Η Ιστορία θα γράψει ότι ο Σόιμπλε εξασφάλισε την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας στην Ευρωζώνη – ακόμη και όταν την ωθούσε προς την έξοδο. Ήταν μαζί σωτήρας και τιμωρός.

Την Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023 οι Έλληνες τραγουδούσαν «άλλοθι, δεν έχεις άλλοθι», για να τιμήσουν τον τραγουδιστή που έσερνε βραχνόφωνα στις πίστες τους νταλκάδες τους. Αλλά ακούστηκε σαν κατάρα για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που μόλις είχε πάρει τον δρόμο της συνάντησης με τον δημιουργό του.

Την ίδια στιγμή ο Θεός, σαν να φοβήθηκε μήπως ο θάνατός του είναι σχέδιο της Γερμανίας για να διαταράξει τα υπερκόσμια με λιτότητες και περιορισμούς, που θα μετατρέψουν τον Παράδεισο σε Κόλαση, έστελνε πίσω του τον Ζακ Ντελόρ με τα «πακέτα» του.

Περίεργες συμπτώσεις. Στην Ελλάδα τα ονόματα Ντελόρ, Καρράς, Σόιμπλε, σχηματίζουν στο συλλογικό υποσυνείδητο ένα τρίγωνο, η μια πλευρά του οποίου οδηγεί στην άλλη. Ο πρώτος έστελνε τα λεφτά που ξοδεύτηκαν σε «ουίσκι και γαρύφαλλα» – που θα έλεγε και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ – για τον δεύτερο. Ο τρίτος χάλασε τη μελωδία – αν και δεν τη λες ακριβώς έτσι – της ευτυχίας, εκπροσωπώντας αυτούς που τα έβαζαν.

Η Ιστορία θα γράψει ότι ο Σόιμπλε εξασφάλισε την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας στην Ευρωζώνη – ακόμη και όταν την ωθούσε προς την έξοδο. Ήταν μαζί σωτήρας και τιμωρός. Ο κακός της αμηχανίας που προκάλεσε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η πρώτη κρίση του Ευρώ – με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στο ρόλο του κακού. Με την ίδια έννοια που μπροστά στην άτακτη χρεοκοπία, το Μνημόνιο ήταν ταυτόχρονα ποινή και διάσωση

Ο συνδυασμός εθνικότητας και ιδεολογίας καθιστούσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ταυτόχρονα αντιλαϊκό και σταθερό σημείο αναφοράς – διχάζοντας τη κοινοτική Ευρώπη: στους Βόρειους και τους Νότιους. Σ΄ αυτούς που χρηματοδοτούσαν την ύπαρξή της και σ΄ αυτούς που ξόδευαν ασυλόγιστα τα λεφτά της. Στους νοικοκυραίους που – έλεγαν ότι – τηρούσαν τους κανόνες της Ευρωζώνης και τους τζαναμπέτηδες που την υπονόμευαν, με τις δημοσιονομικές εκτροπές τους.

Στη νότια πλευρά της Βαλκανικής ο Σόιμπλε ήταν απλώς ανθέλληνας. Ένας «σακάτης» δαίμονας, κάτι σαν Δ΄ Ράιχ, που ήθελε να εξοντώσει την Ελλάδα, στην οποία η χώρα του όφειλε ακόμη πολεμικές αποζημιώσεις.

Οι Έλληνες τον τιμώρησαν στις 5 Ιουλίου 2015 – με τον τρόπο τους. Το 63% όσων μετείχαν στο Δημοψήφισμα, ψήφισαν με κριτήριο «Δεν θα μας πει ο Σόιμπλε τι θα κάνουμε». Πολύ περισσότεροι από το 36% που είχε πάρει λίγους μήνες νωρίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, για να κυβερνήσει. Ένα διακομματικό πλήθος, έλεγε «όχι» στον Σόιμπλε χωρίς συναίσθηση ότι λέει όχι στην Ευρωζώνη.

Θα μπορούσε να ήταν η πιο θεαματική αυτοκτονία λαού στην Ιστορία, αν ο Αλέξης Τσίπρας – τρομαγμένος από την «λαϊκή» ώθηση σε μια πολιτική που δεν υιοθετούσε – δεν στεκόταν στο ύψος της ευθύνης του, παραβλέποντας το αποτέλεσμα. Σε οκτώ μήνες ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως αρχηγός της ΝΔ πλέον θα τον κατηγορούσε ανεύθυνα «για κολωτούμπα».

Ο Σόιμπλε που είχε καταπιεί ως τότε τρεις Έλληνες Πρωθυπουργούς, Παπανδρέου, Παπαδήμο, Σαμαρά, μαζί με τους υπουργούς Οικονομικών τους – δηλαδή τον… Βαγγέλη Βενιζέλο – είχε έκτοτε σε περισσότερη εκτίμηση τον αριστερό Τσίπρα με τον οποίο συγκρούστηκε – ιδίως στη φάση που του έστελνε ως συνομιλητή τον αλλοπρόσαλλο Βαρουφάκη – παρά τον ομοϊδεάτη του Μητσοτάκη. Δεν το έκρυβε, όπως δεν έκρυβαν ο Γιούνγκερ και η Μέρκελ.

Στις συνεντεύξεις του – και στα ελληνικά ΜΜΕ – ο Γερμανός έλεγε: «Ο Τσίπρας έκανε ένα θαρραλέο βήμα και απέσπασε ξανά μία πλειοψηφία για την αντίθετη πολιτική, από εκείνην με την οποία είχε εκλεγεί. Ήταν αξιοσημείωτη η προσφορά του, η οποία διευκόλυνε τη διάδοχη κυβέρνηση στη διαμόρφωση της βάσης για τη σταθεροποίηση της Ελλάδας και αυτό αξίζει να αναγνωριστεί».

Παρά την περί του αντιθέτου κοινή πεποίθηση, στην πράξη μπορούσε να συνεννοηθεί καλυτέρα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 που ανέλαβε τα οικονομικά ο Τσακαλώτος – «Ήταν μαρξιστής, αλλά μου τηλεφωνούσε όταν ήθελε βοήθεια». Άλλωστε και η σχέση του με τον Τσίπρα υπήρξε ειλικρινέστερη από ότι με τους προκάτοχους του. Ο καθένας από την πλευρά του ήξερε τι ήθελε.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός επέμενε να υλοποιήσει την εντολή με την οποία εξέλεγξη και ο Σόιμπλε του μιλούσε καθαρά: « Είχα πει στον πρωθυπουργό Τσίπρα, αν υποσχεθείς στους εκλογείς σου ότι θα φέρεις ανάκαμψη και θα μείνεις στην ευρωζώνη χωρίς να εφαρμόσεις το πρόγραμμα, θα υποφέρεις».

Θεωρούσε «ανοησίες» τον ισχυρισμό του Τσίπρα, ότι η Ελλάδα θα αποπλήρωνε το χρέος της, αν η Γερμανία της πλήρωνε τις αποζημιώσεις για τα εγκλήματα και τις καταστροφές που έκαναν οι ναζί κατά την διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Όταν από την αντιπολίτευση ακόμη, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ του αποκάλυψε ότι σχεδίαζε «προεκλογική εκστρατεία υποσχόμενος ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ, αλλά χωρίς πρόγραμμα διάσωσης», είχε τον δικό του αντίλογο: « Του απάντησα ότι του εύχομαι προς το δικό του συμφέρον να μην κερδίσει αυτές τις εκλογές, γιατί δεν θα μπορούσε να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να παραμείνει στην ευρωζώνη θα ήταν υποχρεωμένη να κάνει μεταρρυθμίσεις».

Δεν μίλησε ποτέ όμως αρνητικά για τον ίδιο τον Τσίπρα, όπως έκανε για τον Γ. Παπανδρέου – όταν έθεσε σε αμφισβήτηση το δεύτερο Μνημόνιο που μόλις είχε υπογράψει, υποσχόμενός δημοψήφισμα που δεν έκανε ποτέ. Αντίθετα με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών είπε: «Το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας ξεμπλόκαρε τη σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία είναι μια αξιοσημείωτη επίδοση ενός statesman. Ειδικά αφού υποχρεώθηκε να υποστεί την εσωτερική αντίδραση». Άδικο δεν τον λες .

Ο Σόιμπλε μένει στην Ιστορία ως δογματικός ευρωπαΐστης, αλλά και σκληρός υπέρμαχός της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως ονόμαζε τη λιτότητα. Στην περίπτωση της Ελλάδας έφτανε ως επιλογή του συναινετικού Grexit όπως πρότεινε, δυο φορές τουλάχιστον, στους Έλληνες ομολόγους του.

Τον Σεπτεμβρίου 2011, στο 2ο υπόγειο του ξενοδοχείου Monopol, στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, ο Βαγγέλη Βενιζέλος – που είχε αυτό τον ρόλο σε τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις – άκουσε να του προτείνει με κυνισμό τη συναινετική έξοδο της Ελλάδας. «Να σας δώσουμε 50 δισ. ευρώ, να αποχωρήσετε από την Ευρωζώνη, να διορθώσετε τα δημοσιονομικά σας και να επιστρέψετε» .

Κολλημένος σ’ αυτόν τον αριθμό. Αργότερα θα μετέφερε, δια του επικεφαλής της Τρόικα Πωλ Τόσμεν την πρόταση: «Δημιουργία ενός ταμείου που θα εκποιήσει δημόσια περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας αξίας 50 δισεκατομμυρίων για την αποπληρωμή του χρέους»

Υπερασπιζόταν από την αρχή της κρίσης – την «εξυγιαντική» για την Ελλάδα και «παραδειγματική» για την υπόλοιπη Ευρωζώνη – θέση του για έξοδο και «συμβούλευε» τους Έλληνες συναδέλφους του, «Χρειάζεστε το εργαλείο της υποτίμησης: φύγετε προσωρινά από τη Νομισματική Ένωση και θα μπορέσετε να επιστρέψετε αργότερα».

Αργότερα πίστωνε στον εαυτό του ότι η Ελλάδα ξεπέρασε την κρίση και «δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος», λέγοντας: «έχω ήσυχη τη συνείδησή μου». Έφτανε μάλιστα ως την πρόβλεψη: «Κάποια μέρα θα μου στήσουν μνημείο στην Ελλάδα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις μεταρρυθμίσεις που αναγκάστηκαν να κάνουν».

Η ιδέα του Grexit αποδίδεται πρωτίστως στον ίδιο, αλλά την κατένειμε στο Eurogroup: «Αυτό είχε προτείνει η μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών Οικονομικών». Επέμενε μάλιστα ότι στη Γερμανία τον κατηγορήσαν ότι « υπήρξε γενναιόδωρος με τους Έλληνες», που «δεν τηρούσαν τους κανόνες»

Αυτός ο «αδίστακτος τεχνοκράτης που εκφόβισε μια ολόκληρη χώρα», θα έπαιρνε στη Γερμανία τον κορυφαίο ρόλο, ως διάδοχο του Κολ, αν ένα οικονομικό σκάνδαλο που τον περιλάμβανε δεν έδινε το προβάδισμα στην Μέρκελ. Όταν μετά την απόπειρα δολοφονίας του το 1990 καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι – κάποιοι έλεγαν ότι αυτό επηρέασε τη κρίση και την πολιτική του αντίληψη ως υπουργού Οικονομικών στη κυβέρνηση συνεργασίας με καγκελάριο την Μέρκελ.

Με αυτόν το ρόλο έγινε ο κακός δαίμονας ως αρχιτέκτονας της πολιτικής λιτότητας, για τις αποκαλούμενες χώρες- PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία), με τα δημοσιονομικά προβλήματα.

Μετά την ελληνική έξοδο από τα Μνημόνια το 2018, ως πρόεδρος της Γερμανικής Βουλής πλέον, δικαιολογήθηκε: «Σκέφτηκα μάλλον νωρίς να προτείνω την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, διότι πίστευα ότι οι Έλληνες θα άντεχαν περισσότερο ένα ξαφνικό σοκ παρά πολυετή προγράμματα περικοπών».

Ποτέ πάντως δεν έκρυψε τη θέση ου ότι «η Ελλάδα δεν έπρεπε εξαρχής να είχε ενταχθεί στην Ευρωζώνη» και έφτασε ως τη σκέψη για παραίτηση όταν, με κυβέρνηση Τσίπρα στην Ελλάδα, Μέρκελ, απέρριψε οριστικά τη «σύντομη έξοδο» από τη Ευρωζώνη.

Ήδη άλλωστε η Ελλάδα «είχε παραδώσει προσωρινά μέρος της κυριαρχίας της», είχε ζητήσει ο ίδιο και μετά από δυο Μνημόνια είχε αποτραπεί η μετάδοση της κρίσης σε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η άρνηση του να δεχθεί τη διάσωση μελών της Ευρωζώνης από αλλά μέλη, αποδείχθηκε εμμονική και ξεπεράσθηκε από την ίδια την Ευρώπη. Τόσο στην περίπτωση διάσωσης της Ελλάδας, με τη σύσταση ειδικών Ταμείων, όσο και αργότερα με την υγειονομική κρίση.

Ο θάνατος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έφερε στο προσκήνιο ξανά το μίσος που προκάλεσε στους Έλληνες η άτεγκτη στάση του – που εξελήφθη ως συνειδητή επιδίωξη να τους κάνει φτωχούς, χάριν της Γερμανίας. Δεκάδες δηλώσεις του της περιόδους 2010-15 ανασυρθήκαν για να φορτίσουν αρνητικά την φυσιογνωμία του – με το ίδιο πάθος που οι «αγανακτισμένοι» έκαιγαν στις πλατείες ομοιώματά του

Ωστόσο και αν υπήρξε αυστηρός με μια χωρά «που προκάλεσε η ιδια τη χρεοκοπία της», τα έβαλε κυρίως με τους πολιτικούς της και δεν πρόσβαλε τους Έλληνες ως λαό, όπως έκαναν άλλοι στη Ευρώπη εκείνη την εποχή. Ακόμη και όταν επέμενε ότι «ζούσαν πάνω απο τις δυνατότητες τους» , κατήγγειλε τις ελληνικές κυβερνήσεις, που «έκαναν ασυγχώρητα λάθη και ο λαός που πληρώνει το τίμημα».

Ακόμη και όταν έπρεπε να μιλήσει για αλληλεγγύη, δεν την τη συναρτούσε με τη λήψη σκληρών μέτρων και μεταρρυθμίσεις . Αλλιώς δεν απομένει παρά ή έξοδος από τη νομισματική ένωση. Από την οποία πάντως Ελλάδα κινδύνευσε περισσότερο με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – παρά επί ΣΥΡΙΖΑ και για τη δεύτερη κυβέρνησή του έλεγε: «Προσπαθούμε στο πλαίσιο των πεποιθήσεών μας να πετύχουμε την καλύτερη δυνατή λύση». Δεν το είπε ποτέ για τους προηγουμένους…

Δεν είναι πιθανόν να του στήσουν κάποτε μνημείο στην Ελλάδα, αλλά η φράση του «οι Έλληνες είναι ένας μεγάλος λαός αλλά η Ελλάδα δεν είναι κράτος» που είπε ένα ντοκιμαντέρ , δείχνοντας τις κυβερνήσεις της διαχρονικά, δεν απέχει από την πραγματικότητα.

Ο μέσος πολίτης έδειξε αυτές τις μέρες το πένθος του με διαβαθμίσεις: τον Καρά τον λάτρεψε, τον Σόιμπλε τον μίσησε και για τον Ντελόρ δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Εν τω μεταξύ ο Καράς, είτε ζωντανός είτε νεκρός, μαζεύει περισσότερους από όσους οι Έλληνες πολιτικοί.

 

ieidiseis.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις