Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την ήττα του ναζισμού, η Γερμανία βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας ραγδαίας στρατιωτικής ανασυγκρότησης και την αναβίωση ενός κλίματος μιλιταρισμού που είναι επόμενο να προκαλεί βαθιά ανησυχία σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η τελετή ορκωμοσίας νεοσυλλέκτων μπροστά από το Ράιχσταγκ στις 12 Νοεμβρίου, μια τελετή που μεταδόθηκε μάλιστα ζωντανά από το εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο ZDF ήταν αποκαλυπτική για αυτή τη στροφή. Αφορμή για όλα αυτά έδωσε η συμπλήρωση 70 χρόνων από την ίδρυση του νέου γερμανικού στρατού, τη Μπούντεσβερ (ομοσπονδιακή άμυνα).

Η τελετή, ωστόσο, δεν μπορεί να αποσπαστεί από το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η Μπούντεσβερ. Γιατί παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις ότι το νέο στρατιωτικό σώμα διέφερε ριζικά από τη ναζιστική Βέρμαχτ, η συγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας το 1955 στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αξιωματικούς που υπηρέτησαν στη Βέρμαχτ .

Και οι 44 στρατηγοί που διορίστηκαν το 1957 προέρχονταν από τη φονικότερη στρατιωτική μηχανή της νεότερης ιστορίας. Μέχρι το 1959, 12.360 από τους 15.000 αξιωματικούς της Μπούντεσβερ προέρχονταν επίσης από τη Βέρμαχτ με 300 από αυτούς να έχουν υπηρετήσει στο παρελθόν στα SS.

Ο καγκελάριος Αντενάουερ μπορεί να άνοιγε από το 1952 διάπλατα τις πόρτες σε όσους στρατιωτικούς είχαν πολεμήσει «έντιμα» από τις γραμμές της Βέρμαχτ ωστόσο τα ερωτήματα για το τι πραγματικά έκαναν όλοι αυτοί στον πόλεμο συνέχισαν να πλανώνται. Ο πρώτος επικεφαλής επιχειρήσεων, Τέοντορ Μολινάρι αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1970 όταν έγινε γνωστή η πιθανή εμπλοκή του στη μαζική εκτέλεση 105 γάλλων αντιστασιακών.

Ναζιστικά “σταγονίδια”

Η γενιά των ναζί μπορεί κάποια στιγμή να αποστρατεύτηκε αλλά είχε ήδη προλάβει να διαμορφώσει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και κουλτούρα. Για αυτό και δεν έλειψαν ποτέ τα σκάνδαλα για τη δράση ακροδεξιών ομάδων μέσα στο στράτευμα. Μόλις το 2022, ο Φράνκο Άλμπρεχτ, ένας 33χρονος υπολοχαγός κρίθηκε ένοχος για σχεδιασμό τρομοκρατικών επιθέσεων τις οποίες σκόπευε να φορτώσει σε μετανάστες.

Αρκετά μέλη των ειδικών δυνάμεων KSK βρέθηκαν επίσης να έχουν δημιουργήσει ένα ιδιωτικό οπλοστάσιο με χιτλερικά ενθύμια ενώ υπήρξαν καταγγελίες για ναζιστικούς χαιρετισμούς και εμβατήρια σε συγκεντρώσεις τους. Το 2019, η γερμανική υπηρεσία προστασίας του συντάγματος κατήγγειλε πως νεοναζιστικές ομάδες οργάνωναν διαλέξεις με πρώην στρατιώτες της Βέρμαχτ σε όλη τη χώρα, στις οποίες ομιλητές εγκωμίαζαν τη δράση των SS και αρνούνταν ή υποβάθμιζαν το Ολοκαύτωμα.

Ηταν επόμενο η κοινοβουλευτική έρευνα που διενεργήθηκε για το φαινόμενο να επιβεβαιώσει το αυτονόητο: «δίκτυα» ακροδεξιών εξτρεμιστών είχαν εδραιωθεί στη Μπούντεσβερ. Η έρευνα δεν στάθηκε όμως αρκετή να αποτρέψει τις συνωμοτικές ενέργειες μιας ακόμα ακροδεξιάς ομαδας στρατιωτικών που είχε στόχο να αποκαταστήσει τη γερμανική μοναρχία.

Όλα αυτά απασχολούσαν κυρίως τους Γερμανούς όσο ο στρατός της χώρας συνέχιζε την πορεία συρρίκνωσης που ακολούθησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από το ιστορικό υψηλό του 1963 και το 4,9% στρατιωτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, το επίπεδο υποχώρησε στο 1,1% το 2005.

Ο γερμανικός στρατός που αριθμούσε 500.000 μέλη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 «ξεφούσκωσε» σε 180.000. Ακόμα και η κοινωνική θητεία για όσους δεν ήθελαν να κρατήσουν όπλο καταργήθηκε το 2011. Η πολιτική ηγεσία διαμόρφωνε για δεκαετίες την εικόνα μιας χώρας που κάνει αισθητή την παρουσία της στο διεθνές προσκήνιο μέσω της οικονομικής ισχύος και της διπλωματίας.

Το κοινό μελλοντικό μαχητικό της ΕΕ που θα ξεκινήσει να κάνει πτητικές δοκιμές από το 2041 και μετά… Αν φυσικά δεν τα “σπάσουν” στο μεσοδιάστημα η Γερμανία με την Γαλλία.

Αλλαγή εποχής

Η ουσιαστική στροφή ήρθε, όπως όλοι γνωρίζουμε, με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πρώτη η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς κήρυξε την περίφημη «Zeitenwende» («αλλαγή εποχής») και δημιούργησε ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ αποκλειστικά για την αναβάθμιση του στρατού — το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα από τα χρόνια του ναζισμού. Τρια χρόνια μετά, στόχος της κυβέρνησης είναι η μόνιμη αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού στα 153 δισεκατομμύρια μέχρι το 2029, ενώ παράλληλα δρομολογούνται κολοσσιαίες επενδύσεις σε στρατιωτικές υποδομές.

Σε πρόσφατη εκδήλωση της Μπούντεσβερ, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε ανοιχτά την πρόθεση να κάνει τον γερμανικό στρατό τον «ισχυρότερο συμβατικό στρατό της Ευρωπαϊκής Ένωσης», μια δήλωση που επαναφέρει το όραμα της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη με όρους στρατιωτικής ισχύος.

Ο γενικός επιθεωρητής των Ενόπλων Δυνάμεων, Κάρστεν Μπρόιερ, δεν δίστασε να καθορίσει και τον αριθμητικό στόχο: 460.000 στρατιώτες. Και είναι ένας αριθμός που παραβιάζει ευθέως το όριο των 340.000 στρατιωτών, το όριο δηλαδή που επιβάλλει η Συνθήκη 2+4, το θεμέλιο της μεταψυχροπολεμικής ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη.

Η γερμανική κυβέρνηση έχει επίσης ανακοινώσει ότι σκοπεύει να λάβει δάνειο ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ – προβαίνοντας ακόμα και σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις – προκειμένου να δημιουργήσει τον τέταρτο μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο. Όπως σχολιάζει και το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI), ένα τέτοιο επίπεδο αμυντικών δαπανών παραπέμπει «είτε σε χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο είτε σε αυταρχικά κράτη χωρίς δημοκρατική εποπτεία».

Πρόκειται επομένως για μια πραγματική ρήξη με τις μεταπολεμικές δεσμεύσεις που είχαν ως στόχο να αποτρέψουν την επανάληψη του γερμανικού μιλιταρισμού. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η επιμονή ότι ο στρατός πρέπει να είναι έτοιμος για άμεση εμπλοκή σε πόλεμο με «μεγάλη δύναμη», με τον Μπρόιερ να μιλά για «μάχη στην πρώτη γραμμή» και για έναν στρατό που θα είναι «έτοιμος να πολεμήσει απόψε».

Αξιοπερίεργο επίσης είναι το ότι το εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι τόσο μεγάλο ώστε η γερμανική βιομηχανία να μην είναι σε θέση το υποστηρίξει από μόνη της. Μετά από δεκαετίες αποβιομηχάνισης, οι γραμμές παραγωγής αρμάτων, πυροβόλων και πυρομαχικών αδυνατούν να απορροφήσουν τις νέες παραγγελίες. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξοπλιστικό κύμα που καταλήγει να ωφελεί κυρίως τους αμερικανικούς κολοσσούς της αμυντικής βιομηχανίας, κλονιζοντας το αφήγημα περί «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας», όπως σημειώνει το Politico.

Η μόνιμη ανάπτυξη γερμανικής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας στη Λιθουανία — η πρώτη μόνιμη βάση γερμανικού στρατού εκτός συνόρων μετά το 1945 — αποτελεί άλλη μια ιστορική τομή. Για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γερμανικές χερσαίες δυνάμεις σταθμεύουν μόνιμα στην Ανατολική Ευρώπη, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων χιλιομέτρων από τα σύνορα της Ρωσίας.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προωθεί νομοθεσία για την υποχρεωτική καταγραφή όλων των νεαρών ανδρών, με απώτερο στόχο την αναβίωση του συστήματος στρατολόγησης ενώ ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δηλώνει ότι η «οπτική της Μπούντεσβερ» πρέπει να καταστεί αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας ζωής και πως ο στρατός πρέπει να γίνει «ορατός σε ολόκληρη τη χώρα».

Η συνολική εικόνα που διαμορφώνεται δεν είναι αυτή ενός κράτους που αυξάνει τις αμυντικές του δαπάνες. Είναι η σταδιακή αναβίωση ενός μιλιταριστικού οράματος που μέχρι και πριν από λίγα χρόνια αποτελούσε ακόμα ταμπού. Η επιστροφή του γερμανικού μιλιταρισμού δεν είναι πια αφηρημένη θεωρία. Είναι ορατή στην πολιτική ρητορική, στους προϋπολογισμούς και στις αλλαγές της κοινωνικής κουλτούρας. Και δεν μπορεί παρά να τρομάζει.

neostrategy.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις