Πίσω από την επικοινωνιακή καταιγίδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πίσω από τις πανηγυρικές δηλώσεις περί δήθεν ανάπτυξης, πίσω από τα εικονικής πραγματικότητας ρεπορτάζ περί της Ελλάδας που ανακάμπτει και βάζει τα γυαλιά στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, η πραγματικότητα που βιώνουν εκατομμύρια Έλληνες είναι ζοφερή και ασφυκτική αν και βρισκόμαστε έξι χρόνια μετά τη λήξη της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και της επιβολής των μνημονίων.
Τα δήθεν χρόνια της οικονομικής ανάκαμψης και η πορεία προς την ευημερία που διαφημίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πραγματικότητα είναι ακόμα μια πορεία προς τη φτώχεια για εκατομμύρια Έλληνες, μια πορεία προς την εργασιακή εξαθλίωση με τους μισθούς να είναι στον πάτο της Ευρώπης, προς την επιβολή ενός ιδιότυπου εργασιακού νέο-μεσαίωνα όπου οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους υπόλοιπους ευρωπαίους και πληρώνονται με το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ των 27.
Οι οικονομικοί δείκτες έχουν το χαρακτηριστικό να διαβάζονται με πολλούς τρόπους, αποκρύπτοντας συγκεκριμένες παραμέτρους προκειμένου να αναδειχθεί μια πλαστή εικόνα της κατάστασης της οικονομίας.
Και αυτό ακριβώς κάνει εδώ και 5-6 χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Με το υπερόπλο των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, οι δείκτες της οικονομίας που παρουσιάζονται αφορούν σε μια χώρα της φαντασίας τους που δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των πολιτών.
Δύο είναι τα δυστοπικά δεδομένα που βιώνουν οι Έλληνες. Το τεράστιο οικονομικό χάσμα με τις χώρες της ΕΕ και το τεράστιο χάσμα στο εσωτερικό της χώρας με 2,6 εκατομμύρια πολίτες να βρίσκονται προ του κινδύνου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η οικονομική και δήθεν αναπτυξιακή πολιτική που ακολουθεί εδώ και πέντε χρόνια αντί να οδηγεί στη σύγκλιση με τις χώρες της ΕΕ αλλά και εσωτερικά, οδηγεί σε περαιτέρω απόκλιση με εκατομμύρια πολίτες να ασφυκτιούν χωρίς να βλέπουν διέξοδο.
Καθώς το 2024 μας αποχαιρετά συγκεντρώσαμε τις θλιβερές πρωτιές της χώρας, τις 6+1 πληγές στην οικονομία και στον κοινωνικό ιστό έτσι όπως αυτές καταγράφονται από Οργανισμούς που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, όπως είναι η Eurostat, ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στα τάρταρα οι μισθοί
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για τον μέσο ετήσιο μικτό μισθό πλήρους απασχόλησης για το 2023 (σ.σ η έκθεση για το 2024 θα παρουσιαστεί τους επόμενους μήνες), η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της ΕΕ και συγκεκριμένα στην 3η θέση από το τέλος μπροστά μόνο από την Βουλγαρία και την Ουγγαρία.
Ο μέσος μικτός μισθός σύμφωνα με τη Eurostat στη χώρα μας είναι 17.000 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή, κάτω από το 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθώς απέχει κατά 20.887 ευρώ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά μόνο από την Ουγγαρία που έχει μέσο ετήσιο μικτό μισθό 16.900 και τη Βουλγαρία με 13.500 ευρώ.
Για να καταλάβουμε την τεράστια απόκλιση στην ΕΕ το 2023 ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης ήταν 37.900 ευρώ, αυξημένος κατά 6,5% σε σχέση με το 2022.
Ακόμα, όμως, και η 3η θέση από το τέλος που κατέχει η χώρα μας είναι επίπλαστη αν κάνουμε ορισμένες απλές μαθηματικές πράξεις. Στην Ελλάδα τα 17.000 ευρώ αφορούν σε 14 μισθούς ( δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας). Αυτό σημαίνει ότι εάν διαιρέσουμε τον μέσο ετήσιο μισθό φτάνουμε, σχεδόν, στα ίδια επίπεδα με την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Αν παράλληλα υπολογίσουμε τον καθαρό μισθό αφαιρώντας τις κρατήσεις, τότε ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στη χώρα μας ήταν 950 ευρώ.
Για την ιστορία ο τρεις υψηλότεροι μέσοι ετήσιοι μισθοί πλήρους απασχόλησης μεταξύ των χωρών της ΕΕ ήταν στο Λουξεμβούργο με 81.100, στη Δανία με 67.600 και στην Ιρλανδία με 58.700 ευρώ.
Το ύψος των μισθών είναι μια μόνο παράμετρος που δείχνει την οικονομική ασφυξία που βιώνει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στην εικονική πραγματικότητα ευημερίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Γιατί υπάρχουν και άλλα σημαντικά δεδομένα και στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι στην πραγματικότητα η χώρα μας είναι στον πάτο της ΕΕ αν υπολογιστεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης και εάν υπολογιστεί ο μέσος μισθός ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας.
Οι δεύτεροι φτωχότεροι στην ΕΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι Έλληνες είναι οι δεύτεροι φτωχότεροι καταναλωτές της Ευρώπης, μετά τους Βούλγαρους, εάν υπολογιστεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στη χώρα μας, διαμορφώθηκε το 2023 στο 67%, δηλαδή 33% χαμηλότερα από το μέσο επίπεδο της ΕΕ, όσο ακριβώς ήταν και το 2022. Η Βουλγαρία που είναι η τελευταία χώρα στην ΕΕ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι 64%.
Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν την τεράστια ψαλίδα όσον αφορά στην πραγματική αγοραστική δύναμη ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ένωσης. Ειδικότερα, τα υψηλότερα κατά κεφαλή εισοδήματα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης καταγράφηκαν σε Λουξεμβούργο και Ιρλανδία, με 140% και 112% αντίστοιχα. Με μεγάλη διαφορά ακολουθεί η Ολλανδία, με μέση αγοραστική δύναμη 30% πάνω από το επίπεδο της ΕΕ, ενώ έπονται η Δανία με 28% και η Αυστρία με 23%.
Το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ με τις περισσότερες ώρες εργασίας
Η Ελλάδα πέφτει στην τελευταία θέση της ΕΕ, κάτω και από τη Βουλγαρία αν υπολογιστεί ο μέσος μισθός ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας. Τη δυστοπική αυτή παράμετρο αποκάλυψε έρευνα του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών).
Γιατί μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζεται ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον, όμως, την τελευταία θέση στην Ευρώπη σε σύγκριση με τον μέσο μισθό ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας. Η έρευνα, μάλιστα, κατέδειξε ότι οι Έλληνες έχουν το χαμηλότερο ωρομίσθιο ενώ εργάζονται περισσότερες ώρες. Πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότερες ώρες εργασίας δεν πληρώνονται.
Τα στοιχεία του ΚΕΠΕ είναι καταλυτικά. Από το 2020 έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ ήταν εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα, δηλαδή, η αύξηση των ωρών εργασίας στη χώρα μας ήταν τριπλάσια του μέσου όρου.
Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο και παράλληλα τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).
Παράλληλα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στη χώρα μας αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009.
Τέταρτη χειρότερη θέση στην ΕΕ στα ποσοστά φτώχειας
Ένας ακόμα παράγοντας που καταδεικνύει ότι το «οικονομικό θαύμα» της κυβέρνησης είναι απλώς ένα επικοινωνιακό τρικ είναι και το γεγονός ότι στην Ελλάδα κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αντιμετωπίζουν πάνω από 2,6 εκατομμύρια πολίτες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat , η Ελλάδα είναι στην 4 θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε χειρότερη θέση από τη χώρα μας είναι μόνο η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ισπανία.
Συγκεκριμένα, το 2023 94,6 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ (21% του πληθυσμού) διέτρεχαν τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν σε νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν τουλάχιστον έναν από τους τρεις κινδύνους όπως φτώχεια, σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση ή/και διαβίωση σε νοικοκυριό με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας.
Τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας αντιμετωπίσει η Ρουμανία με 32%, η Βουλγαρία με 30%, η Ισπανία με 27% και η Ελλάδα με 26%. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Τσεχία (12%), τη Σλοβενία (14%), τη Φινλανδία και την Πολωνία (από 16%).
Μισθοί κάτω από το Μεξικό και την Κολομβία
Δεν είναι μόνο η Eurostat που καταρρίπτει το επικοινωνιακό αφήγημα της κυβέρνησης για την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση της οικονομίας καθώς και έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η χώρα μας καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις στα μισθολογικά ανάμεσα σε 34 χώρες μέλη του Οργανισμού.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει από τις χειρότερες επιδόσεις σε μισθολογικά θέματα, με τον τρίτο χειρότερο μισθό ανάμεσα στις 35 χώρες, μετά το Μεξικό και την Κολομβία και πολύ κοντά στη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ στην Ελλάδα οι πραγματικοί μισθοί καταγράφουν, όπως αναμενόταν, τη μεγαλύτερη επιδείνωση μεταξύ 2010-2019, δηλαδή, τη δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων. Όμως, το άκρως ανησυχητικό είναι ότι ο ΟΟΣΑ εντοπίζει χειροτέρευση στα μισθολογικά και μεταξύ 2019-2022 (4η χαμηλότερη θέση μετά την Τσεχία, την Ολλανδία και τη Γερμανία).
Παράλληλα, ο Οργανισμός επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει επίσης μακράν το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, πίσω από το Μεξικό, τη Σλοβακία και την Τουρκία. Πάνω από το 65% των πολιτών βιώνει οικονομικές δυσχέρειες.
Στους πρωταθλητές κόσμου στην ακρίβεια
Ένας δείκτης που συστηματικά αποκρύπτεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και από την επικοινωνιακή καταιγίδα των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ είναι και αυτός της Παγκόσμιας Τράπεζας που κατέταξε τη χώρα μας στη μαύρη – θλιβερή λίστα των 10 χωρών παγκοσμίως με τον μεγαλύτερο πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων, την μεγαλύτερη, δηλαδή, ακρίβεια στα τρόφιμα.
Η Ελλάδα είναι, μάλιστα, η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία που μπαίνει στη θλιβερή λίστα με τις 10 πιο ακριβές χώρες στα τρόφιμα. Οι άλλες εννέα σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα είναι η Αργεντινή, η Ζιμπάμπουε, η Αίγυπτος, ο Λίβανος, το Βιετνάμ, η Παλαιστίνη, το Μαλάουι, η Αϊτή και η Γουινέα. Μάλιστα, η Ελλάδα με 7% πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων, ισοβαθμεί με τη Γουινέα, μια φτωχή χώρα, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 1.200 δολάρια.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το τέλος του 2020 ως το τέλος του 2023 η σωρευτική, ονομαστική αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπερνά το 30%.
Η χώρα μας αναδείχθηκε, παράλληλα, το 2023 στην ΕΕ η ακριβότερη για τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί, αυγά) με τις τιμές να είναι υψηλότερες κατά 38% σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό όρο. Σε υψηλά επίπεδα και προφανώς πάνω από ευρωπαϊκό μέσο όρο διαμορφώθηκαν οι τιμές και σε άλλα βασικά τρόφιμα, όπως τα έλαια-λίπη, το ψωμί και τα δημητριακά. Συγκεκριμένα στην κατηγορία ελαία-λίπη, η Ελλάδα είναι η τέταρτη πιο ακριβή χώρα, καθώς οι τιμές είναι 26,3% πάνω από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Ελλάδα είναι και η δεύτερη πιο ακριβή χώρα στην ΕΕ στις τηλεπικοινωνίες με τις τιμές να είναι υψηλότερες κατά 48,6% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να βρίσκεται πίσω μόνο από το Βέλγιο.
Τα αρνητικά ρεκόρ στη στέγαση
Όσον αφορά στο κόστος της στέγασης η Ελλάδα καταγράφει τρία αρνητικά ρεκόρ ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat και συγκεκριμένα:
1] Οι Έλληνες πληρώνουν κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην ΕΕ με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο να είναι στο 19,7%.
2] Στην Ελλάδα το 31% όσων ζουν στις πόλεις και το 25% όσων ζουν στην ύπαιθρο, ανήκει στην κατηγορία όσων ασφυκτιούν από το βάρος του κόστους στέγασης. Για τους ενοικιαστές τα ποσοστά υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης είναι υπερδιπλάσια, αγγίζοντας το 79%, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat.
3] Το 47,3% των Ελλήνων, δεν μπορεί να πληρώσει στην ώρα τους τα πάγια στεγαστικά έξοδα όπως είναι οι εκκρεμείς οφειλές λογαριασμών, ενοικίων και δόσεων ενυπόθηκων δανείων. Να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 9,3%!
neostrategy.gr
photo pixabay
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις