Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην 81η θέση της παγκόσμιας κατάταξης ευτυχίας, πίσω από χώρες με σαφώς χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, περιορισμένες ελευθερίες, και κατά τόπους ασταθή πολιτικά καθεστώτα. Αυτό το παράδοξο δεν είναι απλώς ένα στατιστικό εύρημα· είναι μια προειδοποίηση. Όταν ένας λαός που ζει σε μια από τις πιο όμορφες χώρες του κόσμου, με ήλιο, θάλασσα, ιστορία, πολιτισμό και υποτιθέμενη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αξίες, δηλώνει με τόσο συστηματικό τρόπο τη δυσαρέσκειά του για τη ζωή του, τότε κάτι βαθύ είναι σάπιο στον πυρήνα της καθημερινότητας, της πολιτικής, της κουλτούρας και της δημόσιας συνείδησης.

Η δεκαετία των μνημονίων δεν άφησε πίσω της μόνο χρέη και μεταρρυθμίσεις· άφησε ένα τραύμα άρρητο, συλλογικό, υπόγειο, που πέρασε από γενιά σε γενιά. Η ελληνική κοινωνία, ήδη εύθραυστη από χρόνια έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, κλήθηκε να θυσιάσει πολλά – και σε αντάλλαγμα πήρε μια αίσθηση ταπείνωσης και απαξίωσης.

Οι δημόσιες υπηρεσίες απογυμνώθηκαν, οι ζωτικές δομές πρόνοιας έγιναν θρύψαλα, η εκπαίδευση υποβαθμίστηκε, η υγεία έγινε αγώνας επιβίωσης. Κι ενώ οι αριθμοί σταδιακά βελτιώθηκαν σε επίπεδο ΑΕΠ και δεικτών, η καθημερινή εμπειρία του πολίτη παρέμεινε ασφυκτική. Η φράση «η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια» ακουγόταν σαν ειρωνεία σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να βγουν από τα αδιέξοδα της καθημερινής τους ζωής.

Η πολιτική αδιαφορία εντάθηκε. Οι πολίτες δεν βλέπουν στον πολιτικό κόσμο ένα χώρο εκπροσώπησης αλλά έναν καθρέφτη της φθοράς. Η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς δεν απλώς μειώθηκε, σχεδόν εξαφανίστηκε. Δεν πιστεύουν ότι η Δικαιοσύνη είναι δίκαιη. Δεν πιστεύουν ότι το Κοινοβούλιο είναι για αυτούς. Δεν πιστεύουν ότι η Αστυνομία προστατεύει, ότι τα ΜΜΕ ενημερώνουν· ότι η κυβέρνηση (όποια κι αν είναι) ενεργεί για το κοινό καλό.
Και αυτή η δυσπιστία, βαθιά και χρόνια, γεννά την αίσθηση ενός κόσμου χωρίς νόημα, όπου κανείς δεν θα σε βοηθήσει, ό,τι κι αν κάνεις. Ο ατομισμός δεν είναι απλώς επιλογή, είναι η μόνη διέξοδος. Η κοινωνία κατακερματίζεται, οι κοινοτικές σχέσεις εξασθενούν, ο δημόσιος διάλογος γίνεται επιθετικός, πολωμένος και συχνά απάνθρωπος.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε η πανδημία να προσθέσει έναν δεύτερο, αόρατο εχθρό: τη σιωπηλή φθορά της ψυχικής υγείας. Οι Έλληνες πέρασαν από τα μνημόνια στον εγκλεισμό και από την κοινωνική καταπίεση στην απομόνωση. Η έλλειψη κρατικής φροντίδας στις ψυχικές δομές, η υποχρηματοδότηση, η υποστελέχωση, η ντροπή για τα ψυχικά νοσήματα και η απουσία ουσιαστικής πρόληψης δημιούργησαν ένα πεδίο στο οποίο η κατάθλιψη, το άγχος, οι κρίσεις πανικού και η εσωτερική παραίτηση μετατράπηκαν σε καθημερινότητα. Οι άνθρωποι δεν δηλώνουν πια δυστυχισμένοι επειδή είναι φτωχοί — είναι δυστυχισμένοι γιατί αισθάνονται μόνοι, αόρατοι και εγκλωβισμένοι σε μια χώρα που μοιάζει να μην τους ανήκει.

Οι νέοι χωρίς μέλλον…

Η νεολαία, ιδίως, βιώνει τη δυστυχία όχι μόνο ως υλικό αδιέξοδο αλλά και ως υπαρξιακό μηδέν. Δεν βλέπει προοπτική, δεν βλέπει θέση για τον εαυτό της στην Ελλάδα. Το brain drain ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά ρεύματα εξόδου των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη και συνεχίζεται. Δεν είναι μόνο η απουσία αξιοκρατίας, είναι το αίσθημα ότι κανείς δεν νοιάζεται για το τι μπορείς να προσφέρεις. Ότι είτε μείνεις είτε φύγεις, το κενό θα μείνει το ίδιο. Όταν ο νέος άνθρωπος δεν μπορεί να νοικιάσει σπίτι, να χτίσει ανεξάρτητη ζωή, να δει ένα όνειρο να γίνεται πραγματικότητα, τότε τι νόημα έχει να παλεύει; Όταν η εργασία είναι επισφαλής, οι κοινωνικές παροχές αστείες και οι σχέσεις συχνά εφήμερες λόγω της γενικευμένης ανασφάλειας, η εσωτερική κόπωση γίνεται τρόπος ύπαρξης.

Οι μεγαλύτεροι χωρίς παρόν…

Αλλά και οι μεγαλύτερες ηλικίες δεν βιώνουν λιγότερη δυστυχία. Οι γονείς αυτών των παιδιών, οι εργαζόμενοι που στήριξαν το κράτος στις δεκαετίες των εισφορών και των φόρων, βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν ή να γυρνούν πίσω διαλυμένα. Οι ίδιοι αγωνίζονται να επιβιώσουν με συντάξεις που δεν αρκούν, με δομές υγείας που καταρρέουν και με ένα κράτος που διαρκώς ζητά, αλλά δεν δίνει. Η αίσθηση της αδικίας γίνεται διαγενεακή. Και μια κοινωνία που αισθάνεται αδικημένη, δεν ευημερεί, όσα τουριστικά έσοδα κι αν καταγράφονται.

Οι 81 καθρέπτες…

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η 81η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη της ευτυχίας δεν είναι παρά ένας καθρέφτης. Ένας καθρέφτης όχι μόνο οικονομικός, αλλά ηθικός και πολιτισμικός. Γιατί η δυστυχία των λαών δεν γεννιέται μόνο από το φτωχό πορτοφόλι, αλλά από το άδειο βλέμμα. Και στην Ελλάδα του 2025, κυκλοφορούν πολλοί με άδεια βλέμματα. Με βλέμματα που δεν ελπίζουν πια. Που έχουν μάθει να κρύβουν τον θυμό τους πίσω από τον κυνισμό, τη σιωπή, ή το “έλα μωρέ, τι περιμένεις;”

 

 

Το πιο ανησυχητικό δεν είναι η κατάταξη· είναι ότι δεν μας ξαφνιάζει πια. Κι αυτό είναι το σημάδι της ήττας. Όχι μόνο πολιτικής, αλλά υπαρξιακής. Αν θέλουμε να μιλήσουμε ξανά για εθνική αναγέννηση, για προοπτική, για μέλλον, πρέπει πρώτα να αποδεχθούμε την κλίμακα του πόνου. Να ακούσουμε τους ανθρώπους που έμαθαν να υπομένουν σιωπηλά, αυτούς που δεν φαίνονται στις ειδήσεις, αυτούς που απλώς περπατούν στον δρόμο χωρίς ελπίδα. Γιατί εκεί, ανάμεσά τους, βρίσκεται η πραγματική Ελλάδα. Όχι στους τίτλους, στις οθόνες και στις στατιστικές, αλλά σε εκείνη την κρυφή στιγμή όπου ένας άνθρωπος λέει σιωπηλά στον εαυτό του: “δεν αντέχω άλλο”.
Αν δεν ξεκινήσουμε από αυτό, καμία ανάπτυξη δεν θα μας σώσει. Καμία ευρωπαϊκή σημαία δεν θα μας ζεστάνει. Και κανένα “success story” δεν θα μας συγκινήσει.

Αν σηκώσεις το βλέμμα σου στον δρόμο, θα δεις πρόσωπα βιαστικά, παγωμένα, καχύποπτα ή απλώς άδεια. Αν ακούσεις τα νέα, θα μάθεις για άλλη μία αυτοκτονία, άλλο ένα τροχαίο, άλλη μία δολοφονία για ασήμαντο λόγο, ένα ακόμη βρέφος εγκαταλελειμμένο, μια ακόμη γυναίκα χτυπημένη. Οι λέξεις έχουν χάσει το βάρος τους. Όλα μοιάζουν σαν να έγιναν χτες, προχτές, αύριο. Τίποτα δεν συγκλονίζει πια. Κι όμως, πίσω από κάθε γεγονός, υπάρχει ένας άνθρωπος που έσπασε. Ένας άνθρωπος που δεν άντεξε. Ένας άνθρωπος που κανείς δεν ρώτησε ποτέ: Πώς είσαι; Τι κουβαλάς; Πού πονάς;

Κάτι έχει σπάσει μέσα μας – και δεν είναι μονάχα η οικονομία. Είναι η εμπιστοσύνη, η ελπίδα, η ενσυναίσθηση. Έχουμε μάθει να ζούμε με τον θυμό σαν να είναι φυσιολογικός. Με τα νεύρα σαν να είναι κομμάτι της οικογένειας. Με την εξάντληση σαν να είναι φυσική συνέπεια της ζωής. Όμως δεν είναι. Δεν είναι φυσιολογικό να βρίζεις τον σύντροφό σου, να φωνάζεις στο παιδί σου, να οδηγείς λες και δεν σε νοιάζει αν πεθάνεις.
Δεν είναι φυσιολογικό να παίρνεις χάπια για να κοιμηθείς, να πάρεις χάπια για να ξυπνήσεις, να πάρεις χάπια για να μην τρελαθείς. Δεν είναι φυσιολογικό να εύχεσαι να μην ξημερώσει. Κι όμως, αυτή η «μη κανονικότητα» έγινε το νέο μας κανονικό.

Δεν φροντίσαμε…

Η δυστυχία δεν είναι αδυναμία. Είναι σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν φροντίστηκε. Που δεν στηρίχθηκε. Που δεν προστατεύτηκε. Κι όταν ο ένας μετά τον άλλο οι άνθρωποι χάνουν τη φλόγα στα μάτια τους, δεν μπορούμε να λέμε ότι όλα πάνε καλά. Όταν γεμίζουν οι ψυχιατρικές κλινικές, τα ράφια των φαρμακείων αδειάζουν από ψυχοφάρμακα και τα ΜΜΕ ασχολούνται με «ακραία περιστατικά», τότε έχουμε αποτύχει όλοι. Όχι σαν μονάδες – αλλά σαν κοινωνία.

Δεν υπάρχει πιο επαναστατική πράξη σήμερα από το να νοιαστείς. Από το να σκύψεις δίπλα σε κάποιον και να του πεις: Σε βλέπω. Σε ακούω. Δεν είσαι μόνος σου. Η δυστυχία δεν είναι ντροπή. Η σιωπή είναι. Και όσο δεν μιλάμε γι’ αυτό που ζούμε, τόσο θα γίνεται τέρας και θα μας καταπίνει. Δεν σώζεται μια χώρα μόνο με ΑΕΠ. Σώζεται με βλέμματα που συναντιούνται και χέρια που απλώνονται.

Αυτό είναι που πρέπει να ξαναμάθουμε: ότι είμαστε άνθρωποι, όχι αριθμοί. Ότι δεν φτάνει να αντέχουμε. Πρέπει να ζούμε.

Του Ζαφείρη Χατζηδήμου

neostrategy.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις