Η πρόταση του εισαγγελέα Αλέξανδρου Σπηλιώτη για την ενοχή του Παπαντωνίου και τις μίζες που πήρε ως υπουργός Εθνικής Άμυνας από την Thales Nederland BV. Οι δεσμίδες 500ευρων που έδινε στον συγκατηγορούμενο Ανδρέα Μπάρδη για να «ξεπλυθούν».
Μπορεί η δίκη αυτή να μην βρίσκεται για ευνοήτους λόγους στο επίκεντρο της δημοσιότητας, όμως τα δικόγραφα που έχει στην διάθεση του το edolio5 μαρτυρούν τον χορό των εκατομμυρίων που έσερνε ο Γιάννος Παπαντωνίου.
Στις 10 Σεπτεμβρίου αναμένεται να συνεχιστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, η δίκη για την πολύκροτη υπόθεση της μίζας εκατομμυρίων που κατά το κατηγορητήριο φέρεται να δόθηκε για την αναβάθμιση των έξι φρεγατών του πολεμικού ναυτικού, με κατηγορούμενους τον πρώην υπουργό Αμυνας του ΠΑΣΟΚ Γιάννο Παπαντωνίου, τη σύζυγό του Σταυρούλα Κουράκου και τον φίλο τους Ανδρέα Μπάρδη.
Η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε στα μέσα του περασμένου Γενάρη, και σε πρόσφατη συνεδρίαση ο εισαγγελέας της έδρας Αλέξανδρος Σπηλιώτης εισηγήθηκε την ενοχή των κατηγορουμένων για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος), για το ποσό των 2,5 εκατ. ευρώ που εντοπίστηκαν σε λογαριασμούς του ζεύγους Παπαντωνίου σε τράπεζες του εξωτερικού. Κατά τον εισαγγελέα Σπηλιώτη τα χρήματα αυτά αποτελούν προϊόν δωροδοκίας του Γ. Παπαντωνίου από την Thales Nederland BV, για την ανάθεση το 2003 του εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών στη γαλλική εταιρεία.
Στις 28 Νοεμβρίου 2012 οι εισαγγελείς Ευγενία Κυβέλου και Ελένη Σίσκου, που εκείνη την περίοδο διενεργούσαν προκαταρκτική εξέταση, άνοιξαν τους λογαριασμούς όλων των μελών της οικογένειας Παπαντωνίου – Κουράκου. Μεταξύ αυτών ήταν και τα παιδιά της Στ. Κουράκου από προηγούμενο γάμο, οι Αλέξανδρος και Στέφανος Ουσταμπασίδης.
Από το άνοιγμα των λογαριασμών προέκυψε ότι το 2010 μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό της Κουράκου στην HSBC ποσό 1.474.000 ευρώ προς τα δύο παιδιά της, σε λογαριασμούς τους στην Ελλάδα (Eurobank). Μάλιστα για τη μεταφορά πληρώθηκε 5% παρακράτηση ειδικού φόρου που αφορούσε τη νομιμοποίηση επαναπατρισθέντων κεφαλαίων.
Οταν ο Γ. Παπαντωνίου αντιλήφθηκε ότι άνοιξαν οι λογαριασμοί των παιδιών της συζύγου του και εμφανίστηκε έτσι η ροή των χρημάτων, άλλαξε την αφήγηση περί συνωνυμίας στη λίστα Λαγκάρντ και προφασίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτε.
Η έρευνα των δύο εισαγγελέων απέδειξε ότι οι καταθέσεις στη λίστα Λαγκάρντ, οι οποίες τελικά κατέληξαν στους λογαριασμούς των παιδιών της συζύγου Παπαντωνίου, είχαν γίνει τον Μάιο και τον Αύγουστο του 2000 από λογαριασμούς του Γεωργίου Κανδαλέπα, ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Γ. Παπαντωνίου στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Τόσο η σύζυγος του Παπαντωνίου όσο και ο Κανδαλέπας κατέθεσαν στις εισαγγελείς ότι η Κουράκου έδινε τα ποσά αυτά στον σύμβουλο του υπουργού για να τα καταθέτει στην Ελβετία ώστε να εξασφαλίσει μελλοντικά τα παιδιά της και προέρχονταν από χρήματα που έδινε ο πρώην σύζυγός της Θεόδωρος Ουσταμπασίδης. Ομως ο τελευταίος κατέθεσε ότι η πρώην σύζυγός του δεν είχε δυνατότητα αποταμίευσης, αφού όσα χρήματα έδινε πήγαιναν για συγκεκριμένα έξοδα των παιδιών και επομένως δεν επαρκούσαν ώστε να συμπληρωθεί το υψηλό ποσό της συγκεκριμένης κατάθεσης.
Το ζεύγος Παπαντωνίου οδηγήθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης για το αδίκημα της ανακριβούς δήλωσης πόθεν έσχες. Με την υπ’ αριθμόν 869/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη από τον Αρειο Πάγο, το ζεύγος Παπαντωνίου κρίθηκε ένοχο για το αδίκημα της ανακριβούς δήλωσης πόθεν έσχες για το φορολογικό έτος 2008 (αυτουργός ο Παπαντωνίου, συνεργός η Κουράκου).
Επίσης με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (5209 – 6187/2015) το ζεύγος Παπαντωνίου καταδικάστηκε σε τέσσερα έτη φυλάκισης για το ίδιο αδίκημα για το φορολογικό έτος 2010. Μια απόφαση που επίσης κατέστη αμετάκλητη στη συνέχεια με τη βούλα του Αρειου Πάγου.
Σε όλες τις δίκες η πλευρά Παπαντωνίου προέβαλλε τον ίδιο ισχυρισμό. Οτι τα χρήματα είναι νόμιμα και προέρχονται κυρίως από τα χρήματα που έδινε ο Ουσταμπασίδης στην Κουράκου για τα δύο τους παιδιά. Κάτι που δεν επιβεβαίωσε στην κατάθεσή του ο Ουσταμπασίδης.
Επίσης η υπόθεση έχει παραπεμφθεί και στα Διοικητικά Δικαστήρια. Συγκεκριμένα με την υπ’ αριθμόν 219/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, κρίθηκε ότι έχει παραγραφεί ο καταλογισμός των φόρων για τα φορολογικά έτη 2001-2007. Οχι όμως και για τα έτη 2008-2010.
Σε ό,τι αφορά τη δίκη που είναι σε εξέλιξη ο Γ. Παπαντωνίου και η σύζυγός του διώκονται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε βαθμό κακουργήματος, το οποίο αφορά μίζα 2.835.197 ελβετικών φράγκων που φέρεται να εισέπραξε ο Γ. Παπαντωνίου από την Thales Nederland BV για την ανάθεση του εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών στη γαλλική εταιρεία το 2003.
Με το ίδιο αδίκημα διώκεται και ο Ανδρ. Μπάρδης ο οποίος έχει παραδεχτεί στην απολογία του ότι το 2002 και το 2003 έβγαλε στην Ελβετία 2,5 εκατ. ευρώ για λογαριασμό του πρώην υπουργού, υποστηρίζοντας όμως σε ό,τι αφορά τον ίδιο πως δεν γνώριζε την προέλευση των χρημάτων.
Μεταξύ των εγγράφων που έχουν αναγνωστεί στο δικαστήριο και αποτελούν αντικείμενο της δικογραφίας είναι και η έκθεση δύο ειδικών επιστημόνων που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 2019 και διαβιβάστηκε στην ανακρίτρια διαφθοράς Ηλιάνα Ζαμανίκα και στον επίκουρο ανακριτή στην υπόθεση των εξοπλιστικών. Πρόκειται για δύο αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού, τους υποπλοιάρχους Απόστολο Λιακόπουλο και Αντώνη Τσοπουρίδη, οι οποίοι ορίστηκαν πραγματογνώμονες «προς υποστήριξη του έργου των ανακριτών».
Οι δύο πραγματογνώμονες ήλεγξαν τα ευρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων (Παπαντωνίου, Κουράκου, Μπάρδη και Μπεκατώρου). Επίσης στο «μικροσκόπιο» των ελεγκτών τέθηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί νομικών προσώπων στα οποία ως πραγματικοί δικαιούχοι εμφανίζονταν οι κατηγορούμενοι είτε νομικών προσώπων συμφερόντων τους σε Ελλάδα, Ελβετία και Κύπρο. Στην έκθεση οι πραγματογνώμονες κατέγραψαν αναλυτικά τη ροή του χρήματος μέσων τραπεζικών λογαριασμών που συνδέονται με τους κατηγορούμενους. Μεταξύ αυτών, τα χρήματα που διακινήθηκαν μέσω τραπεζικών λογαριασμών που ανήκαν στον Ανδρ. Μπάρδη για λογαριασμό του Γ. Παπαντωνίου και της συζύγου του. Πρόκειται για περίπου 2,5 εκατ. ευρώ τα οποία εμφανίζονται να έχουν διακινηθεί από τον Ιούλιο του 2002 έως και τον Οκτώβριο του 2003.
Οπως υπογραμμίζεται στην έκθεση «ο Ανδρέας Μπάρδης τηρούσε και τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς σε ελληνικά και ελβετικά ιδρύματα». Μέσω των λογαριασμών αυτών «βοήθησε το Γιάννο Παπαντωνίου να μεταφέρει χρηματικά ποσά που ο ίδιος είχε στην κατοχή του από την Ελλάδα στην Ελβετία, έτσι ώστε αυτά τελικά να καταλήξουν σε λογαριασμό με δικαιούχο τη Σταυρούλα Κουράκου στην τράπεζα UBS BANK AG της Ελβετίας».
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση των δύο πραγματογνωμόνων, ο Μπάρδης λάμβανε κατά διαστήματα από τον Παπαντωνίου χρήματα σε «φακέλους Α4». Τα χρήματα αυτά κατατίθεντο αρχικά σε λογαριασμούς που τηρούσε (ο Μπάρδης) στην ελληνική Eurobank μέσω «έμπιστων υπαλλήλων των εταιρειών του». Στη συνέχεια όμως, «με τη διενέργεια αλλεπάλληλων, συνεχών και σύνθετων τραπεζικών κινήσεων τα μετέφερε σε λογαριασμούς που τηρούσε στις ελβετικές τράπεζες EFG BANK και UBS AG». Στόχος της μεταφοράς ήταν να «καταλήξουν τα χρήματα στον πραγματικό δικαιούχο». Δηλαδή στο ζεύγος Κουράκου – Παπαντωνίου.
Συγκεκριμένα, από τις 25 Οκτωβρίου 2002 έως και τις 20 Οκτωβρίου 2003 κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό του Μπάρδη στη Eurobank ποσά ύψους 2,004 εκατ. ευρώ. Ο Γ. Παπαντωνίου του είχε παραδώσει προηγουμένως χέρι με χέρι τα χρήματα. Το ύψος των ποσών κυμαινόταν από 50.000 έως 120.000 ευρώ κάθε φορά. Στη συνέχεια, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, τα χρήματα «αφού ομαδοποιήθηκαν, ή κατατμήθηκαν, ή αυτούσια, μεταφέρθηκαν στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα». Σύμφωνα με όσα είχε υποστηρίξει στην απολογία του ενώπιον των ανακριτών ο Ανδρ. Μπάρδης «τόσο η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την αρχική κατάθεση των ποσών όσο και για τη μεταφορά τους στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα (κατάτμηση και ομαδοποίηση) έγινε μετά από σύσταση του Γιάννου Παπαντωνίου».
Σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του Μπάρδη στη Eurobank πιστώθηκαν χρήματα από τον Αύγουστο του 2002 έως και τον Απρίλιο του 2003. Στη συνέχεια τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν σε δύο λογαριασμούς στη UBS με δικαιούχο τον Μπάρδη. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται «τα χρηματικά αυτά τα ποσά αργότερα κατέληξαν σε λογαριασμό με δικαιούχο τη Σταυρούλα Κουράκου».
Στις 27 Ιουνίου 2002 συστάθηκε στην τράπεζα UBS AG της Ελβετίας τραπεζικός λογαριασμός με διαχειριστή και δικαιούχο τον Ανδρ. Μπάρδη. Μέσω του λογαριασμού διακινήθηκαν «κεφάλαια» τα οποία προήλθαν από μεταφορές χρηματικών ποσών από ελληνικούς και τραπεζικούς λογαριασμούς συμφερόντων Μπάρδη. Τα κεφάλαια αυτά τοποθετήθηκαν σε επενδυτικά προϊόντα και στη συνέχεια κατέληξαν κατά κύριο λόγο σε λογαριασμό με δικαιούχο τη Στ. Κουράκου, καθώς και σε ακόμη έναν τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχους τον Ανδρ. Μπάρδη, τη σύζυγό του Ειρήνη και τη Στ. Κουράκου.
Τρία και πλέον χρόνια μετά, συγκεκριμένα στις 14 Δεκεμβρίου 2005, υπογράφηκε από το ζεύγος Μπάρδη ένα έγγραφο «ταυτοποίησης πραγματικού δικαιούχου». Σύμφωνα με αυτό ως πραγματική δικαιούχος οριζόταν η Στ. Κουράκου. Επίσης, σύμφωνα με την απολογία του Ανδρ. Μπάρδη, ο λογαριασμός αυτός ανοίχτηκε «καθ’ υπόδειξη του Γιάννου Παπαντωνίου». Στόχος ήταν «να διέλθουν από αυτόν χρήματα που αρχικά του έδωσε ο ίδιος (δηλαδή ο Παπαντωνίου) και στη συνέχεια να επενδυθούν σε ομόλογο». Μάλιστα το ομόλογο φέρεται να το είχε επιλέξει ο «ίδιος ο Παπαντωνίου».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα της έδρας Αλ. Σπηλιώτη που πρότεινε την ενοχή των Παπαντωνίου, Κουράκου και Μπάρδη, το ποσό των περίπου 2,5 εκατ. ευρώ αποτελεί προϊόν δωροδοκίας του Γ. Παπαντωνίου από την Thales Nederland BV για τον εκσυγχρονισμό έξι φρεγατών του πολεμικού ναυτικού.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις