O Αχιλλέας «έφυγε» χθες χτυπημένος από τον κορονοιό. Πριν φύγει εκείνο που μου έλεγε είναι να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε όλους τους φίλους που του στάθηκαν σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του. Άνθρωποι από όλη την Ελλάδα, άγνωστοι που έγιναν γνωστοί. Ο Αχιλλέας «έφυγε» με ένα μεγάλο ευχαριστώ στο στόμα.
Από την ημέρα που γεννήθηκε πέρασαν σχεδόν 76 χρόνια. Στα τέσσερα χρόνια τον χτύπησε πολιομυελίτιδα. Τα πόδια δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Κλεισμένος πάντα σε ένα δωμάτιο. Ορίζοντας ήταν ο τοίχος του σπιτιού του. Ως παιδί δεν μπόρεσε να τρέξει. Ως παιδί δεν μπόρεσε να πάει στο σχολείο. Ως παιδί δεν ήτανε παιδί.
Στα είκοσι του χρόνια, παλικάρι πια, άκουγε μουσική στο ραδιόφωνο. Χωρίς κανένας να του πει άρχισε να κάνει ασκήσεις για τα πόδια του. Και τα πόδια δυναμώσανε. Και μια μέρα το θαύμα έγινε σηκώθηκε όρθιος. Κι ήταν χαρά εκείνη τη μέρα. Παιδί ήταν νέος ήθελε κι αυτός να ταξιδέψει. Και τότε σκέφτηκε το μεγάλο ταξίδι. Να σηκωθεί, λέει και να πάει με τα πόδια από το σπίτι του κοντά στην Μεταμόρφωση μέχρι τον Αναυρο. Τρεισήμισι ολόκληρα χιλιόμετρα. Να περπατήσει όπως άκουγε έκαναν οι άλλοι άνθρωποι. «Μέχρι τον Αναυρο θα πάμε, μωρέ, μια μικρή βόλτα».
Μια μέρα πήρε ένα σάκο έβαλε μέσα λίγο νερό κι έκανε το πρώτο βήμα. Το ξέρω ότι εσύ που διαβάζεις και γω ακόμη που γράφω να καταλάβουμε δεν μπορούμε. Αλλά άμα είσαι δεκαέξι χρόνια σε μια καρέκλα και φτάσεις μέχρι τον Αναυρο είναι σαν να έχεις περπατήσει ολόκληρη τη Γη… Και τα κατάφερε. Έφτασε εκεί στα βότσαλα του Αναυρου, με τα δικά του πόδια και μόνος του. Αυτό ήταν το μόνο της ζωής του ταξείδιον.
Ο Αχιλλέας δεν λυπόνταν ποτέ τον εαυτό του, ούτε είπε άσχημη κουβέντα που αυτός είναι ανάπηρος και οι άλλοι όχι. «Η ζωή έχει δυσκολίες» μου έλεγε Έκανε πολλές δουλειές σε εργοστάσια και ξυλουργεία. Τα χέρια του πιάναν. Με δυσκολία έβγαιναν τα χρήματα. Τα χρόνια όμως πέρασαν και η δύναμη όση κι αν είχε λιγόστεψε. Τα πόδια τον εγκαταλείψανε οριστικά αλλά είχε ένα αμαξίδιο, δεν κλείνονταν πια στους τέσσερις τοίχους. Ο Αχιλλέας ήξερε να χαμογελάει, ήξερε να δίνει κουράγιο σε όσους δυσκολεύονται. Για αυτό είχε τόσους φίλους. Φίλοι από την γειτονιά τον πήγαιναν εκεί που ήθελε να πάει. Φίλοι του κρατούσανε παρέα, γιατί στο σπίτι ήταν μόνος του.
Θα τον θυμόμαστε εκεί τα πρωινά έξω από το Βασιλόπουλο στη 2ας Νοεμβρίου και τη Κυριακή στην Παναγία την Τρύπα στη Γορίτσα. Είχε μια σύνταξη πολύ μικρή που δεν του έφταναν να ζήσει κι όσοι τον ήξεραν έδιναν. Άλλοι κάναν παραγγελίες τάβλια που ήξερε να φτιάχνει. Γιατί έφτιαχνε ωραία πράγματα με τα στραβά του τα χεράκια.
Ο Αχιλλέας έφυγε ανήμερα Υπαπαντής Και σκεφτόμουν ότι ίσως αυτός ήταν ο Συμεών που τόσα χρόνια περίμενε. Και είμαι σίγουρος ότι τώρα τρέχει με τα δικά του όνειρα στον Αναυρο του ουρανού..Γειά σου Αχιλλέα…να μας θυμάσαι εμάς τους φτωχούς στην αιώνια δίψα μας. Σε ευχαριστούμε από καρδιάς γιατί υπήρξες και γιατί είδαμε το χαμόγελο σου, μια μέρα.
Ν.Β.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις