Ο Διονύσης Προβής, μέλος του ΔΣ του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ, αρθρογραφεί στο NEWS24/7 για την πολιτική του διαχωρισμού της ελληνικής κοινωνίας και τις εφαρμογές της στην εκπαίδευση.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η ελληνική κοινωνία βιώνει πολύ έντονα την τεχνητή διαίρεση της σε όσους είναι υπέρ της υποχρεωτικότητας των εμβολίων και σε όσους είναι υπέρ της ελεύθερης ατομικής επιλογής. Το οξύμωρο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι πολλοί από αυτούς που θεωρούν την ατομική ελευθερία ύψιστο αγαθό, είναι αυτοί που υποστηρίζουν ένθερμα την υποχρεωτικότητα, προτείνοντας μάλιστα ποινές για όσους δεν εμβολιαστούν που θυμίζουν λογικές της Γερμανίας του μεσοπολέμου.

Κανένας από αυτούς δεν ενδιαφέρεται για τα αίτια αυτού του φαινομένου ούτε για τους τρόπους που στο μέλλον θα αποφύγουμε παρόμοια προβλήματα. Εγκλωβισμένοι στο σήμερα, στη στιγμή, λειτουργούν περισσότερο ως νήπια παρά ως υπεύθυνοι ενήλικες, δυναμιτίζοντας την κοινωνική ζωή των κατοίκων της χώρας. Από την άλλη, οι συμπολίτες μας που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες: δυσπιστία, αντίδραση, φόβος, διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας κ.ά.

Το πρόβλημα του διαχωρισμού οξύνθηκε όταν άτομα που κατέχουν υπουργικές θέσεις προσπάθησαν να τον επιβάλουν, δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλα γίνονται βιαστικά και χωρίς σχεδιασμό, μιας και η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, έτσι όπως θα εφαρμοστεί, καταλήγει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει ο καθείς είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, πολύ μεγαλύτερο από αυτό των αντιεμβολιαστών, θεωρεί ότι η κατηγοριοποίηση των πολιτών δημιουργεί πάρα πολλά σοβαρά προβλήματα, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και ηθικά, καθώς και σε σχέση με την ποιότητα της Δημοκρατίας. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας δεν επικροτεί αυτού του είδους την κατηγοριοποίηση. Είναι όμως αυτός ο διαχωρισμός ο μοναδικός που υιοθετεί η κυβέρνηση; Τι γίνεται στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας για παράδειγμα;

Διαχωρισμός μαθητών, σχολείων και εκπαιδευτικών: ποιους στόχους εξυπηρετεί;

Ένα από τα πρώτα εκπαιδευτικά νομοσχέδια που ψηφίστηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο κατά την τελευταία διετία επί Υπουργίας της κας Κεραμέως είναι η κατηγοριοποίηση των σχολείων της Δευτεροβάθμιας σε πρότυπα, πειραματικά και λοιπά σχολεία. Από αυτήν την κατηγοριοποίηση, αυτόματα δημιουργούνται μαθητές και εκπαιδευτικοί τριών τουλάχιστον ταχυτήτων με άμεσα αρνητικά αποτελέσματα. Ο λόγος, σύμφωνα με το Υπουργείο, που νομοθετήθηκαν τα παραπάνω είναι για να αναδειχθούν οι «άριστοι» μαθητές και να τους βοηθήσει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα να γίνουν ακόμα καλύτεροι.

Δυστυχώς αυτή η άποψη δεν εδράζεται σε θέσεις επιστημονικά τεκμηριωμένες και πάει ουσιαστικά κόντρα σε αυτό το οποίο θέλει να πετύχει. Η καθημερινότητα μέσα στην σχολική τάξη μας δείχνει ότι ο κάθε μαθητής παίζει τον ρόλο του και αλληλεπιδρά με τους συμμαθητές του με πολυεπίπεδο τρόπο, όχι μόνο σε δύο «βασικά» μαθήματα. Έτσι, το κάθε σχολείο λειτουργεί ως μικρογραφία της τοπικής κοινωνίας και του εκπαιδευτικού συστήματος ολόκληρης της χώρας. Απογυμνώνοντας τα περισσότερα σχολεία από τους μαθητές, που στην πρώιμη ηλικία των 12 ετών έχουν καλύτερο επίπεδο σε γλώσσα και μαθηματικά, βάζοντάς τους σε ένα «εξειδικευμένο» σχολείο, από τη μια λειτουργώντας αντιπαιδαγωγικά χωρίζουμε τους μαθητές σε «καλούς», «μέτριους» και «κακούς», ενώ από την άλλη δεν επιτρέπουμε στα παιδιά να αλληλεπιδράσουν και να ωθήσουν το ένα το άλλο να γίνουν καλύτερα σε διαφορετικούς τομείς της εκπαίδευσης, αλλά και πιο κοινωνικά.

Αν, από την άλλη, κάποιοι δεχθούν ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι σωστός, τότε απομονώνοντας τους μαθητές με περισσότερες ικανότητες σε αυτά τα μαθήματα σε ένα τεχνητό περιβάλλον, αυτόματα μειώνεται το εύρος των δυνατοτήτων όλων των μαθητών, μετατοπίζοντας το γνωστικό και κοινωνικό κέντρο βάρους σε χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, αντί οι «άριστοι» μαθητές σε έναν τομέα να τραβήξουν τους «μέτριους» και τους «κακούς» προς τα πάνω, θα γίνεται το αντίθετο. Επιπλέον, σε αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να διεξάγονται εξετάσεις κάθε χρόνο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές που είναι εκτός προτύπων, να μπουν σε αυτά με την αξία τους, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται τώρα, σύμφωνα με το οποίο ένας μαθητής που μπαίνει στα πρότυπα στα 12, συνεχίζει μέχρι τα 18 του.

Τι σκοπό έχει όμως αυτή η κατηγοριοποίηση; Ποιους ικανοποιεί και ποιους συμφέρει; Σίγουρα ικανοποιεί ορισμένους γονείς που θεωρούν ότι τα παιδιά τους αξίζουν να πάνε σε ένα πρότυπο ή πειραματικό σχολείο. Μια εγγραφή σε αυτά θα τους δώσει την αίγλη που επιθυμούν, μιας και ο τίτλος σε αυτήν την περίπτωση παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από την ουσία. Από την άλλη, κέρδος έχουν αυτοί που σχεδίασαν και υλοποίησαν αυτόν το διαχωρισμό, μιας και μπορούν στη συνέχεια να πουν ότι δεν αξίζουν όλοι οι μαθητές το ίδιο και κατ’ επέκταση όλοι οι πολίτες το ίδιο. Κάποιοι είναι «άριστοι» ενώ κάποιοι άλλοι δεύτερης κατηγορίας. Αυτό σημαίνει ότι επισήμως το Κράτος θα παρέχει Παιδεία πολλών ταχυτήτων, χαμηλότερης ποιότητας για αυτούς που παραμένουν στα «απλά» σχολεία, ότι η Γνώση δεν θα διαχέεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα παιδιά με κεντρική επιλογή.

Αντί για αυτή, οι «κακοί» μαθητές θα εφοδιάζονται μόνο με χαμηλού επιπέδου ασύνδετες πληροφορίες, ικανές για να βρουν την αντίστοιχη εργασία, αλλά όχι για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν πιο σύνθετα προβλήματα της καθημερινότητας. Έτσι, αντί να αντιμετωπιστούν τα αίτια των κοινωνικών φαινομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της Πανδημίας, θα πολλαπλασιαστούν. Με λίγα λόγια θα έχουμε εκπαίδευση της λογικής: «τι τα θες τα πολλά γράμματα; Δεν πρόκειται να βγάλεις λεφτά από αυτά».

Υπάρχει όμως τρόπος να ενισχύσουμε τους μαθητές που έχουν ιδιαίτερες ικανότητες σε κάποιους τομείς χωρίς να διαρραγεί ο μαθητικός ιστός και χωρίς να διαταράξουμε την ανομοιομορφία της σχολικής τάξης, που είναι και το ζητούμενο; Βεβαίως και υπάρχει, αρκεί να εφαρμοστεί η κατάλληλη εκπαιδευτική πολιτική κεντρικά. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, μιας και ο διαχωρισμός των μαθητών, των σχολείων και των εκπαιδευτικών είναι η μία μόνο όψη των πολλών αλλαγών που έχουν νομοθετηθεί τα τελευταία δύο χρόνια και πρόκειται να εφαρμοστούν από τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. Κάποιες από τις υπόλοιπες όψεις είναι:

– η απογύμνωση του Λυκείου από μαθήματα υψηλής κοινωνικής βαρύτητας (Οικονομικά, Τέχνες, Κοινωνιολογία, Οικολογία),

– ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα που αντί να μειωθεί αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της Πανδημίας στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση και στην Δευτεροβάθμια έμεινε σταθερός,

-η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια,

-η θεσμοθέτηση της όλο και λιγότερο δημοκρατικής διοίκησης στην εκπαίδευση αντί να καταπολεμηθεί η αδιαφάνεια σε αυτόν τον χώρο,

– η μετάλλαξη της Ειδικής Αγωγής και οι παράλληλες μορφές άτυπης εκπαίδευσης που θα οδηγήσουν πολλούς μαθητές εκτός σχολείου.

Σε όλα τα προηγούμενα πρέπει να προστεθεί το χρόνιο πρόβλημα της εναλλαγής των εκπαιδευτικών στις σχολικές μονάδες, λόγω έλλειψης μόνιμων διορισμών και οργανικών θέσεων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εκπαιδευτική συνέχεια σε δύο διαδοχικά σχολικά έτη. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τις λαθεμένες πολιτικές επιλογές κατά τη διάρκεια της Πανδημίας που δημιούργησαν μια χαοτική κατάσταση στον χώρο της εκπαίδευσης το σχολικό έτος 2020 – 21 (καθολική επιβολή της τηλεκπαίδευσης για έξι μήνες, αναπληρωτές με σύμβαση τριών μηνών, μείωση της χρηματοδότησης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, άρνηση αναβάθμισης του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου κ.ά.), καθώς και ευρύτερες νομοθετικές αλλαγές που θα επηρεάσουν άμεσα και την Εκπαίδευση, όπως η επιβολή της 10ωρης εργασίας, καθώς και η αύξηση της εργασιακής ανασφάλειας μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Διονύσης Προβής

Ο Διονύσης Προβής είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ

news247.gr

EUROKINISSI

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις