Στις 19 Μαρτίου 2025, ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές, με βαριές κατηγορίες που περιλαμβάνουν συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος και —το πλέον φορτισμένο πολιτικά στοιχείο— χρηματοδότηση του PKK. Οι διωκτικές αρχές κινήθηκαν ταχύτατα, με βάση εισαγγελική πρόταση που δημοσιοποιήθηκε το ίδιο πρωί, ενώ μέσα σε λιγότερο από 12 ώρες είχε προχωρήσει η σύλληψη και μεταγωγή του σε ειδικά διαμορφωμένο τμήμα της ΜΙΤ.
Οι κατηγορίες, για τις οποίες δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα τεκμηριωμένο αποδεικτικό υλικό, προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Κυρίως όμως, ανέδειξαν ξανά τον απολύτως ελεγχόμενο χαρακτήρα της τουρκικής δικαιοσύνης και την πορεία της χώρας προς ένα ιδιότυπο μεταδημοκρατικό καθεστώς.
Ηταν στόχος οι «Κεμαλικοί»
Η υπόθεση δεν είναι αποκομμένη από τις εξελίξεις. Εδώ και μήνες ήταν γνωστό πως ο Ιμάμογλου σκόπευε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την προεδρία, με τη στήριξη ευρύτερων κεντροαριστερών και φιλοκουρδικών δυνάμεων. Η εκλογική του απήχηση, ήδη από τη θριαμβευτική νίκη στις δημοτικές του 2019, θεωρούνταν σοβαρή απειλή για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αναζητά τη δική του ιστορική έξοδο, με διασφάλιση ισχύος και παρακαταθήκης. Το γεγονός ότι οι συλλήψεις έγιναν λίγα 24ωρα πριν από την αναμενόμενη επίσημη ανακοίνωση υποψηφιότητας του Ιμάμογλου, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για παρερμηνείες.
Η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch έχουν ήδη χαρακτηρίσει τη διαδικασία «πολιτικά υποκινούμενη» και «ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο το τουρκικό καθεστώς χρησιμοποιεί το ποινικό δίκαιο ως εργαλείο καταστολής». Η δε Ένωση Τούρκων Δημοσιογράφων κατέγραψε περισσότερες από 100 συλλήψεις μέσα σε μία εβδομάδα, που περιλάμβαναν δημοτικούς συμβούλους, υπαλλήλους, τοπικούς επιχειρηματίες και στελέχη φιλοαντιπολιτευτικών μέσων ενημέρωσης. Σε ό,τι αφορά απλούς πολίτες, οι συλλήψεις ξεπερνούν τις 2.000 Και φυσικά, οι περισσότεροι κρατούνται με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο 3713, χωρίς πλήρες κατηγορητήριο.
Και όμως, παρά την ένταση των γεγονότων και τη μαζικότητα των διώξεων, η διεθνής αντίδραση παραμένει υποτονική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκέστηκε σε μια δήλωση «βαθιάς ανησυχίας», χωρίς να λάβει καμία ουσιαστική πρωτοβουλία. Αυτό όμως που συγκλονίζει περισσότερο είναι ότι όλα αυτά γίνονται χωρίς ουσιαστικό κόστος. Η Ευρώπη σκύβει το κεφάλι μπροστά στις τουρκικές απειλές για μεταναστευτικές ροές. Η Ρωσία τη βλέπει σαν εταίρο. Το Ιράν τη σέβεται. Το Κατάρ τη χρηματοδοτεί. Και η διεθνής κοινότητα, πιασμένη ανάμεσα στη βραχύβια realpolitik και τον διαχρονικό της κυνισμό, προτιμά να σιωπά.
Γιατί είναι πιο εύκολο να αγνοήσεις έναν Ερντογάν, παρά να τον αντιμετωπίσεις.
Η φιλία Τραμπ-Ερντογάν
Την ίδια ώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επανεκλεγείσα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ τηρεί σιγήν ιχθύος και όχι τυχαία. Η δυναμική της προσωπικής του σχέσης με τον Ερντογάν έχει αρχίσει ήδη να επανέρχεται στο προσκήνιο με ανησυχητική ορμή. Ο Τραμπ δεν κρύβει τον θαυμασμό του για ηγέτες που κυβερνούν «χωρίς αλυσίδες» και σε δηλώσεις του έχει αναφερθεί με θετικό τόνο στον τρόπο που ο Ερντογάν «κρατάει τη χώρα του ενωμένη». Δεν είναι απλώς ιδεολογική ταύτιση, είναι και βαθιά προσωπική επαφή — μια επικίνδυνη μορφή διπλωματίας που βασίζεται όχι στους θεσμούς αλλά στις ιδιωτικές συνεννοήσεις.

υπήρξε —και παραμένει— από αμήχανη έως φοβική
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, σύμφωνα με πληροφορίες από πηγές του Πενταγώνου και του State Department, εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο επανένταξης της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35 – παρά το γεγονός ότι παραμένουν ενεργοί οι ρωσικοί S-400 στο τουρκικό έδαφος και δεν έχει αλλάξει τίποτε επί της ουσίας από το 2019, όταν και αποβλήθηκε από το πρόγραμμα.
Η προοπτική αυτή δημιουργεί εύλογες ανησυχίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Εάν η Τουρκία αποκτήσει τα F-35, το ισοζύγιο εναέριας ισχύος στην περιοχή αλλάζει άρδην, όχι μόνο τεχνικά αλλά και πολιτικά. Η Άγκυρα θα ενισχύσει τον αναθεωρητικό της λόγο με στρατιωτική υπόσταση, σε μια περίοδο που εκφράζει ανοιχτές διεκδικήσεις σε Αιγαίο, Κυπριακή ΑΟΖ και Ανατολική Θράκη. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ακόμη κι αν ενισχυθούν με F-35 την επόμενη δεκαετία, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν το γεωπολιτικό βάρος μιας Τουρκίας των 95 εκατομμυρίων, εξοπλισμένης ως αστακός και συγχρόνως γεωπολιτικά απρόβλεπτης.
Η ελληνική «παγωμάρα»
Η ελληνική στάση απέναντι σε αυτή τη δραματική εσωτερική εκτροπή της Τουρκίας υπήρξε —και παραμένει— αμήχανη. Η Αθήνα επέλεξε να προβεί σε «χλιαρή» αντίδραση για τη σύλληψη Ιμάμογλου και δεν θέλησε ούτε να εγείρει το ζήτημα σε διεθνή φόρα. Επιπλέον, η ελληνική διπλωματία εξακολουθεί να κινείται με χαμηλούς τόνους και στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αποφεύγοντας να συσχετίσει τον απολυταρχισμό στο εσωτερικό της Τουρκίας με τις εξωτερικές της προκλήσεις. Η σιωπή αυτή, όμως, δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως προσεκτική στάση. Σε κρίσιμες συγκυρίες, η αποχή από την πολιτική τοποθέτηση ισοδυναμεί με αποδοχή. Και αυτό, σε μια περίοδο που διακυβεύονται θεμελιώδεις ισορροπίες ασφάλειας και διεθνούς δικαίου στην περιοχή, συνιστά πολιτική αδυναμία με σοβαρές συνέπειες.
Η υπόθεση Ιμάμογλου δεν αφορά μόνο την εσωτερική ζωή της Τουρκίας. Είναι βαρόμετρο της θεσμικής κατάρρευσης, της μετατόπισης των δημοκρατιών προς αυταρχικά πρότυπα και της υποχώρησης της Δύσης απέναντι σε κραυγαλέες παραβιάσεις δικαιωμάτων και διαφάνειας. Αν δεν αντιμετωπιστεί ως τέτοια από τη διεθνή κοινότητα, θα αποδειχθεί σημείο καμπής για ολόκληρη τη γεωπολιτική αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται στην Ευρασία.
Νέος Σουλτάνος προ των θυρών…
Η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι πια ένα απλώς αυταρχικό κράτος εντός του ΝΑΤΟ, αλλά ένα μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που βασίζεται στον εκβιασμό, στη στρατιωτική ισχύ και στον ιδεολογικό νεο-οθωμανισμό. Αν η Άγκυρα ενισχυθεί τεχνολογικά και στρατιωτικά με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον, τότε θα είναι σε θέση να επηρεάζει με ασύμμετρο τρόπο εξελίξεις από τον Καύκασο έως τη Λιβύη, από την Κεντρική Ασία έως τη Βόρεια Αφρική. Η Ουκρανία, η Συρία, το Αιγαίο, η Μεσόγειος, η Κύπρος, ο Λίβανος, ακόμη και η Σαουδική Αραβία θα υποχρεωθούν να αναθεωρήσουν το πώς ισορροπούν απέναντι σε μια περιφερειακή δύναμη χωρίς σαφές πλαίσιο λογοδοσίας.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν επιδιώκει απλώς την εξουσία. Επιδιώκει τον έλεγχο της ιστορικής πορείας της χώρας του. Όχι ως εκλεγμένος Πρόεδρος, αλλά ως σύγχρονος Σουλτάνος. Αν η Δύση δεν αντιληφθεί αυτόν τον μετασχηματισμό και συνεχίσει να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως “εταίρο με ιδιορρυθμίες”, τότε πολύ σύντομα η Τουρκία δεν θα είναι το πρόβλημα. Θα είναι το μοντέλο.
Του Ζαφείρη Χατζηδήμου
neostrategy.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις