Ο βαθμός πυκνότητας των πολιτικών εξελίξεων και η πτωτική πορεία της Ν.Δ. κρατούν ανοιχτά ακόμη και σενάρια που μέχρι πρότινος αποκλείονταν, όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Μπορεί επισήμως να το διαψεύδει, ωστόσο το θέμα παραμένει στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου ως ένα από τα όπλα του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις και τα σενάρια για μελλοντικές κυβερνήσεις συνεργασίας.

Η δημοσκοπική φτώχεια της Ν.Δ. μετά το δύσκολο καλοκαίρι με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις πυρκαγιές αποκλείει την αυτοδυναμία ακόμη και ως θεωρητικό σενάριο. Ακόμη και ο στόχος του 30% μοιάζει πλέον μακρινό όνειρο. Με τα τωρινά δεδομένα από τις κυλιόμενες –αδημοσίευτες– δημοσκοπήσεις, η Ν.Δ. κινείται πέριξ του 20% και, ακόμη και με τις προβολές των αναποφάσιστων, με δυσκολία προσεγγίζει το 25%.

 

Δύο αλλαγές

Κάπως έτσι, τα σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου επιμένουν, καθώς και οι πληροφορίες που θέλουν κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές να το εισηγούνται στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η ενδεχόμενη αλλαγή αφορά δύο σημεία.

Πρώτον, η αλλαγή του ορίου για την κατανομή του μπόνους εδρών του πρώτου κόμματος. Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, το πρώτο κόμμα, εφόσον συγκεντρώσει 25%, παίρνει 20 έδρες επιπλέον όσων του αναλογούν και στη συνέχεια 1 έδρα για κάθε 0,5%. Συνολικά, για να πάρει τις 50 έδρες –που είναι το ανώτατο όριο– πρέπει να φτάσει το 40%. Στόχος λοιπόν όσων κάνουν τις σχετικές εισηγήσεις είναι να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού ώστε το μπόνους να δίνεται με μικρότερο ποσοστό, ενδεχομένως και κάτω από το 30%. Έτσι, θα μειώνεται το απαιτούμενο συμπλήρωμα για σχηματισμό κυβέρνησης και το πρώτο κόμμα –που θεωρούν βέβαιο ότι θα είναι η Ν.Δ.– θα μιλά από θέση ισχύος στις συζητήσεις για κυβέρνηση συνεργασίας.

Δεύτερον, να αυξηθεί το όριο εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αδιάθετων εδρών, τις οποίες κατά κύριο λόγο θα καρπώνεται το πρώτο κόμμα.

Για να ισχύσουν όμως αυτά, θα πρέπει να γίνουν επαναληπτικές εκλογές, κάτι που ούτως ή άλλως βρίσκεται στους υπολογισμούς του Μεγάρου Μαξίμου. Το επιχείρημα που θα προβληθεί είναι ότι «η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη». Η κυβερνησιμότητα, σε συνδυασμό με τις επαναληπτικές εκλογές και το «κατέβασμα» του πήχη για την ενίσχυση του πρώτου κόμματος, αποσκοπούν στον εκβιασμό του εκλογικού σώματος, προκειμένου η Ν.Δ. να προσεγγίσει το πολυπόθητο 30%.

Η αύξηση του ορίου για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή μπορεί επίσης να λειτουργήσει αποτρεπτικά για μια μερίδα ψηφοφόρων, που θα στραφούν σε μικρότερα κόμματα δεξιά της Ν.Δ., όπως π.χ. η «Φωνή Λογικής».

 

Το «θεσμικό» προφίλ

Η μετακίνηση του πρωθυπουργού από τη «δέσμευση» ότι δεν θα αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού θα επιχειρηθεί με την επίκληση της «τοξικότητας της αντιπολίτευσης» και του «κινδύνου ακυβερνησίας και αποσταθεροποίησης της χώρας», επιχειρήματα που ήδη έχουν ενταχθεί στη ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Παρόμοιες μεθοδεύσεις προϋποθέτουν ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν σε κλίμα έντονης πολιτικής πόλωσης. Ορισμένοι προβλέπουν ακόμη και περιβάλλον εθνικών απειλών, που θα καταστήσει τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής καθοριστικό παράγοντα για την ψήφο των πολιτών – δίπλα βεβαίως στην οικονομία.

 

ΔΕΘ – παροχολογία

Στην παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και στο «καλάθι» παροχών –που μαγειρεύεται ανάλογα με τα ποσοστά της Ν.Δ.– εναποθέτει το κυβερνητικό επιτελείο τις τελευταίες ελπίδες του για την αναστροφή της πτωτικής πορείας.

Προς τούτο, παράλληλα με το πακέτο παροχών, το κυβερνητικό επιτελείο και τα διασυνδεδεμένα ΜΜΕ έχουν ήδη ξεκινήσει τις διαρροές με στόχο την εκ προοιμίου απαξίωση των εξαγγελιών των άλλων πολιτικών αρχηγών, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Πέρα από τις παροχές που θα ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το πολιτικό επιχείρημα είναι: «Ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει μέτρα για την ενίσχυση της μεσαίας τάξης που επιτρέπουν τα υγιή δημοσιονομικά και το υπερπλεόνασμα, σε αντίθεση με την αντιπολίτευση που υπόσχεται “λεφτόδεντρα” και της οποίας το σύνολο των προτάσεων δεν συνιστά αξιόπιστο πρόγραμμα εναλλακτικής διακυβέρνησης».

Παράλληλα, επιστρατεύεται ξανά το φάντασμα του Αλέξη Τσίπρα –τροφοδοτώντας μέσω του μηχανισμού φήμες περί ίδρυσης νέου κόμματος– προκειμένου να στραφεί η πολιτική συζήτηση από την κυβερνητική αποδρομή σε έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης στην Κεντροαριστερά. Εν ολίγοις, ανακύκλωση του ίδιου επιχειρήματος: μπορεί να είναι μία αναποτελεσματική και διεφθαρμένη κυβέρνηση, αλλά δεν υπάρχει εναλλακτική.

 

Μπούμερανγκ

Το ύψος του πακέτου παροχών και το μείγμα των μέτρων ακόμη τελούν υπό διαμόρφωση και συναρτώνται με τις πολιτικές επιδιώξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα εκλογικά κοινά στα οποία στοχεύει. Από τις μέχρι τώρα πληροφορίες, το πακέτο που ξεκίνησε από το 1,5 δισ. θα ξεπερνά τα 2 δισ., ενώ εξετάζεται η υλοποίησή του να γίνει με δόσεις, προκειμένου να διατηρείται η προσδοκία των ψηφοφόρων. Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση θα στοχεύσει στα μεσαία εισοδήματα που δυσανασχετούν με την υψηλή φορολογία, η οποία έχει μείνει στα επίπεδα του 2019.

Ωστόσο, η σχετική συζήτηση τείνει να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση, καθώς απορρίπτονται το ένα μετά το άλλο σημαντικά μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το εισόδημα κυρίως των μισθωτών της μεσαίας τάξης. Έτσι, απορρίφθηκε η ολική ή μερική τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, που θα συνιστούσε ουσιαστικό μέτρο φορολογικής δικαιοσύνης και βελτίωσης των εισοδημάτων. Με δεδομένο τον υψηλό πληθωρισμό, οι αυξήσεις εισοδήματος εξανεμίζονται όχι μόνο από την ακρίβεια αλλά και από την αλλαγή κλιμακίου. Το μέτρο όμως απορρίφθηκε λόγω του υψηλού δημοσιονομικού κόστους.

Παράλληλα, έχουν απορριφθεί η 13η σύνταξη, όπως και –φυσικά για λόγους όχι μόνο οικονομικούς αλλά και εξαιτίας ιδεοληψίας– η επιστροφή του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο. Η κυβέρνηση όμως δεν εξετάζει ούτε τη μείωση του ΦΠΑ σε επιλεγμένες έστω κατηγορίες προϊόντων, με το επιχείρημα ότι δεν θα περάσει στους καταναλωτές· στην πραγματικότητα, επειδή θα μειωθούν τα έσοδα και το ετήσιο υπερπλεόνασμα.

Το περιθώριο μικραίνει και τα μέτρα εντοπίζονται σε αλλαγές σε κάποιους από τους φορολογικούς συντελεστές. Παρομοίως, η κυβέρνηση κινείται σε αλλαγές στη φορολόγηση των ενοικίων. Συνολικά προκύπτει ότι δεν θα αποστεί από την πεπατημένη των επιδομάτων για επιμέρους κατηγορίες πολιτών στις οποίες στοχεύει εκλογικά. Αναζητείται –και φυσικά θα κρατηθεί για την έκπληξη της τελευταίας στιγμής– το μέτρο που θα αποτελέσει το πολιτικό περιτύλιγμα και θα κάνει τη διαφορά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ξεπεράσει τη δημοσκοπική καθίζηση.

 

Αντιμέτωπη με τις συνέπειες της εξαετίας

Η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με τις συνέπειες της οικονομικής της πολιτικής την εξαετία. Το 9,2% που είναι αθροιστικά η αύξηση του ΑΕΠ δεν κατανεμήθηκε με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Αντίθετα, μεγάλωσε τις ανισότητες. Αύξησε την κερδοφορία των επιχειρήσεων και τα εισοδήματα μιας περιορισμένης κοινωνικής κατηγορίας, κυρίως στελεχών, ενώ μέσω της υψηλής έμμεσης φορολογίας και της ακρίβειας οδήγησε σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος ακόμη και κατηγορίες που πέτυχαν να αυξήσουν τις ονομαστικές τους αποδοχές.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση συγκράτησε την κοινωνική δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων με τα πάσης φύσεως επιδόματα. Ακόμη και αυτό όμως έχει εξαντληθεί. Ο πρωθυπουργός θα προβάλει υπέρμετρα τη βελτίωση των δεικτών απασχόλησης. Ωστόσο, η κοινωνία έχει ήδη περάσει στο επόμενο επίπεδο και θεωρεί «δώρο άδωρο» την απασχόληση που δεν συνοδεύεται με απολαβές ικανές να εξασφαλίσουν μία αξιοπρεπή ζωή.

Ο πρωθυπουργός δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που να αφορούν το κόστος της ενέργειας –το οποίο μεταφέρεται σε όλο το φάσμα της παραγωγής και της κατανάλωσης και αποτελεί το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας– ούτε αλλαγές που να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, η οποία μέσω των καρτέλ και της έλλειψης ανταγωνισμού έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά. Επίσης, δεν έχει λύση για την κρίση στέγης, καθώς δεν θέλει να αγγίξει τις υψηλές συγκεντρώσεις ακίνητης περιουσίας και την ιδιωτική οικοδόμηση που βρίσκεται σε έξαρση.

 

Μη αναστρέψιμη πορεία

Συνολικά, πολύ απλά δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης στο οποίο βασίστηκε τα τελευταία έξι χρόνια και που απογείωσε την κερδοφορία μιας περιορισμένης κατηγορίας μεγάλων επιχειρήσεων –φίλων της ηγεσίας του κόμματος– ενώ επέφερε διάχυση της διαφθοράς μέχρι τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Χαρακτηριστικό επ’ αυτού οι απευθείας αναθέσεις δημόσιων έργων και υπηρεσιών που κατευθύνονται σε κομματικούς παράγοντες της Ν.Δ. και σε όσους συνδέονται μαζί τους.

Αρνητικός παράγοντας για την κυβέρνηση είναι οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες, παρά την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής ώστε να μην καταγράφονται στο έλλειμμα, αυξάνουν το ήδη μεγάλο δημόσιο χρέος.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, το όποιο πακέτο διαμορφωθεί τελικά θα είναι too little, too late, όχι μόνο για τη διόρθωση της οικονομίας, αλλά και για την επιστροφή της Ν.Δ. σε τροχιά ανάκαμψης. Γι’ αυτό άλλωστε, από τώρα ο επικοινωνιακός μηχανισμός εστιάζει στην αποδόμηση των προγραμματικών μέτρων που θα εξαγγείλουν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Του Σπύρου Γκουτζάνη *

* Ο Σπύρος Γκουτζάνης είναι δημοσιογράφος

Αυγή

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις