«Η ανεργία μειώνεται, αλλά η φτώχεια γίνεται πιο σκληρή και (εν μέσω χλιδής και ανισοτήτων) ταπεινωτική», σημειώνει μεταξύ άλλων ο εκ των κορυφαίων δημοσιογράφων!

Στο πεδίο της πολιτικής, συνηθίζεται να αναγορεύεται στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας το υπαρξιακό πρόβλημα της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας: αν, δηλαδή, η εκλογική μειοψηφία που θα κερδίσει στις επόμενες εκλογές θα είναι επαρκής να της προσφέρει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι άλλο και είναι μεγάλο.

Αυτά σημειώνει, μεταξύ άλλων, σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του στην «Καθημερινή» της Κυριακής ο εκ των κορυφαίων δημοσιογράφων Κώστας Καλλίτσης, ενώ τονίζει:

«Η μεταπολιτευτική δημοκρατία στηριζόταν σε μια διπλή υπόσχεση: Για συμμετοχή στα κοινά και στη διαμόρφωση της πορείας της χώρας, με τη γνώμη όλων, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, να μετρά. Και για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, με τα στοιχειώδη δικαιώματα –όπως στη μόρφωση και στην υγεία– για όλους. Καμία από τις δύο υποσχέσεις δεν είναι ισχυρή σήμερα.

Η συμμετοχή έχει εξοβελισθεί. Καλά καλά, στις αποφάσεις για τα δημόσια πράγματα δεν συμμετέχουν καθοριστικά ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι είναι η δουλειά τους, αφού όλες τις αποφάσεις τις παίρνει ο πανίσχυρος εκάστοτε πρωθυπουργός.

Και η οικονομία απορροφά την ανεργία για να κάνει μαζική υπερπαραγωγή φτωχών που έχουν δουλειά – νεόπτωχων. Η ανεργία μειώνεται, αλλά η φτώχεια γίνεται πιο σκληρή και (εν μέσω χλιδής και ανισοτήτων) ταπεινωτική».

Ολόκληρο το άρθρο Καλλίτση:

Η νέα δέσμη δημοσκοπήσεων ήρθε να επιβεβαιώσει επί τα χείρω το έλλειμμα εμπιστοσύνης και τις συνέπειές του, την περαιτέρω απομάκρυνση της αυτοδυναμίας και τη διατήρηση της πολιτικής ρευστότητας. Ηταν αναμενόμενο για τρεις τουλάχιστον λόγους: α) Οι μακροχρόνιες τάσεις είναι μονίμως αρνητικές. Μόνο 12% κρίνουν θετικά την πολιτική στην οικονομία, 15% στα θέματα θεσμών και διαφθοράς, 22% στα θέματα της καθημερινότητας. β) Στη δυσφορία από κάθε νέο πρόβλημα προστίθεται σωρευτικά ο θυμός από τα προηγούμενα, που μένουν άλυτα – και εκδικούνται. Και γ) το κυριότερο, γενικεύεται η αίσθηση ότι το σύστημα περιθωριοποιεί τις νέες γενιές και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.

Συνηθίζεται να αναγορεύεται στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας το υπαρξιακό πρόβλημα της κυβερνητικής ηγεσίας: αν η εκλογική μειοψηφία της στις επόμενες εκλογές θα είναι επαρκής για άλλη μια κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στα σοβαρά, το πολιτικό πρόβλημα είναι άλλο. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας στηριζόταν σε μια διπλή υπόσχεση: Για συμμετοχή στα κοινά και στην πορεία της χώρας, ότι υπάρχουν εναλλακτικές κι ότι η γνώμη όλων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετρά. Και για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, όπου όλοι απολαμβάνουν τα στοιχειώδη δικαιώματα, όπως στη μόρφωση και στην υγεία. Καμία από τις δύο υποσχέσεις δεν είναι ισχυρή σήμερα.

Η συμμετοχή γίνεται όλο και πιο μακρινή ανάμνηση. Η κοινωνία «εκπαιδεύεται» ότι είναι ανήμπορη, ίσως κι ακατάλληλη να ορίσει τις τύχες της. Καλά καλά δεν συμμετέχουν καθοριστικά ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι είναι η δουλειά τους: Τις αποφάσεις για όλα τα μεγάλα θέματα λαμβάνει ο εκάστοτε πρωθυπουργός, που ελέγχει τη Βουλή, ορίζει κι ελέγχει την κυβέρνηση, επιλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την ηγεσία της Δικαιοσύνης, σε μεγάλο βαθμό και τις ανεξάρτητες αρχές – όπως πρόσφατα είπε ο Ευ. Βενιζέλος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την αγορά, την οικονομία και τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας.

Όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, είναι στα ευρωπαϊκά τάρταρα. Η κυβέρνηση επικαλείται την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη μείωση της ανεργίας. Ο κατώτατος μισθός είναι αλήθεια ότι έχει αυξηθεί – και θα αυξηθεί πάνω από 950 ευρώ το 2027. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, με τον κατώτατο μισθό είναι άλλο: Είναι πόσοι ξέπεφταν σε αυτόν. Από 160.000 που αμείβονταν με αυτόν προ κρίσεως, έφτασαν τις 700.000 περίπου. Και συνέχισαν να πληθαίνουν μετά το 2019, γιατί η κυβέρνηση επίμονα απέκρουε την ιδέα να ξεπαγώσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό γινόταν μέχρι τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου, και τη δημοσκοπική κατάρρευση της Ν.Δ. Κι έτσι υποχρεώθηκε αυτή τη φορά να εισακούσει τους κοινωνικούς εταίρους και να σεβαστεί τη συμφωνία τους για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.

Η ανεργία προφανώς μειώνεται. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι άλλο: Η ανεργία σημαίνει φτώχεια και αποξένωση, περιθώριο. Η μείωση της ανεργίας γίνεται υπερπαραγωγή φτωχών που έχουν δουλειά, νεόπτωχων – 62,5% των μισθωτών, πάνω από 1,5 εκατ. νέοι κυρίως άνθρωποι, έχουν μισθό κάτω από 956 ευρώ καθαρά. Η ανεργία μειώνεται, αλλά η φτώχεια γίνεται πιο σκληρή και (εν μέσω χλιδής και ανισοτήτων) ταπεινωτική. Αυτό είναι το πολιτικό πρόβλημα.

Βασίλης Σκουρής

dnews.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις