Οι πολίτες που χάνουν τα χρήματά τους από την κλοπή των κωδικών τους θα τα παίρνουν πίσω, ακόμα και σε περίπτωση «βαριάς αμέλειας»

 

Ισχυρό κίνητρο αλλά και υποχρέωση βελτίωσης των μηχανισμών ασφάλειας των συναλλαγών αποτελεί για τις τράπεζες η προωθούμενη ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων σχετικά με το «phishing».

Παράλληλα, η εν λόγω ρύθμιση παρέχει ένα ισχυρό πλέγμα ασφάλειας στους καταναλωτές που χάνουν τα χρήματά τους από την κλοπή των κωδικών τους, καθώς θα αποζημιώνονται ακόμα και στην περίπτωση που η απώλειά τους (σ.σ.: των κωδικών) προέρχεται από «βαριά αμέλεια».

Η ρύθμιση που θα αλλάξει τα έως τώρα δεδομένα, περιέχεται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020, «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ, ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης», που βρίσκεται υπό δημόσια διαβούλευση. Σύμφωνα με το άρθρο 22 του νομοσχεδίου, στην περίπτωση θυμάτων phishing, «αν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημιές οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε». Αυτό σημαίνει ότι αν το θύμα χάσει 10.000 ευρώ η τράπεζα πρέπει να του επιστρέψει τα 9.000 ευρώ, ακόμη και στην περίπτωση της βαριάς αμέλειας. Έως τώρα, στις περιπτώσεις βαριάς αμέλειας οι τράπεζες δεν υποχρεώνονταν να αποζημιώσουν τους καταναλωτές, και συνέπεια αυτού, ήταν τα θύματα να προσφεύγουν στα δικαστήρια, κάτι το οποίο, ωστόσο, αποτελεί χρονοβόρα, και με μεγάλο κόστος, διαδικασία.

Όπως αναφέρει το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, «λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία άλλων κρατών που έχουν προβλέψει νομοθετικό ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του καταναλωτή σε περίπτωση βαριάς αμέλειας (Σουηδία, Δανία και Νορβηγία), αλλά και την ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού, εν όψει της έκτασης του φαινομένου «phishing», κρίνεται απαραίτητη, πλέον, η εισαγωγή της προτεινόμενης διάταξης». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με την έξαρση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ο αριθμός των θυμάτων με πρακτικές «phishing» έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και οι πιο «ευάλωτοι» είναι οι ηλικιωμένοι που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες.

Με βάση το προωθούμενο πλαίσιο, στην απλή αμέλεια ο καταναλωτής θα αποζημιώνεται σχεδόν πλήρως (μπορεί να παρακρατεί 50 ευρώ η τράπεζα όπως ισχύει), ενώ –όπως προαναφέρθηκε– στην περίπτωση της βαριάς αμέλειας ο καταναλωτής θα επιβαρύνεται με ποσό έως και 1.000 ευρώ. Το επιπλέον ποσό θα βαρύνει την τράπεζα, η οποία θα πρέπει να το πιστώσει στο λογαριασμό του θύματος. Επισημαίνεται ότι αν το «phishing» οφείλεται σε υπαιτιότητα της τράπεζας, τότε ο καταναλωτής αποζημιώνεται πλήρως.

Σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις δόλου δεν τίθεται προφανώς κάποιο θέμα αποζημίωσης από την τράπεζα. Δόλος, για παράδειγμα, μπορεί να υπάρξει όταν κάποιος εν γνώσει του παραχωρεί τα στοιχεία του, προκειμένου να μεταφερθούν χρήματα στο λογαριασμό που επιθυμεί και στη συνέχεια να τα διεκδικήσει από την τράπεζα. Phishing (ηλεκτρονικό «ψάρεμα») ονομάζονται πρακτικές εξαπάτησης με πλαστές ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή ειδοποιήσεις, με τις οποίες οι δράστες πληροφορούνται ή υφαρπάζουν τους μυστικούς κωδικούς (ΡΙΝ, ΤΑΝ) των καταναλωτών για διαδικτυακές συναλλαγές και προβαίνουν σε μεταφορές χρημάτων από τους λογαριασμούς τους.

Γιώργος Αγιασοφίτης

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

vradini.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις