Και ξαφνικά η Ελλάδα ανακάλυψε την Μέση Ανατολή! Και αυτό χάρη στις δηλώσεις του τούρκου υπουργού Μεταφορών περί οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ της νέας ηγεσίας της Συρίας και της Τουρκίας. Η οποία νέα ηγεσία της Δαμασκού, είναι κοινό μυστικό πως πρόκειται για μια συγκεκριμένη ομάδα που εκπαιδεύτηκε, χρηματοδοτήθηκε και θέριεψε χάρις στην τουρκική υλικοτεχνική βοήθεια την τελευταία δεκαετία.

Όταν λοιπόν μαθεύτηκαν τα «χαμπέρια», άρχισαν να βγαίνουν τα non paper σαν φυλλάδια διαφήμισης κομμωτηρίου προς πάσα δημοσιογραφική και μη κατεύθυνση. Αφήστε δε τα τηλέφωνα με το κλισέ: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις»… Και με ποιο σκεπτικό έγιναν όλα αυτά; Μα για να μας μιλήσουν για το διεθνές δίκαιο την Ευρωπαϊκή Ένωση και πως η Τουρκία δεν μπορεί να το κάνει αυτό με τη Συρία γιατί είναι παράνομο.

Αν πάρουμε όμως υπόψη μας τι έχει γίνει από το 2019 και μετά, με το τουρκολιβυκό σύμφωνο χάραξης ΑΟΖ που κοντεύει να απαγορεύσει ακόμη και το κολύμπι στους λουόμενους στις ακτές της Κρήτης, τα πρόσφατα επεισόδια στην Κάρπαθο και στην Κάσο, την αδιαφορία για το Κυπριακό και τη συνεχή πλύση εγκεφάλου από κυβερνητικούς και μη αξιωματούχους «να τα έχουμε μισά-μισά όλα» δείχνει ότι είτε κάποιοι δεν έχουν ιδέα από εξωτερική πολιτική ή έχουν γραμμένα στα παλαιότερα εκ των υποδημάτων τους τα εθνικά μας συμφέροντα, εκτελώντας εντολές άνωθεν.
Οποια και από τις δύο περιπτώσεις να ισχύει και οι δύο είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για το μέλλον μας ως κρατική οντότητα και ως έθνος.

Από τις 2 διαφορές στις 102!

Η Ελλάδα, παραδοσιακά, αναγνώριζε δύο βασικά ζητήματα στις ελληνοτουρκικές διαφορές: την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα. Ωστόσο, μέσω μιας αλυσιδωτής υποχωρητικότητας, φτάσαμε σήμερα να διαπραγματευόμαστε σχεδόν για τα πάντα. Από τον εναέριο χώρο και τις θαλάσσιες ζώνες μέχρι τις αποστρατιωτικοποιήσεις νησιών και την εκμετάλλευση ενεργειακών κοιτασμάτων, η Τουρκία συνεχώς προσθέτει νέα θέματα στην ατζέντα. Η ελληνική πλευρά, αντί να προτάξει σθεναρή αντίσταση και να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, επιλέγει τον κατευνασμό. Αντί να οριοθετήσει ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, υποκύπτει στις πιέσεις για «διερευνητικές επαφές», δίνοντας στην Τουρκία τον απαραίτητο χρόνο να εδραιώσει de facto καταστάσεις.

Η τουρκική στρατηγική είναι μελετημένη και επιθετική. Από τις έρευνες του “Oruc Reis” εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μέχρι τις συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου, η Άγκυρα δοκιμάζει τα όρια της ελληνικής υποχωρητικότητας. Την ίδια στιγμή, η Αθήνα περιορίζεται σε διπλωματικά διαβήματα και δηλώσεις καταδίκης, που όμως δεν αρκούν για να αναχαιτίσουν την επιθετικότητα.

Ο «ωχαδελφισμός» και η Μέση Ανατολή

Από το 2019 και έπειτα, η Ελλάδα φαίνεται να έχει αποσυρθεί από τις δυναμικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Ενώ η Τουρκία επενδύει πολιτικά, στρατιωτικά και διπλωματικά στις κρίσεις της περιοχής, η Αθήνα παραμένει παθητικός παρατηρητής. Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, τη Λιβύη, ακόμη και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έχει δώσει στην Άγκυρα σημαντικά ερείσματα, τα οποία χρησιμοποιεί ως εργαλεία πίεσης. Αντιθέτως, η Ελλάδα έχει χάσει πολύτιμο έδαφος, ειδικά όσον αφορά τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο.

Η αδιαφορία της ελληνικής διπλωματίας για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είναι εμφανής και επικίνδυνη. Ενώ η Τουρκία επιχειρεί να παίξει ρόλο περιφερειακής δύναμης, η Ελλάδα δείχνει να θεωρεί πως η γεωπολιτική της θέση αρκεί από μόνη της για να τη διατηρήσει στον χάρτη των σημαντικών παικτών στην περιοχή. Αυτός ο εφησυχασμός έχει οδηγήσει στην απώλεια ευκαιριών για νέες στρατηγικές συμμαχίες και έχει αφήσει την Αθήνα εκτεθειμένη στις τουρκικές κινήσεις.

 

Ο πρώην ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας (αρ.) και ο νυν Γιώργος Γεραπετρίτης (δεξ.)

 

Η Τουρκία, μέσα από μια δεκαετία μεθοδικής διπλωματίας και επεμβάσεων, κατάφερε να μετατραπεί σε πρωταγωνιστή στη Μέση Ανατολή. Από τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό ένοπλων ομάδων στη Συρία, μέχρι την άμεση στρατιωτική υποστήριξη όπως στη Λιβύη και το Κατάρ, η Άγκυρα διαμορφώνει το μέλλον της περιοχής. Και βέβαια, κορύφωση αυτής της στρατηγικής ήταν η σταδιακή αποδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και η ενίσχυση ομάδων που λειτουργούν υπό την τουρκική επιρροή. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας στη Συρία, την πτώση του καθεστώτος Ασσαντ, με την Τουρκία να έχει τον πρώτο λόγο.

Η «μακρινή» Κύπρος

Ίσως η πιο χαρακτηριστική απόδειξη της αποτυχημένης πολιτικής μας είναι η στάση απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παρά την τουρκική εισβολή και την παράνομη κατοχή εδάφους της – με πρόσχημα το διεθνές δίκαιο – εδώ και μισό αιώνα,  την μη αναγνώριση της  κυπριακής ΑΟΖ και τις συνεχείς παραβιάσεις και εισβολές εντός της, η Αθήνα περιορίζεται σε φραστικές καταδίκες και εκκλήσεις για σεβασμό του διεθνούς δικαίου.
Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει καταφέρει να διεξάγει έρευνες και γεωτρήσεις εντός των κυπριακών χωρικών υδάτων, χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες, αποκαλύπτει την πλήρη αδυναμία της εξωτερικής πολιτικής.

Θα μας σώσει το δίκαιο και η ΕΕ;

Η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο ως άλλοθι για την αδράνειά της, θεωρώντας ότι οι υπογραφές σε συνθήκες και τα ηθικά πλεονεκτήματα αρκούν για να εξασφαλίσουν την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, το διεθνές δίκαιο δεν αποτελεί ασπίδα όταν δεν συνοδεύεται από πράξεις αποτροπής και ισχυρή στρατιωτική παρουσία. Η Ελλάδα συνεχώς επικαλείται το δίκαιο της θάλασσας και τις διεθνείς συμβάσεις, λες και τα έγγραφα θα αποτρέψουν την Τουρκία από νέες προκλήσεις και τον επιθετικό στρατηγικό σχεδιασμό της. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα αγνοεί συστηματικά τις διεθνείς αποφάσεις όταν δεν την εξυπηρετούν, αποδεικνύοντας πως η ισχύς επιβάλλεται με πράξεις, όχι λόγια. Και εδώ μπορούμε να θυμηθούμε την φράση πλήρους άγνοιας του τότε ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια τον Γενάρη του 2023 μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο: «Η λογική του 19ουαιώνα, της εποχής των κανονιοφόρων, έχει ανεπιστρεπτί παρέλθει» (sic). Αραγε στην Κάσο, στην Κρήτη και στη Ρόδο έστειλαν οι Τούρκοι τουριστικά πλοία μονοήμερης κρουαζιέρας; Λέω εγώ τώρα…

Η Ελλάδα, επιπλέον, στηρίζεται υπερβολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας πως ο οργανισμός θα λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας. Ωστόσο, η ΕΕ έχει αποδειχθεί αδύναμη να ασκήσει ενιαία και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική. Οι διχασμοί και τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των κρατών-μελών την καθιστούν αναποτελεσματική, αφήνοντας την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο εκτεθειμένες σε διεθνείς πιέσεις και προκλήσεις. Ή επί του λαϊκότερου: «Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς»…

Από την Σκύλα στη Χάρυβδη;

Η ελληνική κυβέρνηση αποτυγχάνει παταγωδώς να διαχειριστεί τα εθνικά συμφέροντα, επιδεικνύοντας ανικανότητα, ατολμία και εθελοτυφλία. Η χώρα παραμένει καθηλωμένη σε ψευδαισθήσεις περί διεθνούς προστασίας, ενώ η πραγματικότητα απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό, θάρρος και αποφασιστικότητα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως επαίτης υποστήριξης από διεθνείς οργανισμούς που έχουν ήδη αποδείξει την ανεπάρκειά τους.
Ο χρόνος για αυταπάτες τελείωσε.
Εάν η ελληνική διπλωματία δεν ξυπνήσει άμεσα από τον λήθαργο της υποταγής, η χώρα θα βρεθεί σε μη αναστρέψιμη γεωπολιτική απομόνωση, ενώ οι αντίπαλοί της θα συνεχίσουν να προελαύνουν ανενόχλητοι.

Του Ζαφείρη Χατζηδήμου

neostrategy.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις