Βιώνουμε για δεύτερη φορά μετά τον Πόλεμο την αντίφαση του ερωτήματος «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;»: πάλι εκλεγμένος Πρωθυπουργός προβάλει τον ισχυρισμό ότι το παρακράτος δρα ερήμην του και ενάντια στη βούλησή του.
Ούτε τον – παλιό – Καραμανλή πίστευε κανείς στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη σήμερα. Αντίθετα, στις μέρες μας, πολλά ενισχύουν την πεποίθηση ότι ο αποκαλυπτόμενος βιασμός της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας έγινε σχεδιασμένα και με τη συγκατάθεση του σημερινού Πρωθυπουργό.
Αυτό τον καθιστά Πρωθυπουργό προς απόσυρση – αν όχι από το κόμμα του, εμφανώς από το εκλογικό σώμα.
Περιέργως όμως, το ζητούμενο δεν είναι ποιος θα τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία: δεν υπάρχει, ούτε στη Δημοκρατική Παράταξη – αλλά ούτε στη Δεξιά – άλλος εν δυνάμει πρωθυπουργός πλην του Αλέξη Τσίπρα. Τις λεπτομέρειες θα τις ορίσει η κάλπη.
Εν τούτοις, το ερώτημα «ποιος θα κυβερνήσει αυτόν τον τόπο», επιμένει, επειδή για μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης – των εν δυνάμει ψηφοφόρων του Τσίπρα συμπεριλαμβανομένων – αντιλαμβάνεται ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει κυβερνητική επάρκεια.
Στο δημόσιο χώρο εκπροσωπείται κυρίως από όσους κυβέρνησαν από το 2015 και ηττήθηκαν το 2019, ελάχιστα νέα ονόματα προστέθηκαν στη μαρκίζα – αυτό του στερεί κυβερνησιμότητα.
Για να δούμε αν αυτή η επιφύλαξη είναι βάσιμη, πρέπει να λάβουμε υπόψη τα συμφραζόμενα της συγκυρίας στην οποία η αντικατάσταση του Μητσοτάκη από τον Τσίπρα, εκτός από εφικτή είναι και αναγκαία.
Η Ελλάδα είναι χώρα με χαρακτηριστικά που, ακόμη και όταν δεν είναι απολύτως δυτικά, την τοποθετούν στο δυτικό κόσμο. Συνεπώς – πρέπει να – κυβερνάται με τον δυτικό τρόπο και από πρόσωπα με δυτικοκεντρικές αντιλήψεις και αντίστοιχα προσόντα. Άλλο η ανάγκη για πολύπλευρη εξωτερική πολιτική και άλλο η γεωστρατηγική ταυτότητα.
Εκτός από το ΝΑΤΟ, ανήκει – με τη βούλησή της – στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό τη δεσμεύει να σέβεται τις ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα, την έννομη τάξη και την ευρωπαϊκή νομοθεσία – την παραγωγή της οποίας εθελουσίως έχει εκχωρήσει στο κοινοτικό κέντρο.
Αυτά δεν αλλάζουν. Ταυτόχρονα είναι χώρα ανοικτή, εκτεθειμένη στα ρεύματα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, τεχνολογίας, πολιτισμού και ισχύος – επηρεαζόμενη από κάθε διακύμανση.
Στο εσωτερικό η διακυβέρνηση ασκείται αυστηρά στο συνταγματικό και το ευρωπαϊκό πλαίσιο και οι κυβερνήσεις τελούν υπό τον κοινοβουλευτικό κανόνα της διάκρισης των εξουσιών. Δεν μπορούν πχ να δημιουργήσουν Δικαιοσύνη Νο2, με «δικούς τους» δικαστές.
Η Δημοκρατία – με τους κανόνες, τους περιορισμούς και την ανεκτικότητά της – είναι η πρώτη συνθήκη άσκησης της διακυβέρνησης στη σημερινή Ελλάδα.
Δεύτερη είναι η Γνώση. Η επαφή με τα πραγματικά δεδομένα, η αλληλεπίδραση με το διεθνές περιβάλουν, η συνέπεια στους κανόνες των υπερεθνικών οργανισμών, η ικανότητα κατανόησης των μεταβολών και η προσαρμογή σε δεδομένα που διαρκώς αλλάζουν.
Όχι επειδή επήλθε το τέλος των ιδεολογιών. Κάθε άλλο. Ο ιδεολογικός διαχωρισμός – ως σύγκρουση ιδεών που οδηγούν στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση – είναι υπαρκτός, διακριτός και αναγκαίος. Δεν είναι όλες οι πολιτικές δυνάμεις ίδιες, ως προς τα κοινωνικά στρώματα που εκφράζουν, ούτε ως προς την πολιτική που υπηρετούν και τους στόχους που θέτουν.
Ωστόσο, αφού μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ – η έννοια της Αριστεράς, σήμερα δεν έχει σχέση με την εποχή του παγκόσμιου διπολισμού. Νοείται ως καλή χρήση του δημοσίου πλούτου, μέριμνα υπέρ των πολλών, χρηστή διοίκηση για όλους, δίκαιη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, έντιμη συμβολή στην παραγωγή του και ως επιδίωξη της ευημερίας με ταχεία ενσωμάτωση των τεχνικών προϋποθέσεων που διευκολύνουν την οικονομία, τη διαχείριση και τη ζωή των ανθρώπων.
Ωστόσο, όλα στη σύγχρονη διακυβέρνηση – με τη Δημοκρατία και την Γνώση που προϋποθέτει – συνδέονται με την ποιότητα και την επάρκεια του πολιτικού προσωπικού που διαθέτει ο πολιτικός φορέας στον οποίο ανατέθηκε η διακυβέρνηση. Ποιοι και με ποια προσόντα. Κάποιοι κάνουν και κάποιοι δεν κάνουν – ανεξάρτητα από την κομματική ιδιότητα.
Αυτό το προσωπικό αναζητούν όσοι θέτουν το ερώτημα «με ποιους θα κυβερνήσει» ο υποψήφιος πρωθυπουργός – ο Τσίπρας εν προκειμένω – και θέλουν την απάντηση πριν από τις εκλογές, για να τη συνυπολογίσουν στην ψήφο τους.
Παλιότερα το κόμμα που κέρδιζε τις εκλογές θεωρούσε ότι τα στελέχη του δικαιούνται μια θέση στη δημόσια ιεραρχία. Εκτός από το υπουργικό Συμβούλιο, για κάθε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής αντιστοιχούσε και μια ΔΕΚΟ. Κάθε αποτυχών πολιτευτής, έπρεπε να γίνει πρόεδρος, ή διοικητής στο κράτος – λάφυρο. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε.
Τα πράγματα άλλαξαν. Το κόμμα δεν μπορεί να είναι τροφοδότης του κράτους επειδή επικράτησε εκλογικά. Τα στελέχη του κρίνονται ξεχωριστά και δεν μπορούν να αναλαμβάνουν ρόλους, αν δεν έχουν τις προϋποθέσεις να ανταποκριθούν. Δεν αρκεί η «πολιτική ταυτότητα» και η «κομματική οντότητα», αλλά απαιτείται και ειδίκευση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης – είτε σκοπίμως, είτε από ανικανότητα – απέτυχε να αντικαταστήσει το παλιό προσωπικό του κόμματός του με «αρίστους» όπως διατείνονταν. Κυβερνάει με ημέτερους, κομματικούς της αρεσκείας του και τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία της χώρας – και γι αυτό τη βούλιαξε.
Το ερώτημα για τον Τσίπρα, είναι αν θα αποφύγει την παγίδα της προσφυγής στην κομματική δεξαμενή για τη στελέχωση του κυβερνητικού μηχανισμού του – με την στενή και την ευρεία έννοια.
Δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εγγυηθεί την αποτελεσματική διακυβέρνηση – με βάση το δυναμικό που εμφανίζεται στον ιστό του – και δηλώνει ότι ως Πρωθυπουργός θα αντλήσει τους κατάλληλους για την κυβέρνησή του και τον κρατικό μηχανισμό «από την κοινωνία και τους φορείς της».
Από αυτή την άποψη στο ερώτημα «ποιος θα κυβερνήσει αυτόν τον τόπο», μετά τις εκλογές, έχει την μισή απάντηση – σε ό,τι αφορά τον Τσιπρα, ως Πρωθυπουργό. Η άλλη μισή όμως αναζητείται. Αν μιλάμε για κυβέρνηση με στόχους και αποτελέσματα…
ieidiseis.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις