Την ώρα που η προσοχή είναι στραμμένη στην ενίσχυση των πλοίων επιφανείας, υπάρχουν σημαντικές ανάγκες «κάτω από τα κύματα»
«Βόμβα» στα θεμέλια της εθνικής ναυτικής ισχύος αποτελεί το παρόν και το μέλλον του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου. Από το καλοκαίρι του 2020 όταν η Τουρκία επιχείρησε να επιβάλει ως καθεστώς το νεοοθωμανικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και να επιφέρει θανατηφόρο πλήγμα στην κυριαρχία και στα ζωτικά συμφέροντα της χώρας, οι κυβερνητικές εξαγγελίες και η δημόσια συζήτηση έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο μέλλον του στόλου των μεγάλων μονάδων επιφανείας υποβαθμίζοντας τα υποβρύχια.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Κι όμως υπό την επιφάνεια έχει από χρόνια ενεργοποιηθεί η αντίστροφη μέτρηση για την έκρηξη μιας βόμβας μεγάλης ισχύος που, αν δεν εξουδετερωθεί έγκαιρα, οι επιπτώσεις θα είναι δραματικές. Από το 1970, όταν η προμήθεια νέων υποβρυχίων έδωσε τέλος στη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πρακτική της εισαγωγής σε ελληνική υπηρεσία μεταχειρισμένων υποβρυχίων αρχικά από τα βρετανικά και στη συνέχεια από τα αμερικανικά αποθέματα, μέχρι και σήμερα η πορεία του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου περιλαμβάνει περιόδους μεγάλης ανάπτυξης, αλλά και μεγάλων κρίσεων, ανάλογα με την εξέλιξη των προγραμμάτων υποβρυχίων.
Στην τρέχουσα δεκαετία ο ελληνικός υποβρυχιακός στόλος εισήλθε με δύναμη 11 υποβρυχίων, που μετά τον παροπλισμό του «ΠΡΩΤΕΥΣ S-113» (16 Μαΐου 2022) έχουν μειωθεί σε 10. Εξ αυτών:
- Τα δύο τύπου 209/1100, τα «ΝΗΡΕΥΣ S-111» και «ΤΡΙΤΩΝ S-112», έχουν συμπληρώσει συνολικά 52 έτη σε υπηρεσία και 24 και 31 έτη αντίστοιχα από τον εκσυγχρονισμό τους.
- Τα τρία τύπου 209/1200 έχουν συμπληρώσει σε υπηρεσία περίπου 45 έτη.
- Το «ΩΚΕΑΝΟΣ S-118», το μοναδικό που υποβλήθηκε στο πρόγραμμα ΕΜΖ Neptune II, έχει συμπληρώσει σε υπηρεσία συνολικά 44 έτη και 10 έτη από τον εκσυγχρονισμό του.
- Τα τέσσερα τύπου 214, τα «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ S-120», «ΠΙΠΙΝΟΣ S-121», «ΜΑΤΡΩΖΟΣ S-122» και «ΚΑΤΣΩΝΗΣ S-123», έχουν συμπληρώσει σε υπηρεσία 14, 10, οκτώ και οκτώ έτη αντίστοιχα.
Η διατήρηση σε υπηρεσία μέχρι σήμερα των πέντε υποβρυχίων των τύπων 209/1100 και 209/1200, τα οποία έχουν υπερβεί κατά πολύ το σχεδιαστικό όριο ηλικίας (30 έτη) και πιθανά στην ειρήνη επιχειρούν υπό περιορισμούς για λόγους ασφαλείας, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της ικανότητας και της φιλοτιμίας των πληρωμάτων και του προσωπικού της Βάσης Υποβρυχίων και των συνεργείων του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, αλλά έχει ημερομηνία λήξης που προσεγγίζει ταχύτατα.
Πρόγραμμα ΕΜΖ
Σε κρίσιμο σημείο βρίσκονται και τα τέσσερα υποβρύχια Type 214, καθώς σε σχετικά σύντομο χρόνο θα πρέπει να αρχίσει η εφαρμογή προγράμματος ΕΜΖ ώστε να αποφευχθούν τα λάθη του απώτερου παρελθόντος (φρεγάτες τύπου Standard) και του παρόντος (φρεγάτες τύπου MEKO-200HN «ΥΔΡΑ»). Ομως, σε αντίθεση με το παρελθόν, για την εκτέλεση των εργασιών δεν υφίσταται πλέον η επιλογή του Ν.Σ., καθώς η δεκαετία των Μνημονίων προκάλεσε βαθιά τραύματα τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο σε εγκαταστάσεις και υλικοτεχνικές υποδομές. Από την άλλη πλευρά, η χρήση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά μετά τη μεθοδευμένη από το Ελληνικό Δημόσιο (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) υπαγωγή τους σε ειδική διαχείριση και στη συνέχεια (κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας) εκποίηση των εγκαταστάσεων και υποδομών τους αντί ευτελούς τιμήματος μετέβαλε και το καθεστώς συνεργασίας με το Πολεμικό Ναυτικό. Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμα και την τρέχουσα περίοδο που δεν εκτελούνται εργασίες επισκευής και συντήρησης πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, το Πολεμικό Ναυτικό καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα 1,1 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά την προμήθεια νέων υποβρυχίων, η αναφορά του υπουργού Εθνικής Αμυνας Νικόλαου Δένδια στο «ζήτημα της νέας γενιάς υποβρυχίων του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού», τον περασμένο Μάιο, κατά τη ψήφιση του ιδρυτικού νόμου του ΕΛΚΑΚ από τη Βουλή, μόνο ως εκδήλωση πρόθεσης μπορεί να θεωρηθεί. Ισως το συγκεκριμένο ζήτημα, όπως και η τύχη του ΕΜΖ των υποβρυχίων Τύπου 214, θα αποσαφηνιστούν όταν οριστικοποιηθούν το ύψος, το περιεχόμενο και κυρίως οι προτεραιότητες του 12ετούς διάρκειας Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ) περί τον προσεχή Οκτώβριο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το μοναδιαίο κόστος προμήθειας νέων υποβρυχίων σύγχρονης τεχνολογίας θα είναι σημαντικά αυξημένο σε σχέση με τα 500 εκατ. ευρώ της αναθεωρημένης σύμβασης Neptune II του 2010 και ότι από την επιλογή του τύπου και την ανάθεση της σύμβασης θα απαιτηθούν πέντε έως επτά έτη για τη ναυπήγηση και την παράδοση του πρώτου υποβρυχίου. Δηλαδή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτελέσματα όποιων επιλογών θα έχουν πρακτικό αντίτυπο τη δεκαετία του 2030.
Ας δούμε όμως από το 1970 ανά δεκαετία την κατάσταση του υποβρυχιακού στόλου:
1970: Η δεκαετία της αναγέννησης
Στη μακρόχρονη ιστορική διαδρομή των υποβρυχίων στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) η δεκαετία του 1970 αποτελεί σημαντικό ορόσημο. Από τον Ιανουάριο του 1886 που αφίχθηκε στην Ελλάδα αποσυναρμολογημένο το πρώτο σουηδικής προέλευσης υποβρύχιο που έφερε την ονομασία «NORDENFELT-I», μέχρι και σήμερα, η δεκαετία του 1970 κατέχει τη μοναδική και ιδιαίτερη θέση κατά τη διάρκειά της να ενταχθούν σε υπηρεσία με τον Στόλο οκτώ νέας κατασκευής υποβρύχια που η προμήθειά τους χρηματοδοτήθηκε από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Τα νέα υποβρύχια ανανέωσαν ριζικά τον υποβρυχιακό στόλο και αναβάθμισαν την εθνική ναυτική ισχύ, παρέχοντας επιχειρησιακό πλεονέκτημα επί του πεδίου.
Στις αρχές της δεκαετίας, τέσσερα υποβρύχια γερμανικής προέλευσης, κατασκευής της HDW (Howaldtswerke-Deutsche Werft), τύπου 209/1100 («ΓΛΑΥΚΟΣ»), τα «ΓΛΑΥΚΟΣ S-110», «ΝΗΡΕΥΣ S-111», «ΤΡΙΤΩΝ S-112» και «ΠΡΩΤΕΥΣ S-113» εντάχθηκαν στον Στόλο στις 6 Δεκεμβρίου 1971, στις 19 Ιουνίου 1972, στις 11 Νοεμβρίου 1972 και τις 16 Μαρτίου 1973 αντίστοιχα. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας επιπλέον τέσσερα υποβρύχια γερμανικής προέλευσης, επίσης κατασκευής της HDW, τύπου 209/1200 («ΠΟΣΕΙΔΩΝ»), τα «ΠΟΣΕΙΔΩΝ S-116», «ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ S-117», «ΩΚΕΑΝΟΣ S-118» και «ΠΟΝΤΟΣ S-119», εντάχθηκαν στον Στόλο στις 17 Μαΐου 1979, στις 6 Σεπτεμβρίου 1979, στις 1 Ιανουαρίου 1980 και τις 8 Ιουνίου 1980 αντίστοιχα.
Τα νέα κατασκευής γερμανικά υποβρύχια, εξοπλισμένα με σύγχρονες για τα δεδομένα της εποχής τορπίλες και συστήματα σε συνδυασμό με τα γαλλικής προέλευσης, κατασκευής CMN (Constructions Mécaniques de Normandie) ταχέα περιπολικά κατευθυνόμενων (Κ/Β) βλημάτων (ΤΠΚ) – πυραυλακάτους, τις τέσσερις τύπου Combattante II («ΚΟΝΙΔΗΣ») που εξοπλισμένες με Κ/Β επιφανείας – επιφανείας MM38 Exocet εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1972, τις τέσσερις τύπου Combattante IIIA («ΛΑΣΚΟΣ») που εξοπλισμένες επίσης με Κ/Β MM38 Exocet εντάχθηκαν σε υπηρεσία τη διετία 1977-1978 και τις έξι τύπου Combattante IIIB («ΚΑΒΑΛΟΥΔΗΣ»), εξοπλισμένες με Κ/Β Penguin, που κατόπιν αδείας της CMN ναυπηγήθηκαν στην Ελλάδα από τα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ – Σκαραμαγκάς) και εντάχθηκαν σε υπηρεσία τη διετία 1980-1981, μετέτρεψαν το Αρχιπελάγους του Αιγαίου σε χώρο καταστροφής των εχθρικών δυνάμεων υλοποιώντας πρωτοποριακή για την εποχή επιχειρησιακή σύλληψη.
1980: Η ώρα του εκσυγχρονισμού
Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Π.Ν. αποφάσισε να εκσυγχρονίσει τα τέσσερα υποβρύχια τύπου 209/1100, καθώς η ηλικία τους προσέγγιζε τα 20 έτη. Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής/γενικής επισκευής (ΕΜΖ/ΓΕ) έλαβε την ονομασία Ποσειδών Ι (Neptune Ι) και άρχισε στις 5 Μαΐου 1989, με την υπογραφή τριών συμβάσεων, εκ των οποίων η μία αφορούσε τα αντισταθμιστικά ωφελήματα (ΑΩ), με την κοινοπραξία που είχαν συστήσει οι γερμανικές εταιρίες HDW, IKL και Ferrostaal. Το Π.Ν. επίσης υπέγραψε συμβάσεις με διάφορες εταιρίες για την προμήθεια ηλεκτρονικών συστημάτων και κυρίων μηχανών. Το συνολικό κόστος του προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από τον εθνικό Προϋπολογισμό, ανήλθε σε 400 εκατ. μάρκα (204,5 εκατ. ευρώ), αυξημένο κατά 25% σε σχέση με αυτό που είχε αρχικά ανακοινωθεί.
Συμφωνία – υποδομές
Ενα υποβρύχιο θα εκσυγχρονιζόταν στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο της Γερμανίας και τα υπόλοιπα τρία στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας (ΝΣ) από το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό του χρησιμοποιώντας «συλλογές υλικών» («package material») και υπηρεσίες που θα παρείχε η κοινοπραξία. Το πρώτο υποβρύχιο που υπέστη τον ΕΜΖ/ΓΕ ήταν το «ΤΡΙΤΩΝ S-112», που παρέμεινε στο Κίελο από το 1991 έως το 1993. Στη συνέχεια ακολούθησαν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας τα «ΠΡΩΤΕΥΣ S-113» (Ιανουάριος 1993 – 30 Νοεμβρίου 1995), «ΓΛΑΥΚΟΣ S-110» (18 Μαρτίου 1996 – Αύγουστος 1998) και «ΝΗΡΕΥΣ S-111» (3 Μαρτίου 1998 – 15 Μαρτίου 2000). Από την υπογραφή των συμβάσεων μέχρι την έναρξη των εργασιών στο «ΠΡΩΤΕΥΣ S-113», ο ΝΣ απέκτησε νέες εγκαταστάσεις και κατάλληλη υποδομή ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις του προγράμματος. Επιπρόσθετα, μεγάλος αριθμός στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού εκπαιδεύτηκε στις εγκαταστάσεις της HDW αποκτώντας τις σχετικές γνώσεις, εμπειρία και μεθοδολογία. Για τις εργασίες ΕΜΖ/ΓΕ στον ΝΑ, που εκτελέστηκαν σε συνεργασία με επιλεγμένους ιδιωτικούς φορείς του ελληνικού ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα, για κάθε υποβρύχιο απαιτήθηκαν περίπου 450.000 εργατοώρες. Η γενική επισκευή περιελάμβανε εργασίες στο σκάφος, στα δίκτυα, στην εγκατάσταση νέων ιστών και συστήματος φόρτωσης τορπιλών και κατευθυνόμενων βλημάτων κ.ά. Ο εκσυγχρονισμός περιελάμβανε την εγκατάσταση συστήματος σόναρ CSU 83-90 και συστήματος διαχείρισης τακτικών δεδομένων και ελέγχου βολής «Κανάρης» (αναπτύχθηκε από το Γραφείο Ερευνας & Τεχνολογίας Ναυτικού – ΓΕΤΕΝ), τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρονικών αντιμέτρων, ολοκλήρωση του εκτοξευόμενου από τορπιλοσωλήνα κατευθυνόμενου βλήματος κατά πλοίων επιφανείας UGM-84D Block 1C Harpoon και την αναβάθμιση του εξοπλισμού ναυτιλίας, επικοινωνιών και ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM: Electronic Support Measures).
Είναι ακριβώς αυτός ο ΕΜΖ/ΓΕ που επιτρέπει σε δύο υποβρύχια του τύπου, τα «ΝΗΡΕΥΣ S-111» και «ΤΡΙΤΩΝ S-112», να συνεχίζουν να βρίσκονται σε υπηρεσία σήμερα, 52 χρόνια μετά την ένταξη τους στον Στόλο. Τα υπόλοιπα δύο υποβρύχια του τύπου, τα «ΓΛΑΥΚΟΣ S-110» και «ΠΡΩΤΕΥΣ S-113», παροπλίστηκαν στις 9 Ιουνίου 2011 και 16 Μαΐου 2022 αντίστοιχα.
2000: Τα φιλόδοξα σχέδια μετά την κρίση των Ιμίων
Λίγο πριν από την είσοδο στον 21ο αιώνα, στον απόηχο της κρίσης των Ιμίων και της ισχυρής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, άρχισαν να υλοποιούνται φιλόδοξα σχέδια για την ενίσχυση του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου που περιελάμβαναν και την εισαγωγή μίας επαναστατικής τεχνολογίας, του συστήματος αναερόβιας πρόωσης (AIP: Air Independent Propulsion), δηλαδή την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από κυψέλες υγρών καυσίμων. Το AIP, απαλλάσσοντας τα υποβρύχια που το διαθέτουν από τη διαδικασία εκτέλεσης αναπνευστήρα για τη φόρτιση των συστοιχιών των συσσωρευτών τους, που τα καθιστά ευάλωτα σε εντοπισμό από τις εχθρικές ανθυποβρυχιακές μονάδες, προσφέρει σημαντικό επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα, επεκτείνει εντυπωσιακά την αυτονομία των υποβρυχίων σε κατάδυση έως και 50 ημέρες.
Το 1998 αποφασίστηκε η υλοποίηση του προγράμματος «Αρχιμήδης» που αφορούσε την προμήθεια τριών υποβρυχίων τύπου 214, σχεδίασης της HDW, με σύστημα αναερόβιας πρόωσης (AIP: Air Independent Propulsion), και με δικαίωμα προαίρεσης για ένα επιπλέον. Για τον σκοπό αυτό υπεγράφη η ύψους 1.292.180.299,21 ευρώ Σύμβαση 012Β/00 μεταξύ υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της υπό κρατικό έλεγχο τότε Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ) που ανέλαβε τη συνολική διαχείριση και εκτέλεση του «Αρχιμήδης». Στις 31 Μαΐου με την 3η τροποποίηση της σύμβασης ενεργοποιήθηκε και το δικαίωμα προαίρεσης για το τέταρτο υποβρύχιο τύπου 214 με κόστος 409.042.050 ευρώ. Η κατασκευή του πρώτου υποβρυχίου θα γινόταν στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο της Γερμανίας και των υπολοίπων τριών στις εγκαταστάσεις της ΕΝΑΕ στον Σκαραμαγκά, βάσει συλλογών υλικών και υπηρεσιών που θα παρείχε η HDW που για τις ανάγκες του προγράμματος είχε συστήσει κοινοπραξία με την επίσης γερμανική Ferrostaal.
Οι επισκευές
Το 2002 ακολούθησε η ύψους 826.173.947 ευρώ Σύμβαση 021Β/02 μεταξύ υπουργείου Εθνικής Αμυνας και ΕΝΑΕ για τον εκσυγχρονισμό και επισκευή τριών μεταχειρισμένων υποβρυχίων του ΠΝ τύπου 209/1200 (πρόγραμμα Ποσειδών ΙΙ / Neptune II) που είχαν συμπληρώσει περίπου 20 χρόνια σε υπηρεσία.
Oι εργασίες περιελάμβαναν την εγκατάσταση αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ), συστήματος διοίκησης και ελέγχου βολής ISUS 90-46, την προσθήκη δυνατότητας υποβρύχιας εκτόξευσης βλημάτων εναντίον πλοίων Sub-Harpoon, την αναβάθμιση του εξοπλισμού επικοινωνιών και την τροποποίηση ή γενική επισκευή των συστημάτων του σκάφους.
Ομως το 2006 άρχισαν τα προβλήματα στο πρόγραμμα «Αρχιμήδης». Κατά τις δοκιμές το πρώτο υποβρύχιο τύπου 214, το «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» παρουσίασε αυξημένη διατοίχιση στην επιφάνεια της θάλασσας η οποία υπό συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες έφθανε τις 45 μοίρες. Η δημοσιοποίηση του φαινομένου προσέδωσε στο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» το προσωνύμιο «υποβρύχιο που γέρνει» και προκάλεσε τη ρήξη μεταξύ των συμβαλλομένων, του Ελληνικού Δημοσίου και γερμανικής Thyssen Krupp Marine Systems (TKMS) που από το 2005 είχε εξαγοράσει τη HDW και μέσω αυτής απέκτησε και την κυριότητα της ΕΝΑΕ που η HDW είχε αγοράσει το 2002 στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης της. Τον Σεπτέμβριο του 2009 οι ΕΝΑΕ και HDW κατήγγειλαν τις αρχικές συμβάσεις «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ» επικαλούμενες καθυστερημένες πληρωμές εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και ανακοίνωσαν την προσφυγή τους στη διεθνή διαιτησία. Τα τέλη του 2009 η ειδυλλιακή εικόνα της αρχής της δεκαετίας είχε μετατραπεί σε εφιάλτη. Το Ελληνικό Δημόσιο είχε καταβάλλει 2.033.000.000 ευρώ από το συνολικό τίμημα των 2.838.000.000 ευρώ των συμβάσεων «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ», δεν είχε παραλάβει ούτε ένα υποβρύχιο, η TKMS είχε αποφασίσει να διακόψει τη χρηματοδότηση στην ΕΝΑΕ και την απόλυση των εργαζόμενων τους, και είχαν αρχίσει οι διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
2010: Η δημιουργία και η διάψευση των προσδοκιών
Η αρχή της δεκαετίας του 2010 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια διευθέτησης των προβλημάτων που κληροδότησε το τέλος της προηγούμενης. Στο πλαίσιο λοιπόν της διαδικασίας πώλησης από την TKMS της πλειοψηφίας (75,1%) του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΝΑΕ στον όμιλο Privinvest του Ισκαντάρ Σάφα, έγινε και η αναθεώρηση των αρχικών συμβάσεων «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ». Η δεύτερη υπέστη ολική αναθεώρηση. Με εξαίρεση το υποβρύχιο «ΩΚΕΑΝΟΣ S-118» στο οποίο οι εργασίες εκσυγχρονισμού είχαν ολοκληρωθεί, ο εκσυγχρονισμός των υπόλοιπων δύο υποβρυχίων τύπου 209/1200 λόγω της ηλικίας τους (είχαν περάσει οκτώ χρόνια από την ανάθεση της αρχικής σύμβασης) αντικαταστάθηκε με τη ναυπήγηση δύο νέων υποβρυχίων τύπου 214 αντί σταθερού τιμήματος 500 εκατ. ευρώ ανά υποβρύχιο. Ομως το 2011 οι προσδοκίες διαψεύστηκαν καθώς δημιουργήθηκε νέα ρήξη μεταξύ των αντισυμβαλλομένων που εξελίχθηκε σε μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ Privinvest και Ελληνικού Δημοσίου που ακόμη συνεχίζεται σε διεθνή δικαστήρια.
newsbreak.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις