Η πλειοψηφία των ερωτώμενων (12 από τα 19 διευθυντικά περιφερειακά στελέχη της Πολιτικής Προστασίας) δηλώνουν πως ενώ έχει γίνει χαρτογραφική αποτύπωση των επιλεγμένων κινδύνων που μπορούν να πλήξουν την Περιφέρειά τους, δεν έχουν υλοποιηθεί τα μέτρα που επιβάλλονται για την αντιμετώπισή τους.

Διαβάζουμε ότι, ενόψει της επερχόμενης αντιπυρικής περιόδου, η χώρα θα διαθέτει ακόμη περισσότερα πτητικά μέσα για την εποπτεία και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών καθώς επίσης ότι επίκεινται αυξήσεις στον μισθό των πυροσβεστών.

Το ερώτημα είναι εάν αυτά συγκροτούν μια αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπιση των κρίσεων και των καταστροφών, ιδίως δε, των δασικών πυρκαγιών από τις οποίες μαστίζονται τα εναπομείναντα ελληνικά δάση. Που άραγε στηρίζονται αυτές οι επιλογές; Σε ποια δεδομένα; Με ποιόν τα διαβουλεύτηκαν οι αρμόδιοι, πότε και με ποιά αποτελέσματα;

Τα ευρήματα που έχουμε από τις ελάχιστες έρευνες που έχουν διενεργηθεί στη χώρα μας, δείχνουν, πάντως, προς άλλη, διαφορετική κατεύθυνση. Σύμφωνα μ’ αυτά (https://www.epoliteia.gr/e-journal/2025/04/17/e-politeia-teuxos-14/) η Πολιτική Προστασία πάσχει, προεχόντως, από την απουσία Στρατηγικής. Οι εμβαλωματικές λύσεις που ανακοινώνονται, στην αρχή κάθε αντιπυρικής περιόδου, δεν λύνουν το πρόβλημα ούτε υποκαθιστούν την έλλειψή της.

Η απουσία Στρατηγικής συνιστά μια διαχρονική έλλειψη με επαχθέστατες συνέπειες όσον αφορά την ορθολογική διαχείριση των πόρων, την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα και την, εν γένει, αποδοτικότητα των μονάδων Πολιτικής Προστασίας σ’ όλα τα επίπεδα διοίκησης.

Σε πείσμα της διακήρυξης του βασικού νόμου 4662/2020 για την Πολιτική Προστασία για εξαετή και τριετή στρατηγική αντιμετώπισης των καταστροφών, εξακολουθεί να μην μπορεί να προκύψει μια λειτουργική Στρατηγική μέσω κάποιας δομής. Κατά συνέπεια, ειδικότερες μελέτες και υποδείξεις εμπειρογνωμόνων που αποτυπώνουν λεπτομερώς τα δυνατά και αδύνατα σημεία της εφαρμοζόμενης πολιτικής δεν μπορούν να αξιοποιηθούν. Αυτό προκύπτει σαφώς και από την έρευνά μας: Η πλειοψηφία των ερωτώμενων (12 από τα 19 διευθυντικά περιφερειακά στελέχη της Πολιτικής Προστασίας) δηλώνουν πως ενώ έχει γίνει χαρτογραφική αποτύπωση των επιλεγμένων κινδύνων που μπορούν να πλήξουν την Περιφέρειά τους, δεν έχουν υλοποιηθεί τα μέτρα που επιβάλλονται για την αντιμετώπισή τους.

Ένας βασικός λόγος αδυναμίας των Υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν μια αξιόπιστη Στρατηγική είναι το διπλό πρόβλημα της σύγχυσης/επικάλυψης αρμοδιοτήτων και της διασποράς των υφιστάμενων δομών. Για παράδειγμα, η εξαγγελία για τη δημιουργία ισχυρών περιφερειακών και τοπικών μονάδων Πολιτικής Προστασίας που ανακοινώθηκε με τον ν. 4662/2020 έμεινε στα χαρτιά. Πέντε χρόνια μετά την εξαγγελία δημιουργίας τους, τα Περιφερειακά κέντρα (ΠΕ.ΚΕ.Π.Π.) βρίσκονται, ακόμη, σε φάση σχεδιασμού. Μετά από εξαγγελίες, δολιχοδρομίες και παλινωδίες (βλ. ματαίωση διπλού διαγωνισμού από την ΚΤΥΠ) τα 13 Περιφερειακά Κέντρα Πολιτικής Προστασίας εντάχθηκαν, στο τέλος του 2024, στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η σύγχυση μεταξύ των υπαρχουσών μονάδων είναι εμφανής, αφού 58% των ερωτηθέντων εντοπίζει, από την εμπειρία των κινδύνων που κλήθηκε να διαχειριστεί από το 2020 και εξής, συναρμοδιότητες μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων χωρίς σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων καθενός.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να αναστραφεί με την εκ βάθρων αναθεώρηση του «Ξενοκράτη», του εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης των καταστροφών. Το εθνικό σχέδιο δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί μια ατελείωτη wish list αλλά πρέπει να προκύψει ως μια παραγωγική ώσμωση των περιφερειακών σχεδίων. Κι όσον αφορά τον συντονισμό των δομών που θα αναλάβουν την εφαρμογή του, αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενεργοποίησης της πολύ-επίπεδης διακυβέρνησης.

Περαιτέρω, η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών αποτελεί μόνιμο μεταρρυθμιστικό αίτημα το οποίο, ωστόσο, υποβαθμίζεται, οδηγώντας, συχνά, σε καθυστερήσεις που μπορούν να αποβούν μοιραίες. Κι εδώ, επείγει η παρουσίαση ενός αρθρωμένου και ιεραρχημένου σχεδίου δράσης με τα πεδία και τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που πρέπει να απλουστευθούν. Η ουσιαστική αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και μέσων θα διευκολύνει, τα μάλα, την αποτελεσματική εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου.

Οι προϊστάμενοι που μετείχαν στην έρευνά μας θεωρούν ότι το υπηρετούν ανθρώπινο δυναμικό στην Υπηρεσία τους δεν επαρκεί για την υλοποίηση της δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση των καταστορφών. Το 20% των ερωτώμενων δηλώνει ότι με την Πολιτική Προστασία ασχολούνται στη Διεύθυνσή τους τέσσερις υπάλληλοι. Το υπόλοιπο 80% δηλώνει ότι στη δική τους Διεύθυνση υπηρετεί ένας υπάλληλος ο οποίος, συνήθως, είναι επιφορτισμένος και με άλλα καθήκοντα (συνήθως, γραμματειακή υποστήριξη). Στα αρνητικά του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού περιλαμβάνεται ο μέσος όρος ηλικίας του μόνιμου προσωπικού (50+), και το ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υπαλλήλων υπηρετεί με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

Δύο αλληλένδετα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε σχέση με το προσωπικό. Το πρώτο έχει να κάνει με τα ποσοτικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Το τι και πόσο προσωπικό χρειαζόμαστε θα προκύψει από τον συνδυασμό των αναγκών στο πεδίο και από την ικανότητα των φορέων που θα διοικήσουν το προσωπικό να περιγράψουν τις γνώσεις και δεξιότητες που αυτό πρέπει να διαθέτει. Το δεύτερο κρίσιμο θέμα είναι ο σχεδιασμός μιας καριέρας, της εξέλιξης όσων επιλεγούν να υπηρετήσουν στις μονάδες Πολιτικής Προστασίας είτε στην Πυροσβεστική. Αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία που θα κάνουν ελκυστικές τις συγκεκριμένες θέσεις όχι μόνον μισθολογικά αλλά και ουσιαστικά –να επιτρέπουν, δηλαδή, την ουσιαστική ενασχόληση των στελεχών με την πολιτική αντιμετώπισης των κρίσεων και των καταστροφών. Και τούτο δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη συνέχιση της πρακτικής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, διότι με τον τρόπο αυτό δεν επιτυγχάνονται ούτε ο στόχος της απόκτησης τεχνογνωσίας ούτε η δημιουργία μνήμης σε κάθε περιφερειακή/τοπική μονάδα Πολιτικής Προστασίας. Είναι, τουλάχιστον, οξύμωρο να δαπανώνται δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ για την απόκτηση ενός ακριβού εξοπλισμού κι, από την άλλη, να μην στελεχώνουμε τις νευραλγικές υπηρεσίες της Πολιτικής Προστασίας με το κατάλληλο προσωπικό που μπορεί να προσδώσει επιπλέον αξία στην προσπάθεια αντιμετώπισης των καταστροφών. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ο συντονισμός των τοπικών, περιφερειακών και κεντρικών δομών μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μια γενναία αποκέντρωση αρμοδιοτήτων, πόρων αλλά και ευθυνών στα αντίστοιχα επίπεδα διοίκησης. Προς τούτο πρέπει να υπάρξει ένας νέος σχεδιασμός των δράσεων, o έλεγχος εφαρμογής των οποίων θα συνοδεύεται όχι μόνον από αντίστοιχους δείκτες (KPI’s) αλλά και από ένα σύστημα ανταμοιβών και επιβραβεύσεων για εκείνες τις μονάδες και τα στελέχη της Πολιτικής Προστασίας που σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις.

Παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί στην Πολιτική Προστασία, κατά τα τελευταία χρόνια, η δημόσια πολιτική για την αντιμετώπιση των κρίσεων και των καταστροφών, εξακολουθεί να πάσχει σημαντικά. Για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων αυτών απαιτούνται γενναίες μεταρρυθμίσεις κι όχι απλώς επιμέρους ενέργειες που μπορεί να βελτιώνουν, σημειακά, την κατάσταση αλλά, μακροπρόθεσμα δεν δημιουργούν την Πολιτική Προστασία που έχουμε ανάγκη και προσδοκούμε.

Παναγιώτης Καρκατσούλης

(Ο Π. Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης και το τελευταίο του βιβλίο «Διοίκηση κρίσεων και καταστροφών στο παράδειγμα της Πολιτικής Προστασίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ)

dnews.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις