Ηυπόθεση Καραϊβάζ έρχεται να προστεθεί στην πολύ μακρά λίστα με τις ανεξιχνίαστες επί χρόνια υποθέσεις, εγκλήματα, δολοφονίες και σκάνδαλα που ταλάνισαν την κοινωνία, τις οικογένειες των θυμάτων και «πλήγωσαν» βαθιά την εικόνα του κράτους δικαίου.

Η δικαστική τροπή της υπόθεσης δολοφονίας Καραϊβάζ με την αθώωση κατά πλειοψηφία των δύο φερομένων ως δολοφόνων του δημοσιογράφου, ουσιαστικά σημαίνει δύο πράγματα: Ή το δικαστήριο δεν απέδωσε δικαιοσύνη, εξέδωσε δηλαδή μια εσφαλμένη απόφαση ή τα στοιχεία της δικογραφίας σε βάρος τους ήταν ισχνά, ή ακόμα χειρότερα σε εντελώς λάθος κατεύθυνση. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο, τρεισήμισι ολόκληρα χρόνια μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση του γνωστού αστυνομικού συντάκτη, οι πραγματικοί ένοχοι, φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Αυτό όμως που απαιτείται να απαντηθεί για την υπόθεση που συντάραξε το δημοσιογραφικό κόσμο και όχι μόνο, είναι αν οι πομπώδεις ανακοινώσεις του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκου τον Απρίλιο του 2023 ότι η ΕΛ.ΑΣ. εξιχνίασε την υπόθεση, οδηγώντας στη δικαιοσύνη τους φυσικούς αυτουργούς του εγκλήματος, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ή όχι.

Γιατί στην περίπτωση που η υπόθεση ήταν «δεμένη» και τα στοιχεία ακλόνητα, τότε οι δικαστές σήμερα έκαναν ένα ολέθριο λάθος, αφήνοντας ελεύθερους δύο επικίνδυνους δολοφόνους. Στην αντίθετη περίπτωση, που οι αμφιβολίες των δικαστών έγκεινται σε κενά της δικογραφίας και αναπάντητα ερωτήματα, τότε αδίκως 17 μήνες οι δύο κατηγορούμενοι έμειναν στη φυλακή.

Πάντως, δεν είναι απίθανο, τα επόμενα 24ωρα να υπάρξουν και άλλες δικαστικές εξελίξεις στην υπόθεση, καθώς η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν ομόφωνη, αλλά κατά πλειοψηφία και κατά συνέπεια η Εισαγγελία Εφετών Αθήνας έχει τη δυνατότητα, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να ασκήσει έφεση επί της απόφασης.

Η υπόθεση Καραϊβάζ έρχεται να προστεθεί στην πολύ μακρά λίστα με τις ανεξιχνίαστες επί χρόνια υποθέσεις, εγκλήματα, δολοφονίες και σκάνδαλα που ταλάνισαν την κοινωνία, τις οικογένειες των θυμάτων και «πλήγωσαν» βαθιά την εικόνα του κράτους δικαίου.

Το «ατιμώρητο» έγκλημα της Marfin

14 χρόνια μετά το έγκλημα στην τράπεζα Marfin επί της οδού Σταδίου, οι τέσσερις νεκροί ακόμη «ψάχνουν» τους δολοφόνους τους. Οι φυσικοί αυτουργοί της εμπρηστικής επίθεσης στην τράπεζα, με αποτέλεσμα τους θανάτους των υπαλλήλων Αγγελικής Παπαθανασοπούλου που κυοφορούσε το πρώτο της παιδί, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια, μέχρι και σήμερα παραμένουν ασύλληπτοι.

Τον Απρίλιο 2021 ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης ζήτησε πίσω το φάκελο για νέα έρευνα χάρη σε νέο ανεπεξέργαστο υλικό που εντόπισε η ειδική ομάδα που συγκροτήθηκε στην αρμόδια υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Σύμφωνα με τις τότε διαρροές της Αστυνομίας, οι αναλυτές της Κρατικής Ασφάλειας είχαν ενδείξεις για συμμετοχή μιας ομάδας 23 ατόμων που ξεκίνησε από την οδό Πατησίων με κουκούλες και γάντια, έφτασε στη Σταδίου, έσπασε στα δύο και 7 άτομα με επικεφαλής έναν ψιλόλιγνο άντρα και μια μυστηριώδη γυναίκα χτύπησαν τη Μarfin και οι υπόλοιποι το βιβλιοπωλείο «Ιανός». Μάλιστα, άφηναν να εννοηθεί ότι ήταν θέμα χρόνου οι συλλήψεις τεσσάρων ατόμων για τις δύο αυτές επιθέσεις για βαριά κακουργήματα, όπως σύσταση και συμμορία εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίες, κατασκευή και χρήση εκρηκτικών υλών. Οι έρευνες δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ ή δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς, σε κάθε περίπτωση δεν έγινε ποτέ γνωστή η κατάληξη της εν λόγω έρευνας.

Δύο ύποπτοι και δύο δίκες

Κάποια χρόνια νωρίτερα, είχαν εκδικαστεί οι δύο δικογραφίες που σχηματίστηκαν για τη Marfin. Για τον εμπρησμό συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν να δικαστούν δύο άτομα ο Θ. Σ. και ο Π.Α. Η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 με την ομόφωνη αθώωση και των δύο κατηγορουμένων. Το 2013 στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Όλες οι ποινές ήταν με αναστολή και οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι.

Δολοφονία Μιχάλη Κατσούρη

Ένα χρόνο μετά τα πρωτοφανή αιματηρά επεισόδια της 7ης Αυγούστου 2023 έξω από το Opap Arena στη Νέα Φιλαδέλφεια, αποτέλεσμα φονικής συμπλοκής μεταξύ Κροατών χούλιγκαν και Ελλήνων οπαδών της ΑΕΚ, ο δολοφόνος- σύμφωνα με την ποινική δίωξη- του 29χρονου οπαδού Μιχάλη Κατσούρη παραμένει ασύλληπτος. Οι αστυνομικές αρχές, αφού αρχικά πιάστηκαν στον ύπνο και δεν εμπόδισαν την κάθοδο εκατοντάδων οργανωμένων οπαδών της χουλιγκανικής οργάνωσης Bad Blue Boys, συνέλαβαν 100 Κροάτες και λίγους Έλληνες. Όλοι λίγους μήνες αργότερα, όταν τα στοιχεία των εργαστηριακών αναλύσεων δεν επιβεβαίωναν συμμετοχή τους στην επίθεση σε βάρος του Κατσούρη, αποφυλακίστηκαν. Οι 100 σχεδόν Κροάτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η ανάκριση για την υπόθεση παραμένει ακόμα ανοιχτή, χωρίς όμως να έχουν βρεθεί τα ουσιαστικά εκείνα στοιχεία που θα «οδηγήσουν» στο δολοφόνου του νεαρού οπαδού της ΑΕΚ.

Στο «συρτάρι» το σκάνδαλο υποκλοπών

Δύο 24ωρα συμπληρώνονται από την αρχειοθέτηση της ογκωδέστατης δικογραφίας για το σκάνδαλο των υποκλοπών για το βασικό σκέλος της υπόθεσης, από τον Άρειο Πάγο και οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις δε λένε να κοπάσουν. Ένα- ένα τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποβάλλουν αιτήματα για διαβίβαση του εισαγγελικού πορίσματος στη Βουλή. Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αντίστοιχο αίτημα είχαν υποβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και η Πλεύση Ελευθερίας.

Πολλές οι σκιές και τα αναπάντητα ερωτήματα για την ουσία του εισαγγελικού πορίσματος του Αρείου Πάγου. Καταρχάς σε αυτό, διαπιστώνεται ότι δεν υπήρχε συσχέτιση ΕΥΠ και predator. Δεν χρησιμοποίησε κακόβουλο λογισμικό η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για να παρακολουθήσει το Νίκο Ανδρουλάκη, το Θανάση Κουκάκη και πλειάδα άλλων πολιτικών, Υπουργών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, αλλά μόνο νόμιμη επισύνδεση. Την ίδια ώρα ωστόσο δεν απαντά ή δεν αναζητά καν τους λόγους, για τους οποίους όλοι οι αυτοί οι επιφανείς εκπρόσωποι της δημόσιας ζωής έπρεπε να τεθούν υπό παρακολούθηση. Ως αν να είναι περίπου φυσιολογικό η ΕΥΠ να παρακολουθεί εν ενεργεία πολιτικούς και όχι μόνο για «λόγους εθνικής ασφαλείας», χωρίς την ανάγκη επί της ουσίας αιτιολόγησης της υποκλοπής.

Επίσης, το γεγονός ότι το πόρισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου μιλά για «σοβαρές ενδείξεις ενοχής» για τέσσερις ιδιώτες εκπροσώπους εταιρειών που εμπλέκονταν στην εμπορία του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, περισσότερο «θολώνει» τα νερά και συμβάλλει στη συγκάλυψη της υπόθεσης, παρά απονέμει δικαιοσύνη. Γιατί ακόμα και αν οι υψηλά ιστάμενοι της Intellexa και της Krikel συνέβαλαν με τις ενέργειές τους στην υποκλοπή προσώπων, αυτό που δεν διευκρινίζει, ούτε καν αναφέρει η εισαγγελική ανακοίνωση, είναι ποιοι έδωσαν την εντολή για κάτι τέτοιο. Υπήρξε ένα ευρύτερο ιδιωτικό κέντρο παρακολουθήσεων, μια ιδιωτική μυστική υπηρεσία και από ποιους; Ή μόνοι τους, αυτοί οι τέσσερις κατηγορούμενοι παρακολούθησαν δεκάδες άτομα; Και γιατί; Από χόμπι; Από περιέργεια; Έτσι απλά, χωρίς καμία εξήγηση, τέσσερις ιδιώτες διευκόλυναν στη διάθεση παράνομου λογισμικού.

Τέλος, επισημαίνεται στο πόρισμα ότι οι επιβαρυντικές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των τεσσάρων, προέκυψαν από την εμπλοκή των ίδιων εταιρειών σε υποθέσεις υποκλοπών διεθνώς. Μόνο που σε εκείνες τις περιπτώσεις, το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό χρησιμοποιήθηκε από κρατικές υπηρεσίες για την παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων. Αυτό όμως ΔΕ συνέβη στην Ελλάδα.

DNEWS.GR

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις