Με υψηλό επικοινωνιακό βάρος, αλλά χαμηλό οικονομικό αποτύπωμα τα μέτρα Μητσοτάκη. Τι θα γίνει με ΕΝΦΙΑ και ακίνητα.

Μέτρα που θα γίνουν μεν αισθητά από τους πελάτες των τραπεζών, αλλά δεν θα θίξουν παρά στο ελάχιστο τα υπερκέρδη των πιστωτικών ιδρυμάτων, ούτε το «καρτέλ» τους, που κρατάει τα επιτόκια κοντά στο μηδέν για τις καταθέσεις, αλλά ψηλά για τα δάνεια, είναι αυτά που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός στην Βουλή.

Το μέτρο που κρύβει μια νέα «χάρη» στις τράπεζες είναι η εξαγγελία για διπλάσιο ΕΝΦΙΑ από το 2026 στα ακίνητα που απέκτησαν -κοψοχρονιά- οι τράπεζες και οι servicers από κόκκινα δάνεια ή από άγονους πλειστηριασμούς, με σκοπό αυτά τα ακίνητα, περί τα 20.000, να πουληθούν στην αγορά και να πιέσουν προς τα κάτω τιμές των ακινήτων και των ενοικίων.

Η εξαγγελία αυτή δείχνει ότι η κυβέρνηση υποχώρησε στις πιέσεις των τραπεζιτών που ζητούσαν επίμονα τους τελευταίους μήνες εξαιρέσεις και διευκολύνσεις ακριβώς για να πουλήσουν αυτά τα ακίνητα, με τεράστιο κέρδος, δεδομένου ότι έχουν αποκτήσει τα ακίνητα αυτά σε εξευτελιστικές τιμές, είτε από κόκκινα δάνεια είτε από πλειστηριασμούς που έκαναν οι ίδιες οι τράπεζες ή οι servicers.

Αυτό που δεν είπε ο πρωθυπουργός -και θα εξειδικευτεί από το οικονομικό επιτελείο- είναι το περιεχόμενο των «διευκολύνσεων» που θα γίνουν για τη διοχέτευση αυτών των ακινήτων στην αγορά.

Είναι πάντως φανερό ότι το όλο σχήμα, που προωθείται με το πρόσχημα της «στεγαστικής πολιτικής» και το επιχείρημα ότι η προσφορά των των ακινήτων αυτών θα πιέσει προς τα κάτω τις τιμές και τα ενοίκια, γίνεται στις πλάτες των δανειοληπτών -που ήδη υποφέρουν από τις αδιαφανείς και καταχρηστικές πρακτικές των servicers- και θα δημιουργήσει μια νέα πηγή υπερκερδών για τράπεζες και servicers.

 

 

Οι προμήθειες

Ο μηδενισμός των προμηθειών για τραπεζικές πληρωμές και το πλαφόν 0,5 ευρώ για τα εμβάσματα έως 5.000 ευρώ βάζει τέλος στις σκανδαλώδεις πρακτικές που εφάρμοζαν συντονισμένα όλες οι τράπεζες χρεώνοντας ακόμα και για… εισερχόμενα εμβάσματα μικρών ποσών.

Είναι μια κίνηση με μεγάλο επικοινωνιακό αποτύπωμα, αφού όλοι λίγο-πολύ κάνουν τέτοιες συναλλαγές, ενώ ήρθε με ένταση στο προσκήνιο μετά από την εκστρατεία που έκανε το ΠΑΣΟΚ για τα τραπεζικά θέματα και την τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή, το οποίο τώρα επιχαίρει διότι τα κυβερνητικά μέτρα έρχονται ως απάντηση στις ενέργειές του.

Όμως η επίπτωση στα τραπεζικά έσοδα είναι μηδαμινή, αφού δεν ξεπερνά τα 80-100 εκατ. ευρώ ενώ το σύνολο των εσόδων από τραπεζικές προμήθειες των 4 συστημικών τραπεζών, ξεπέρασε το 1,5 δισ. ευρώ στο πρώτο εννεάμηνο του 2024, ενώ σύμφωνα με τις δικές τους προβλέψεις θα έφτανε τα 2 δισ. ευρώ για το σύνολο της φετινής χρονιάς. Εκατό εκατομμύρια ευρώ πάνω ή κάτω δεν αλλάζουν την εικόνα.

Το σύνολο των προμηθειών αφορά συναλλαγές σε όλο το φάσμα της οικονομίας, του εγχώριου και διεθνούς εμπορίου, αλλά είναι ακριβώς αυτές οι «μικρές» προμήθειες που καταργούνται οι οποίες έχουν το μεγαλύτερο επικοινωνιακό αποτύπωμα στην κοινή γνώμη.

Τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων

Εκείνο που άφησε εκτός παρεμβάσεων ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση είναι τα επιτόκια των τραπεζών για τις καταθέσεις και τα δάνεια, τα οποία αποτελούν και τον πυρήνα του προβλήματος στην αγορά, καθώς και στο πεδίο αυτό έχουν εφαρμόζουν ομοιόμορφα την ίδια τακτική.

Οι τράπεζες κρατάνε τα επιτόκια καταθέσεων πολύ χαμηλά, κοντά στο μηδέν και έτσι έχουν στη διάθεσή τους μια «λίμνη» χρήματος, γύρω στα 150 δισ. ευρώ συνολικά, την οποία οι ίδιες εκμεταλλεύονται άκοπα και χωρίς ρίσκο, καταθέτοντας τα χρήματα σε υψηλότοκες τοποθετήσεις.

Οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δίνουν επιτόκιο 0,03% για τις καταθέσεις όψεως και χωρίς δέσμευση, που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων, αλλά και για τις καταθέσεις προθεσμίας δίνουν 1,84% κατά μέσο όρο, που και αυτά είναι τα δεύτερα χαμηλότερα στην ευρωζώνη.

Παίρνουν, όμως, τα χρήματα αυτά και τα καταθέτουν στον ειδικό λογαριασμό “διευκόλυνσης” που διατηρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τον σκοπό αυτό με επιτόκιο που έχει πέσει στο 3% (από 4% που ήταν μέχρι πριν μήνες) οπότε κερδίζουν άκοπα και χωρίς ρίσκο τη διαφορά. Εναλλακτικά τοποθετούν τα κεφάλαια σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (2,27% η τελευταία έκδοση) ή σε άλλα υψηλότοκα ομόλογα (τα διετή ομόλογα ΗΠΑ έχουν απόδοση 4,17%).

Όσο για τα δάνεια, κι εκεί οι επιδόσεις των τραπεζών είναι δραματικές, αφού δεν έχουν κίνητρο να δώσουν δάνεια, δεδομένου ότι αξιοποιούν τα διαθέσιμα κεφάλαια βάζοντάς τα στον τόκο, αλλά ακόμα κι έτσι, έχουν τα τρίτα υψηλότερα επιτόκια (10,8% κατά μέσο όρο, σύμφωνα με την ΕΚΤ) στην ευρωζώνη για τα καταναλωτικά δάνεια και τις κάρτες.

Η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη στα επιχειρηματικά δάνεια και τα στεγαστικά αλλά και εκεί οι ελληνικές τράπεζες είναι πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Συνολικά, οι παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν έχουν επικοινωνιακό αποτέλεσμα, αλλά δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που δημιουργεί στην ελληνική οικονομία το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες αντί να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, απομυζούν τεράστια κέρδη απλά τοκίζοντας για δικό τους όφελος τα χρήματα των καταθέσεων τα οποία διακρατούν με σχεδόν μηδενικό όφελος για τους αποταμιευτές.

ieidiseis.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις