Στα 2.643.224 έφτασαν οι απολύσεις το 11μηνο Γενάρη – Νοέμβρη, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 96% μέσα σε μια εφταετία. Τι γράφει ο «Ριζοσπάστης»

Με δεδομένο ότι η ακρίβεια ήρθε για να… μείνει, τουλάχιστον και για το 2023, το ύψος των μισθών αναδεικνύεται σε ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα της νέας χρονιάς.

Ήδη τα συνδικάτα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ξεσηκώνονται, με κυριότερο ίσως παράδειγμα τη Βρετανία, ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες καιοι περισσότερες κυβερνήσεις επαναφέρουν τη θεωρία ότι «φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό» και, συνεπώς, «δεν πρέπει να έχουμε σημαντικές αυξήσεις».

Πώς, όμως, έχει σήμερα η κατάσταση με τους μισθούς στην Ελλάδα; Τα «Παιχνίδια Εξουσίας» αναδημοσιεύουν ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (υπογραφή Γ.Ζ.) για το τι πραγματικά συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα εργασίας:

Σε «σάκο του μποξ» έχουν μετατρέψει οι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι κυβερνήσεις τους εργαζόμενους, με τον απολογισμό της φετινής χρονιάς να συμπληρώνει την εικόνα των προηγούμενων δείχνοντας ότι στον ιδιωτικό τομέα ο αριθμός των απολυμένων κάθε χρόνο αυξάνεται σταθερά, η «ευελιξία» τσακίζει κόκαλα και οι μισθοί είναι στα Τάρταρα.

Χαρακτηριστικό της ευκολίας, αλλά και της παντοδυναμίας που έχουν εξασφαλίσει οι εργοδότες να απαλλάσσονται «εν ριπή οφθαλμού» από τους εργαζόμενους, είναι το πρόσφατο στοιχείο του συστήματος «Εργάνη», που δείχνει ότι την περίοδο Γενάρη – Νοέμβρη 2022, οι απολύσεις έφτασαν το αστρονομικό νούμερο των 2.643.224! Αριθμός που ξεπερνά ακόμα και τον απόλυτο αριθμό των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, αποτελώντας κόλαφο για την κυβερνητική προπαγάνδα περί «προστασίας των εργαζομένων», «ποιοτικών θέσεων εργασίας» και άλλων παρόμοιων που επαναλαμβάνονται βέβαια μονότονα από κάθε κυβέρνηση.

Διπλασιασμός των απολύσεων μέσα σε εφτά χρόνια!

Μάλιστα, χρόνο με τον χρόνο, η «ευελιξία» αυτή παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, με εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς να λαμβάνουν το χαρτί της απόλυσης, να εργάζονται δηλαδή σε ένα μόνιμο καθεστώς εκβιασμού από τους εργοδότες, χωρίς την παραμικρή προστασία.

Οπως δείχνουν τα στοιχεία, οι απολύσεις για το διάστημα που εξετάζουμε (Γενάρης – Νοέμβρης) σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε μια εφταετία. Συγκεκριμένα, το 11μηνο Γενάρη – Νοέμβρη του 2014, μέσα στην «καρδιά» της κρίσης, οι απολύσεις ανήλθαν σε 1.350.747, ενώ το ίδιο διάστημα φέτος, με την οικονομία σε ανάπτυξη, έφτασαν τα 2.643.224, παρουσιάζουν δηλαδή αύξηση κατά 95,68%! Η πορεία στο μεσοδιάστημα είναι επίσης αυξητική, αν εξαιρέσουμε τη διετία της πανδημίας (2020 – 2021) και τις ειδικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν, κάτι που αποτυπώνει με τον πιο δραματικό τρόπο την εφαρμογή και «ωρίμανση» της λαίλαπας των αντεργατικών νόμων που ψήφισαν και υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία.

Η αντεργατική «σκυταλοδρομία» των κυβερνήσεων

Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση είναι το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου αντεργατικού σχεδίου, στο οποίο οι κυβερνήσεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είχαν η καθεμιά τη δική της συνεισφορά. Από την αύξηση της «δοκιμαστικής περιόδου» του μισθωτού από τους 2 στους 12 μήνες και την απόλυσή του χωρίς αποζημίωση, μέχρι τη μείωση της αποζημίωσης σε περίπτωση «έγκαιρης» κοινοποίησης της απόλυσης, αλλά και την αύξηση του αριθμού των ομαδικών απολύσεων και τελευταία με τον άθλιο νόμο Χατζηδάκη, που επιτρέπει στον εργοδότη να μην επαναπροσλάβει τον απολυμένο, ακόμα και όταν η απόλυση κριθεί από τα δικαστήρια παράνομη, προσθέτοντας λίγα ψίχουλα στη γλίσχρα αποζημίωση. Ολοι τους, λοιπόν, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, έφτιαξαν ένα καθεστώς «ασυλίας» για την εργοδοσία προκειμένου να απολύει κατά το δοκούν, να μην έχει καμιά ουσιαστική δέσμευση απέναντι στο προσωπικό.

Πρόκειται για αντεργατικές νομοθετικές παρεμβάσεις για λογαριασμό του κεφαλαίου, που μετέτρεψαν εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς σε υποψήφιους ανέργους, που ανά πάσα στιγμή είναι «υπ’ ατμόν», καλλιεργώντας διαρκές κλίμα ανασφάλειας για τη δουλειά και το εισόδημα. Από το περασμένο καλοκαίρι, μάλιστα, ο νέος νόμος για τον ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ – Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης) κατοχυρώνει και τυπικά τον ρόλο του οργανισμού ως ενός ακόμα εργαλείου ανακύκλωσης των εργαζομένων μέσα από τα ολιγόμηνα προγράμματα επιδότησης της εργοδοσίας για «προσλήψεις», με τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» και τον πακτωλό χρημάτων που καταλήγουν στις επιχειρήσεις για τον σκοπό αυτό.

Επί της ουσίας, απολύσεις, «ευελιξία» και απουσία Συμβάσεων αποτελούν το τρίπτυχο ενός αδυσώπητου μηχανισμού που συμπιέζει τους εργατικούς μισθούς, κλιμακώνει την εκμετάλλευση, ενώ στον αντίποδα αυξάνει την κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Ζωή με μισθό κάτω από 500 ευρώ

Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε το 2021 (συγκεντρωτικά στοιχεία «Εργάνη»), το 18,26% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να έχουν μεικτό μισθό κάτω ή ίσο με τα 500 ευρώ! Επίσης, το 3,01% με μεικτό μισθό από 501 έως 600 ευρώ, το 12,58% από 601 έως 700 ευρώ μεικτά, το 13,19% από 701 έως 800 ευρώ μεικτά και το 8,81% από 801 έως 900 ευρώ μεικτά. Συνολικά το 55,85% των μισθωτών είχαν ως μεικτό μισθό κάτω από το όριο των 900 ευρώ, από τα οποία θα πρέπει να αφαιρέσουμε τουλάχιστον το 16% των ασφαλιστικών εισφορών.

Η διαρκής χειροτέρευση της θέσης των μισθωτών την τελευταία δεκαετία αποτυπώνεται και σε σχετικά στοιχεία του ΕΦΚΑ. Παίρνοντας για σύγκριση τον μήνα Δεκέμβρη, διαπιστώνουμε ότι ο μέσος μισθός υποχώρησε από τα 1.241,10 ευρώ μεικτά το 2011, στα 924,12 ευρώ το 2017 (περίοδος διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) για να διαμορφωθεί στα 971,61 ευρώ μεικτά το 2021, παραμένοντας δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από μια δεκαετία. Μάλιστα, στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης, που αφορά τρεις στους δέκα εργαζόμενους, ο μέσος (μεικτός) μισθός ήταν 613,05 ευρώ το 2011, μειώθηκε στα 397,61 ευρώ το 2017, ενώ τον Δεκέμβρη του 2021 ήταν 414,12 μεικτά.

Η κατρακύλα των μισθών πάει χέρι χέρι με την αύξηση της μερικής απασχόλησης. Ετσι το 2011 σχεδόν ένας στους πέντε μισθωτούς ήταν με τέτοιες συμβάσεις (19,43%), το 2017 το ποσοστό των συμβάσεων με μερική απασχόληση εκτινάχτηκε στο 31,27% και το 2021 ήταν στο 28,86% των μισθωτών, χωρίς σε αυτά τα ποσοστά να συνυπολογίζονται όσοι μισθωτοί αν και έχουν πλήρες ωράριο, εντούτοις εργάζονται σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας και άρα έχουν και αυτοί μικρότερους μισθούς.

Ναι, αλλά υπάρχει ο… «κατώτατος»

Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά πόσο κούφια είναι η συζήτηση γύρω από τον θεσμό του «κατώτατου μισθού» που καθορίζεται από υπουργικές αποφάσεις, φανερώνοντας ότι το μόνο που κάνει, μαζί με την «ευελιξία» που τσακίζει κόκαλα, είναι να συμπιέζει όλους τους μισθούς προς τα κάτω, να «προστατεύει» την εργοδοσία από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων για ουσιαστικές αυξήσεις.

Αλλωστε, η απαράδεκτη αυτή κατάσταση με τους μισθούς – χαρτζιλίκια δεν άλλαξε ούτε με την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού στα 714 ευρώ μεικτά από τον Μάη του 2022. Με την εκτίναξη του πληθωρισμού, μάλιστα, ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απολέσει ήδη από τον Απρίλη του 2022 το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%!

Στον αντίποδα, το μερίδιο καθαρού κέρδους, το οποίο αποτελεί δείκτη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, το πρώτο εξάμηνο του 2022 – σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας – «αυξήθηκε σημαντικά και ανήλθε σε 40,5%, έναντι 32% την αντίστοιχη περίοδο του 2021».

Ετσι, παρά την κυβερνητική προπαγάνδα, ο κατώτατος μισθός σήμερα βρίσκεται κάτω από τον κατώτατο μισθό του 2012 που ήταν στα 751 ευρώ μεικτά. Και, κυρίως, παραμένει σε πλήρη ισχύ ο νόμος ΝΔ/ΣΥΡΙΖΑ με τον οποίο ο μισθός καθορίζεται με απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης, και με βάση την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δηλαδή έχει ως προϋπόθεση την κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Υπενθυμίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν από τις εκλογές του 2015, δεσμευόταν ότι ο …πρώτος νόμος που θα έφερνε στη Βουλή θα ήταν η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Αντί αυτού, διατήρησε επί 4 ολόκληρα χρόνια τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μεικτά, όπως και το αίσχος του «υποκατώτατου» των 511 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 χρόνων, δίνοντας τη δυνατότητα στην εργοδοσία όχι μόνο να εκμεταλλεύεται τους εν λόγω άθλιους κατώτατους μισθούς αλλά και να τους αξιοποιήσει ως μοχλό για να συμπιέσει παραπέρα συνολικά τους μισθούς των εργαζομένων.

Τον Φλεβάρη του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, βάζοντας μπροστά το «καρότο» μερικών δεκάδων ευρώ στον κατώτατο μισθό (διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ μεικτά, δηλαδή 100 ευρώ λιγότερα από όσο ήταν έως το 2012), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε εφαρμογή έναν από τους πιο εμβληματικούς μνημονιακούς νόμους: Τον νόμο 4172/2013 για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, γνωστό μέχρι τότε ως νόμο Βρούτση, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «νόμο – δολοφόνο» και έλεγε ότι θα τον καταργούσε, για να τον κάνει τελικά… νόμο Βρούτση – Αχτσιόγλου και με τη βούλα! Με την εφαρμογή του, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου γίνεται πλέον με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα», δηλαδή με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Με βάση ακριβώς αυτό το κριτήριο, τις «αντοχές» της «ανταγωνιστικότητας» και των καπιταλιστικών κερδών, και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη συνέχεια, μετά το 2019, η κυβέρνηση της ΝΔ απορρίπτουν σταθερά την απαίτηση εκατοντάδων συνδικάτων και τις τροπολογίες του ΚΚΕ για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

ieidiseis.gr

ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΜΗΝΗ/ΙΝΤΙΜΕ

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις