μακάριος»

Το γραφείο του Αντώνη Φανιέρου ήταν γεμάτο φωτογραφίες του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, με τον οποίο διατηρούσε σχέσεις. Τον είχε γνωρίσει μέσω συγγενών του και την περίοδο όπου η οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ δρούσε στην Κύπρο με σκοπό να δολοφονήσει τον Μακάριο, ο Φανιέρος είχε συστήσει δική του ένοπλη ομάδα για να προστατεύει τον Αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα τον συνόδευε ως φρουρά σε διάφορες μετακινήσεις του. Το 1977 όταν ο Μακάριος πέθανε, ο Φανιέρος επισκέφτηκε τον διοικητή της ΚΥΠ και επέστρεψε το όπλο και την άδεια οπλοφορίας που του είχε παραχωρηθεί. Είχε βαφτίσει μάλιστα και ένα ανίψι του Μακάριου, ο οποίος μάλιστα στην τελετή χοροστάτησε ο ίδιος, ως τότε Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κύπρου.

Στενές σχέσεις είχε και με τον Βάσο Λυσσαρίδη, που ήταν προσωπικός γιατρός του Μακάριου και εκείνη την εποχή διατηρούσε ένοπλες ομάδες του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ. Κατά το πραξικόπημα του 1974 ο Φανιέρος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι τη μέρα της τουρκικής εισβολής που αφέθηκε ελεύθερος. Σε συνεντεύξεις του είχε υποστηρίξει ότι έκανε σχεδιασμούς για εντοπισμό αγνοουμένων στην Τουρκία και μεταφορά τους στη Συρία με «ασθενοφόρα», ώστε να απελευθερωθούν και να επιστρέψουν στην Κύπρο.

 

«Γιατί δεν τον σκότωσες;»

Ο Αντώνης Φανιέρος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην 32η Μοίρα Καταδρομών. Κάποια στιγμή είχε αποσπαστεί στην περιοχή Αετοφωλιά του Πενταδακτύλου για ενέδρα σε Τούρκους στρατιώτες που έφτιαχναν αεροδρόμιο στον θύλακα της Αγύρτας. Σε μία από τις συνεντεύξεις του είπε ότι πυροβόλησε και τραυμάτισε έναν Τούρκο, γι’ αυτό και κλήθηκε στο αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς για να δώσει εξηγήσεις στον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα. Ο Γρίβας, σύμφωνα πάντα με τον Φανιέρο, τον επέπληξε γιατί δεν σκότωσε και απλώς τραυμάτισε τον Τούρκο στρατιώτη. Ο Φανιέρος κάποια στιγμή της θητείας του υπηρέτησε υπό τις διαταγές του γνωστού πραξικοπηματία Νίκου Ντερτιλή, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια από τον Μακάριο. Οταν ο Μακάριος επισκέφθηκε τους στρατιώτες με ελικόπτερο, ο Ντερτιλής πήρε τον Φανιέρο από το χέρι και του είπε: «Πάμε να κρυφτούμε μη μας δει ο Μούσκος». Μούσκος ήταν το επώνυμο του Μακάριου προτού χειροτονηθεί.

 

Η ζωή του σε βιβλίο

Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφόρησε σε λίγα βιβλιοπωλεία της Κύπρου ένα βιβλίο με τίτλο «Αντώνης Φανιέρος». Ο συγγραφέας Λεωνίδας Λεωνίδου αφιέρωσε εκατοντάδες σελίδες στη ζωή ενός -τουλάχιστον- αμφιλεγόμενου ανθρώπου, σημειώνοντας πως αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει. Το βιβλίο το χρηματοδότησε ο ίδιος ο Φανιέρος και πολλά αντίτυπα τα χάριζε στους φίλους του. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη δημοσιότητα, ενώ δεν απέφευγε τις εμφανίσεις, τις συνεντεύξεις και τις δηλώσεις. Πολλές φορές παρενέβαινε σε ζωντανές εκπομπές της τηλεόρασης για να εκφράσει τη πρόθεσή του να βοηθήσει ανθρώπους που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Δεν ένιωθε άβολα στα τηλεοπτικά στούντιο όπου έδινε συνεντεύξεις, ενώ συμμετείχε ακόμα και σε εκπομπές που τον σατίριζαν παρουσιάζοντάς τον ως «νονό».


Είναι χαρακτηριστική η ιστορία της τελευταίας φοράς που συνελήφθη και προφυλακίστηκε αλλά δεν καταδικάστηκε γιατί οι μάρτυρες κατηγορίας, κατά περίεργο τρόπο, άλλαξαν τις καταθέσεις τους


Το βιβλίο «Αντώνης Φανιέρος» του οποίου, στη φωτογραφία του εξωφύλλου, ο Μακάριος βαπτίζει του παιδί του «νονού»

makeleio.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις