Ο υπουργός Υγείας, ας αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί πριν την ολική κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και ας σταματήσει να επιτίθεται στα Μέσα και να διαπομπεύει ασθενείς
Ωραία ήθη καθιερώνει ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, εξέχων στέλεχος του κατά Κυριάκο Μητσοτάκη «επιτελικού κράτους».
Γράφει μία δημοσιογράφος ένα ρεπορτάζ για τα προβλήματα ενός νοσοκομείου, χρησιμοποιώντας τη σκληρή γλώσσα που αναλογεί σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα με ένα σύστημα υγείας που καταρρέει στο σύνολό του, όπως στοιχειοθετείται από πλήθος μαρτυριών, επιτόπιων ρεπορτάζ σε νοσοκομεία, καταγγελιών που έχουν -ευτυχώς- δει το φως της δημοσιότητας.
Η αντίδραση του υπουργού δεν είναι να ενσκήψει στο πρόβλημα, να δώσει εξηγήσεις για την επικρατούσα κατάσταση και να προσφέρει έστω κάποια πειστική δέσμευση ότι θα λυθούν τα προβλήματα και θα βελτιωθεί η κατάσταση. Θεωρεί για παράδειγμα λογικό να περιμένει κάποιος για μαγνητική 40 ημέρες, ένα μήνα και κάτι για να μάθει αν έχει πχ καρκίνο, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η τεράστια καθυστέρηση για τη θεραπεία και την ψυχολογία του ασθενούς. Σε μια αληθινά δημοκρατική και όντως προηγμένη χώρα δεν θα έπρεπε να είναι αποδεκτή ούτε μία ημέρα αναμονής όχι 1,5 μήνας, και αυτό αν δεν χαλάσει στο ενδιάμεσο ο μαγνητικός τομογράφος.
Η απάντηση του υπουργού είναι πρώτον να στοχοποιήσει τη δημοσιογράφο, επικεντρώνοντας όχι στη δουλειά της και στα γραπτά της -που τη χαρακτηρίζουν και δείχνουν ποια είναι-, αλλά στο ποιανού κόρη είναι, τονίζοντας ότι ο πατέρας της διετέλεσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – άραγε υπονοεί ότι δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί λόγω οικογενειακών φρονημάτων;-.
Με μοναδικό προφανώς σκοπό να δώσει το μήνυμα στο κοινό του: «μην την ακούτε, είναι από τους “κακούς”» και το σύνθημα στον ετοιμοπόλεμο στρατό των social media «βαράτε, αγαπημένα μου (ακροδεξιά) τρολ, γιατί μας διαβάλλει».
Φυσικά, πού να σκεφτεί μέσα στην ούτως ή άλλως κοντόθωρη οπτική του (που αποτελεί ένα υβρίδιο ακροδεξιάς κληρονομιάς του ΛΑΟΣ και νεοδημοκρατικού νεοφιλελευθερισμού) ότι τίποτα δεν είναι πιο σεξιστικό και πατριαρχικό και απαράδεκτο από όλες τις απόψεις από το να παρουσιάζεις μια γυναίκα, έναν άνθρωπο, όχι ως αυτόνομη προσωπικότητα, αλλά ως το «παιδί των γονιών του».
Κάποιος να του εξηγήσει δοθείσης ευκαιρίας ότι οικογενειακή ευθύνη δεν υπάρχει.
Και τέλος πάντων από πότε οι υπουργοί ασχολούνται να μάθουν ποιοι είναι οι γονείς μίας δημοσιογράφου και το κοινοποιούν κιόλας;
Αλλά θα μου πείτε, οι αδιανόητες αντιδράσεις τείνουν να γίνουν συνώνυμο του κ. Γεωργιάδη που πριν λίγο καιρό εξηγούσε με υπερηφάνεια ότι είναι περίπου συνυφασμένο με τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο να σου παρακολουθούν το τηλέφωνο και ότι ο ίδιος δεν έχει κανένα θέμα που έπεσε θύμα υποκλοπών, γιατί αυτός «ξέρει» και το αφήνει έξω από το δωμάτιο εάν έχει να πει κάτι σοβαρό. Ξεχνώντας βέβαια στον… φιλο-predator οίστρο του ότι έχεις υποχρέωση να καταγγείλεις μια παράνομη πράξη που υπέπεσε στην αντίληψή σου και να βοηθάς τη διερεύνηση ποινικών υποθέσεων, πόσο μάλλον όταν είσαι εκλεγμένος για να υπηρετείς και να προστατεύεις τα συμφέρονται του λαού.
Αλλά δεν έμεινε εκεί: φρόντισε να ρωτήσει λέει και για την αντιμετώπιση της ασθενούς. Εδώ βέβαια, αν και η διατύπωση του κ. Γεωργιάδη είναι προσεκτική, προκύπτει και ένα εύλογο ερώτημα τι ακριβώς ρώτησε και έμαθε ο υπουργός. Πώς κρίνει και μεταφέρει ότι «ανταποκρίθηκαν αμέσως στις ανάγκες της ως όφειλαν»; Γιατί αν ενημερώθηκε για τις «ανάγκες» τότε το όλο θέμα ξεφεύγει. Δεν μιλάμε απλώς για έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής ορθότητας, αλλά για παραβίαση όλων των κανόνων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Από πότε η κατάσταση της υγείας ενός ανθρώπου γίνεται φέιγβολάν στον πολιτικό κυνισμό του ενός ή του άλλου υπουργού; Και ακόμη και αν η διοίκηση και οι γιατροί του νοσοκομείου δεν έδωσαν πληροφορίες, επικαλούμενοι το ιατρικό απόρρητο ως όφειλαν, πως είναι δυνατόν ο υπουργός Υγείας να αφήνει να πλανάται το ερώτημα τι ακριβώς έμαθε για τον οποιοδήποτε ασθενή;
Αλήθεια πώς θα αισθανθεί ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που περνάει ένα πρόβλημα υγείας στο άκουσμα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος ότι αν τα όσα έχει να πει δεν είναι αρεστά, μπορεί να αποφασίσει ένας υπουργός να «ρωτήσει» για αυτόν και την κατάστασή του και άμα γουστάρει τον κάνει και ποστ στο τουίτερ.
Αλλά ας έρθουμε και στην ουσία όσων λέει στην ανάρτησή του ο υπουργός, που προφανώς δεν έχει διαβάσει τις μελέτες, δεν έχει μιλήσει με υγειονομικούς και ειδικούς στον τομέα της υγείας, που αποδεικνύουν με στοιχεία ότι σχεδόν το σύνολο των νοσοκομείων της χώρας στην κανονική λειτουργία τους, ουσιαστικά λειτουργούν με αριθμό εργαζομένων που αντιστοιχεί σε προσωπικό ασφαλείας.
Όμως ας δεχτούμε ότι τα στοιχεία τα οποία παραθέτει για την κατάσταση του συγκεκριμένου νοσοκομείου είναι ορθά. Μόνο που οι αριθμοί που παραθέτει θα πρέπει να αναγνωστούν στο πραγματικό τους πλαίσιο και όχι ως απόλυτα νούμερα, με βάση τις πραγματικές τωρινές ανάγκες του νοσοκομείου και όχι τα ισχύοντα πριν από 20 χρόνια.
Αν και ακόμη και από τα στοιχεία που δίνει ο υπουργός γίνεται σαφές ότι το ποσοστό αύξησης των νοσηλευόμενων ασθενών (+14,11%) είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό αύξησης του συνολικού αριθμού ιατρών (10,93%) και αρκετά μεγαλύτερο από το ποσοστό αύξησης του νοσηλευτικού προσωπικού (9,79%).
Αλλά δεν συνυπολογίζει σε τι ποιότητα υπηρεσιών υγείας αντιστοιχούν πραγματικά αυτοί οι αριθμοί όταν έχει διευρυνθεί ο κύκλος των πρακτικών του νοσοκομείου, η συνολική του δραστηριότητα, οι απαιτήσεις νοσηλείας, οι ανάγκες των ασθενών. Οι κλίνες και οι κλινικές έχουν αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, για την ομαλή λειτουργία του νοσοκομείου να απαιτείται η κάλυψη εκατοντάδων επιπλέον θέσεων.
Ούτε αναφέρεται στις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν στα νοσοκομεία αρκετές από τις οποίες μη μόνιμες, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μέρος του προσωπικού αυτού δεν είναι σίγουρο ότι θα παραμείνει το επόμενο διάστημα. Δεν διαχωρίζει ποιοι είναι μόνιμοι, ποιοι αποσπασμένοι, ποιοι ειδικευόμενοι. Για να μην αναφερθούμε στο πρόβλημα ότι ο μέσος όρος ηλικίας του προσωπικού αυτού, το καθιστά ήδη «γερασμένο», παρότι ο ρόλος του είναι νευραλγικός.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα συνδικάτα των υγειονομικών επιμένουν ότι χρειάζονται χιλιάδες νέες προσλήψεις στο ΕΣΥ για να μπορέσει να αντεπεξέλθει πραγματικά.
Αναφέρεται στην αποχώρηση 30 εργαζομένων της καθαριότητας, χωρίς να εξηγεί για ποιο λόγο έπρεπε να στερηθεί το νοσοκομείο των υπηρεσιών τους, την ώρα που απλώς παραπέμπει στο διαγωνισμό για την ανάδειξη νέου αναδόχου για την καθαριότητα, χωρίς να δεσμεύεται για το πότε θα ολοκληρωθεί. Ούτε αναφέρει πόσο σύντομα λήγουν οι συμβάσεις και άλλων αναγκαίων εργαζομένων.
Παρουσιάζει ένα success story, χωρίς να εξηγεί ότι η προσέλευση στο μαγνητικό τομογράφο και στις αξονικές αυξήθηκε επειδή αυξήθηκε ο αριθμός των ασθενών. Και ο αριθμός των ασθενών αυξήθηκε και επειδή υποβαθμίστηκαν τα μικρότερα περιφερειακά νοσοκομεία και τώρα αναγκάζονται να προσέρχονται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ούτε διευκρινίζει ότι η αναμονή 40 ημερών για μαγνητική τομογραφία ισχύει όταν δεν είναι χαλασμένος ο μαγνητικός τομογράφος.
Και αλήθεια από πότε μια αναμονή 40 ημερών για μια μαγνητική τομογραφία θεωρείται μικρή, ιδίως εάν είναι επείγον το πρόβλημα; Γιατί στο τέλος αυτό που συμβαίνει είναι πάλι να καταλήγουν στα ιδιωτικά διαγνωστικά οι ασθενείς.
Γι’ αυτό και ναι, επιμένουμε να λέμε ότι σήμερα το ΕΣΥ είναι γεμάτο εξαντλημένους υγειονομικούς και απελπισμένους ασθενείς, με υπερφορτωμένα κεντρικά νοσοκομεία και υποβαθμισμένα περιφερειακά.
Είναι ένα ΕΣΥ που καταρρέει και αυτό το ζουν στο πετσί τους οι πολίτες και δεν χρειάζονται τις εξυπνάδες των υπουργών για να μεταπειστούν.
Ένα ΕΣΥ που καταρρέει γιατί πολύ απλά ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός που έφερε το «νόμιμο φακελάκι» και ζητά από τους πολίτες να μην παθαίνουν επείγοντα περιστατικά τα Σαββατοκύριακα, δεν ενισχύει το δημόσιο νοσοκομείο.
Για την ακρίβεια δεν στηρίζει οτιδήποτε το δημόσιο.
Το όραμά του είναι «εγώ με τον παρά μου», ένα όραμα γενικευμένης εμπορευματοποίησης της υγείας και όχι μόνο.
Γι’ αυτό και σχεδόν συνειδητά υποβαθμίζει τη δημόσια υγεία, γιατί πιστεύει ότι υπάρχει εναλλακτική.
Παραβλέποντας ότι χωρίς ισχυρό και αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας, άνθρωποι θα πεθάνουν, γιατί όντως δεν έχουν εναλλακτική. Τόσο απλά.
Και πριν αρχίσει τις γνωστές ανοησίες και υπεκφυγές με την εμφυλιοπολεμική ρητορική και αρχίσει να βλέπει υποκινούμενα «χτυπήματα» και στοχοποίηση από την Αριστερά και από νοσταλγούς του Στάλιν, που μισούν κάθε τι ιδιωτικό και θέλουν να μας κάνουν Σοβιετική Ενωση και όλη τη γνωστή μπουρδολογία (γιατί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς), ο καπιταλισμός που έταξαν δεν σημαίνει όποιος δεν έχει λεφτά να πάει στο ιδιωτικό νοσοκομείο ή διαγνωστικό κέντρο να πεθάνει. Οι πολίτες πληρώνουν υψηλές ασφαλιστικές εισφορές για υγεία και περίθαλψη και δικαιούνται αξιοπρεπή αντιμετώπιση και ικανοποιητικό επίπεδο υπηρεσιών υγείας. Απαιτούν συνθήκες στα νοσοκομεία που αναλογούν σε χώρα της ΕΕ και όχι στην Ουγκάντα. Καπιταλισμό για όλους όχι για λίγους.
Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τον υπουργό που αφιερώνει περισσότερο χρόνο στο τουίτερ, στις σέλφι, στις τηλεοπτικές εμφανίσεις παρά στο να κοιτάξει να λύσει όντως κάποιο πρόβλημα. Τον υπουργό που κάνει ότι δεν ακούει τις αποδοκιμασίες εργαζομένων και ασθενών, όπου εμφανίζεται ανά την Ελλάδα, ακριβώς γιατί η κατάσταση στα νοσοκομεία έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Όμως, αυτό ξέρει, αυτό κάνει. Γιατί από τηλε-βιβλιοπώλης ένα υπουργείο δρόμος είναι να γίνεις τηλε-ιατροπώλης.
in.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις