Η δίκη της υπόθεσης trafficking στην Ηλιούπολη κατέδειξε αυτό που ήδη ξέραμε. Οτι η ελληνική δικαιοσύνη δεν κάνει στην πραγματικότητα τίποτα για να προστατεύσει τα θύματα βιασμών και σωματεμπορίας μέσα στις δικαστικές αίθουσες.

“Η κοπέλα είναι ταλέντο στο πορνό, έκανε μία ελεύθερη επιλογή”. “Η καταγγέλλουσα έπαιξε τρεις άνδρες κομπολόι”. “Το κίνητρο της καταγγέλλουσας μπορεί να ήταν και η προσπάθεια οικονομικής χειραφέτησης από την οικογένειά της”.

Οι παραπάνω τρεις φράσεις ακούστηκαν από διαφορετικούς παράγοντες της δίκης της υπόθεσης trafficking στην Ηλιούπολη και είχαν ως στόχο την 19χρονη κοπέλα-θύμα. Οι δύο πρώτες ανήκουν στους συνηγόρους υπεράσπισης του καταδικασθέντα αστυνομικού και η τελευταία στον εισαγγελέα της έδρας ο οποίος όχι μόνο δεν στήριξε την κατηγορία αλλά παρουσίασε πρόταση απολύτως απαλλακτική και για τους τρεις βασικούς κατηγορούμενους της δυσώδους αυτής υπόθεσης.

Πολλά, δε, από τα υποτιμητικά σχόλια για την καταγγέλλουσα ακούστηκαν με την 19χρονη παρούσα στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της πολύωρης και βασανιστικής της κατάθεσης στη διαδικασία της διατύπωσης των ερωτήσεων από την πλευρά της υπεράσπισης. Το δικαστήριο προστάτευσε ελάχιστα το θύμα και, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ακριβείς, την εξέθεσε σε ισχυρή πιθανότητα επαναθυματοποίησης, γεγονός που καταδεικνύουν και οι λυγμοί της κοπέλας κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της.

Τα ισχυρά νομικά όπλα

Και όμως, τα νομικά εργαλεία που επιτρέπουν την προστασία των θυμάτων σε τέτοιους είδους υποθέσεις, χωρίς φυσικά να θίγονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων οι οποίοι από τη δική τους πλευρά, επιχειρούν να αποδείξουν την αθωότητά τους, υπάρχουν εδώ και χρόνια στην ελληνική νομοθεσία. Ομως δεν εφαρμόζονται ή, τέλος πάντων, εφαρμόζονται πλημμελώς με αποτέλεσμα φαινόμενα όπως αυτά που παρατηρήθηκαν στη δίκη της Ηλιούπολης τα οποία δεν περιποιούν τιμή για την ελληνική δικαιοσύνη και τους Ελληνες δικαστές.

Οπως εξήγησε σε συνέντευξή της στo OW, η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη “η συνήγορος της 19χρονης κοπέλας, Αντωνία Λεγάκη, ζήτησε να χρησιμοποιηθεί κάποιος από τους εναλλακτικούς τρόπους κατάθεσης που προβλέπονται από τον νόμο και είναι υποχρέωση της χώρας μας να τους εφαρμόζει σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει. Συγκεκριμένα ζήτησε να γίνει εξέταση στο σπίτι του θύματος, παρουσία δικαστικού λειτουργού, αλλά αυτό δεν έγινε δεκτό.

Ο εναλλακτικός τρόπος κατάθεσης ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα στο θύμα να καταθέσει στον χώρο που βρίσκεται ή σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο αν αυτό είναι εφικτό, ώστε να μην χρειαστεί να έρθει σε επαφή με τον κακοποιητή του. Ο κώδικάς μας προβλέπει τη βιντεοσκόπηση και τη γραπτή κατάθεση –ό,τι συμβαίνει δηλαδή και σε χώρες του εξωτερικού–, αλλά δεν εφαρμόζεται”.

Το δικαστήριο, κατόπιν πρότασης του Εισαγγελέα, αρνήθηκε τις προτάσεις αυτές. Αντιθέτως, διέταξε την παρουσία της παθούσας στην αίθουσα και την κατάθεσή της με τον κλασικό τρόπο “κεκλεισμένων των θυρών”, συνθήκη η οποία της δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς στην αίθουσα δεν είχαν πλέον δικαίωμα να παραβρίσκονται οι αλληλέγγυοι και οι δημοσιογράφοι. Οι κατηγορούμενοι όμως είχαν απευθείας επαφή μαζί της ενώ ο ένας από αυτούς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την εξύβρισε σκαιότατα.

Το “παράθυρο” στη νομοθεσία

Που στηρίζονται όμως τα ελληνικά δικαστήρια έτσι ώστε να καταλήγουν να μην προστατεύουν αποτελεσματικά τα θύματα σε τέτοιου είδους δίκες; Οπως αναφέρει στην ίδια συνέντευξή της η κα Στεντούμη, “το άρθρο 227 του κώδικα ποινικής δικονομίας αφορά ανήλικα πρόσωπα και προβλέπει εναλλακτικούς τρόπους κατάθεσης στην περίπτωση κατηγοριών που έχουν να κάνουν με τη γενετήσια αυτοδιάθεση (ασέλγεια, βιασμός, εμπορία). Αντίθετα, στο άρθρο 228 που αφορά ενήλικα άτομα, αυτοί οι τρόποι κατάθεσης προβλέπονται μόνο στην περίπτωση εμπορίας – στον βιασμό δεν προβλέπονται”.

Να λοιπόν ένας “φεγγίτης” τον οποίο εκμεταλλεύονται συνήθως οι συνήγοροι υπεράσπισης για να σύρουν στις αίθουσες τα θύματα. Οι δικαστές από την πλευρά τους δεν το “κουράζουν” και έτσι τα θύματα βρίσκονται κατά τη διάρκεια της κατάθεσής τους στο έλεος των κακοποιητών τους και των δικηγόρων τους (που σημειωτέον σε πολλές περιπτώσεις δεν τηρούν κανένα δεοντολογικό κανόνα γεγονός που οφείλει να απασχολήσει τους κατά τόπους δικηγορικούς συλλόγους).

Το νομικό οπλοστάσιο προς υπεράσπιση των θυμάτων κατά την ακροαματική διαδικασία είναι πάντως πλουσιότατο. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Σε ρεπορτάζ των Repoters United διαβάζουμε ότι οι σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες 2011/36 και 2012/29 έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με νομοθετικές ρυθμίσεις το 2013 και το 2017.

Υπάρχει επίσης, όπως έχουμε τονίσει και άλλες φορές από το NEWS 24/7, η κύρωση με τον νόμο 4531 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας.

Στην εν λόγω σύμβαση προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι “τα Μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να προστατέψουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών αναγκών τους ως μαρτύρων, καθ’ όλα τα στάδια των ερευνών και των δικαστικών διαδικασιών, συγκεκριμένα δίνοντας τη δυνατότητα στα θύματα να καταθέσουν, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται από την εσωτερική τους νομοθεσία στην αίθουσα του δικαστηρίου χωρίς να είναι παρόντα ή τουλάχιστον χωρίς την παρουσία του φερομένου ως δράστη, συγκεκριμένα μέσω της χρήσης των κατάλληλων επικοινωνιακών τεχνολογιών, όπου διατίθενται”.

Τα τρία στοιχεία-κλειδί

Τι, τέλος πάντων, λείπει και οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται; Τρία, κατά την ταπεινή μας άποψη, πράγματα: Η βούληση των δικαστών, η σχετική εκπαίδευσή τους σε υποθέσεις που έχουν δύσκολες ιδιαιτερότητες όπως αυτές της σωματεμπορίας και η υλικοτεχνική υποδομή στα ελληνικά δικαστήρια.

Για την απουσία της βούλησης μπορεί να γραφτούν λέξεις επί λέξεων. Μπορούμε εδώ πάντως να περιοριστούμε σ’ ένα και μόνο σχόλιο. Ο εκ φύσεως συντηρητισμός των Ελλήνων δικαστών δεν μπορεί να αποτελεί συνεχώς δικαιολογία για την καταγεγραμμένη απροθυμία τους να εφαρμόσουν τις σύγχρονες διατάξεις που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία. Οπως μάς τόνισε και νομική πηγή πολύ υψηλού κύρους ούτε φόβος δικαιολογείται. “Οποιος φοβάται, κακώς επέλεξε να κάνει καριέρα δικαστικού. Στο δικαστικό σώμα τα βάζουμε με τους “κακούς”, τελεία και παύλα”.

Η εκπαίδευση είναι κάτι που αλλάζει, αν και εδώ χρειάζεται και η βούληση της ελληνικής πολιτείας. Είναι πάντως σαφές, και μπορεί να το βεβαιώσει κάθε Ελληνας δικαστικός που σέβεται τον εαυτό του, ότι αυτοί που επιθυμούν να εκπαιδευτούν σχετικά είναι λίγοι. Πολλοί θεωρούν ότι οι γνώσεις που έχουν ήδη αποκομίσει από τις πολυετείς σπουδές τους και τα ανάλογα διαβάσματά τους είναι υπεραρκετές έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν και να κρίνουν υποθέσεις πάσης φύσεως. Πρόκειται, προφανώς, για φενάκη αφού τα πράγματα γύρω μας εξελίσσονται τόσο γρήγορα-και στο έγκλημα εννοείται- που η ανάγκη συνεχούς επανεκπαίδευσης και ενημέρωσης είναι επιτακτική.

Ως προς την υλικοτεχνική υποδομή τέλος, η χώρα παίρνει κάτω από τη βάση. Αρκεί μία επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο για να διαπιστώσει κανείς την άθλια εικόνα που παραπέμπει στον προηγούμενο αιώνα και όχι στον 21ο. Οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη δεν νοείται να μην συμπεριλάβουν και την ανανέωση της υλικοτεχνικής υποδομής έτσι ώστε διατάξεις που προβλέπουν για παράδειγμα εξ αποστάσεως κατάθεση να μπορούν να εφαρμόζονται απρόσκοπτα στην πράξη. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει πολύ λίγα, πολύ “φτωχά” πράγματα τα τελευταία 10 χρόνια στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι ακόμα και η Τρόικα είχε επισημάνει τα πολύ μεγάλα κενά που οδηγούν σε χαρακτηριστικές καθυστερήσεις στην απόδοση δικαιοσύνης.

Συμπερασματικά, κατεστημένες νοοτροπίες, ιδεοληψίες του παρελθόντος αλλά και σχέσεις διαπλοκής θα πρέπει επειγόντως να αποτελέσουν παρελθόν αν πραγματικά επιθυμούμε η Ελλάδα να λογίζεται ως χώρα που επικρατεί το κράτος δικαίου και στην προστασία των θυμάτων από εγκλήματα όπως είναι ο βιασμός και η σωματεμπορία.

Εικόνες σαν αυτές που καταγράφηκαν στην δίκη της Ηλιούπολης με την καταγγέλλουσα να λύνεται σε λυγμούς ούσα σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και το δικαστήριο να παραμένει ουσιαστικά απαθές δεν τιμούν σε καμία περίπτωση την ελληνική δικαιοσύνη.

Για το τέλος, μία χαρακτηριστική περίπτωση όπως την μεταφέρει από δική της εμπειρία η κα Στεντούμη: “Είχα περίπτωση γυναίκας που είχε εμφανή σημάδια κακοποίησης παντού στο σώμα της και ζήτησα από το δικαστήριο να μην είναι παρών ο κακοποιητής στην κατάθεσή της – ξυλοκοπήθηκε και φοβόταν να το ξαναβιώσει. Η απάντηση ήταν «αν δε νιώθει καλά, να περάσει έξω». Για τέτοια έλλειψη ενσυναίσθησης από την πλευρά των δικαστών μιλάμε…

Νίκος Γιαννόπουλος

news247.gr

GETTY IMAGES/ISTOCKPHOTO

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις