Καμπανάκι κινδύνου για φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας αλλά και για τις επιπτώσεις σε νέο κύμα ανατιμήσεων κρούουν παράγοντες της αγοράς με αιχμή το ράλι τιμών στην ενέργεια.

Σε απόγνωση βρίσκονται όσοι καταναλωτές επένδυσαν τα προηγούμενα χρόνια αρκετές χιλιάδες ευρώ σε καυστήρες φυσικού αερίου για τα συστήματα θέρμανσης. Με δεδομένο ότι μέχρι πέρυσι το φυσικό αέριο ήταν περίπου 30% φτηνότερο από το πετρέλαιο θέρμανσης αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους καυστήρες πετρελαίου, με ορίζοντα απόσβεσης λίγων χρόνων, εκμεταλλευόμενοι και τις σχετικές επιδοτήσεις των παρόχων, που βέβαια ακόμη τρέχουν. Ωστόσο πλέον η συνθήκη της διαφοράς τιμής δεν υπάρχει και όποιος επιθυμεί να μετατρέψει σε φυσικό αέριο τις υποδομές θέρμανσης θα το κάνει για άλλους λόγους, πέρα από αυτούς της τιμής.

Αποκαλυπτικά άλλωστε ήταν χτες τα στοιχεία που έδωσε στο πλαίσιο διαδικτυακής χτες ο Σύνδεσμος Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ). . Σύμφωνα, έτσι, μ τον ΣΕΕΠΕ η τιμή του φυσικού αερίου ακριβότερη και διαμορφώνεται στα 0,974 ευρώ ανά κιλοβατώρα έναντι 0,955 για το πετρέλαιο θέρμανσης.

Τούτων δοθέντων και με τα προβλήματα που καταγράφονται στην αγορά αλλά και τον κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας ο ΣΕΕΠΕ ζητά επέκταση του επιδόματος θέρμανσης στη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών, δηλαδή να καταργηθούν τα εισοδηματικά κριτήρια ή να εξαιρεθεί το 5 – 10% των υψηλότερων εισοδημάτων. Είναι προφανές ότι κυρίαρχη και στον κλάδο που έχει άμεση γνώση της αγοράς είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης των τιμών στην καταναλωτική συμπεριφορά.

Τα δεδομένα άλλωστε είναι αμείλικτα. Το φυσικό αέριο έχει πολλαπλασιάσει την τιμή του, το πετρέλαιο θέρμανσης πωλείται σε τιμές 45% ακριβότερες σε σχέση με πέρυσι, ενώ η τιμή του ρεύματος είναι στα ύψη. Με βάση τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας σήμερα η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στα 212,10 ευρώ/MWh, δηλαδή λίγο χαμηλότερα από χθες και προχθές αλλά σταθερά πάνω από τα 200 ευρώ και πολύ πάνω από τα 134,73 ευρώ, που ήταν η μέση τιμή του Σεπτεμβρίου.

Ήδη βέβαια τα νοικοκυριά και οι επαγγελματίες λαμβάνουν τους πρώτους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς με τα νέα δεδομένα τιμών και βέβαια τη σκληρή πραγματικότητα.

ΟΙ ΜμΕ

Στο μεταξύ σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής, αναμένεται να οδηγήσει η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας τον Σεπτέμβριο. Συγκεκριμένα, το 68% των ΜΜΕ εκτιμούν, ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής, καθώς όσο περισσότερο εξαρτημένες είναι οι επιχειρήσεις από το ενεργειακό κόστος, τόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένουν από τις διεθνείς αυξήσεις.

Ανατιμήσεις

Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει το ΒΕΑ, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν, ότι οι τιμές των προϊόντων / υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10% εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%! Μάλιστα από την έρευνα του Β.Ε.Α προκύπτει, ότι σημαντικές αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν ακόμη και εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν εξαρτώνται υπέρμετρα από το ενεργειακό κόστος.

Και όλα αυτά, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα από παρόχους, κυριαρχεί ως μορφή ενέργειας και αποτελεί το βασικό ενεργειακό κόστος για το 95% περίπου των επιχειρήσεων. Με ποσοστά κάτω από το 10% ακολουθούν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και πετρέλαιο, ενώ το ποσοστό των εταιρειών που κάνουν χρήση των φωτοβολταϊκών, είναι ελάχιστο.

Συνολικά, η ενέργεια αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, με την Έρευνά του ΒΕΑ να αναδεικνύει, ότι η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο μέγεθος της εταιρίας, καθώς για το ένα τρίτο των εταιρειών με προσωπικό άνω των 50 ατόμων, το ενεργειακό κόστος ξεπερνά το 20% και για ένα άλλο τρίτο το 35%.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, έχει το γεγονός ότι το 9% των επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην έρευνα, δεν γνώριζαν το ποσοστό συμμετοχής του ενεργειακού κόστους στο συνολικό κόστος παραγωγής τους. Ένα ενδιαφέρον γεωγραφικό στοιχείο, θέλει τις επιχειρήσεις – κυρίως του ανατολικού τομέα και στη συνέχεια του κεντρικού τομέα της Αττικής – να έχουν ακόμη μεγαλύτερο κόστος ενέργειας, ενώ πρέπει να σημειωθεί, ότι τόσο η παραγωγή, όσο και οι υπηρεσίες της βιοτεχνίας, έχουν την ίδια ενεργειακή απαίτηση.

Ανεπαρκή τα μέτρα

Όπως τονίζεται σχετικά η ενεργειακή κρίση βρίσκει την πραγματική οικονομία ανοχύρωτη, καθώς τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες δεν έχουν ακόμη αναζητήσει τρόπους για παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έναντι του μόλις 10% εξ’ αυτών, που το έχει ήδη κάνει. Σημειώνεται, ότι με την ενεργειακή κρίση να δείχνει επί του παρόντος ανεξέλικτη, τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες, προχωρούν σε αμυντικές κινήσεις στρατηγικής, σχεδιάζοντας την αγορά μηχανημάτων χαμηλότερης ενεργειακής κλάσης ή παραγωγής ΑΠΕ, με χρηματοδοτικές ενισχύσεις.

Την ίδια στιγμή, η Κυβέρνηση δείχνει μεν να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και να προχωράει στις εξαγγελίες σειράς μέτρων, ωστόσο οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν φαίνεται να ικανοποιούνται, καθώς περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (51%) που συμμετείχαν στην Έρευνα του Β.Ε.Α αξιολογούν τα κυβερνητικά μέτρα ανεπαρκή, 45,9% επαρκή σε μικρό βαθμό, με μόνο ένα 3% να θεωρεί πως αυτά επαρκούν σε μεγάλο βαθμό.

Προτάσεις

Ερωτηθείσες τέλος οι επιχειρήσεις σχετικά με τις δικές τους προτάσεις για το κόστος ενέργειας, πρότειναν μέτρα όπως:

• Απεξάρτηση τελικού τιμολογίου πληρωμής από έμμεσες χρεώσεις (Δημοτικά Τέλη, ΕΡΤ κ.λπ)

• Απορρόφηση ΟΤΣ

• Αυστηρός έλεγχος του καρτέλ των παρόχων

• Επαναφορά του τιμολογίου για Γ21Β (βιοτεχνικό)

• Επιδότηση για την μισό της αύξησης στο μαζούτ. Όμοια στο ηλεκτρικό.

• Επιδότηση φωτοβολταϊκών για επιχειρήσεις

• Επιπλέον εκπτώσεις σε επιχειρήσεις που το ρεύμα είναι από τις πρωτεύουσες δαπάνες!!

• Μείωση κόστους παραγωγής ενέργειας και όχι αύξηση από τη στιγμή που έχουν τοποθετηθεί χιλιάδες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταικά.

• Κατάργηση ΕΦΚ σε ενέργεια

• Λιγότερα Δημοτικά τέλη

• Μείωση ειδικού φόρου κατανάλωσης, επαναφορά σε λειτουργία στις λιγνιτικές μονάδες σε περιόδους ενεργειακής κρίσης

• Μείωση τιμής στο ρεύμα, ή μείωση υπολοίπων εισφορών

• Το έργο της παραγωγής ανανεώσιμης μορφής ενέργειας, να είναι στην ευθύνη των εταιριών που προωθούν και πωλούν την ενέργεια και όχι των πελατών τους.

• Χαμηλότερο τιμοκατάλογο για παραγωγικές επιχειρήσεις.

Καμπανάκι κινδύνου

Είναι χαρακτηριστικό όπως ανέφερε με αφορμή την έρευνα ο πρόεδρος του Β.Ε.Α Παύλος Ραβάνης «η αύξηση του κόστους ενέργειας, αναμφισβήτητα θα μεταφερθεί στα προϊόντα, καθώς δεν θα μπορέσει να το απορροφήσει η επιχείρηση. Το επιπλέον κόστος, θα κληθεί να το επιβαρυνθεί τόσο ο καταναλωτής, όσο και ο ίδιος ο επιχειρηματίας, ειδικά για όσους εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, η αύξηση της τιμής τους θα τα καθιστά πλέον, μη ανταγωνιστικά.»

Από την πλευρά του ο Α΄ αντιπρόεδρος του Β.Ε.Α Κωνσταντίνος Δαμίγος ανέφερε ότι «ιδιαίτερα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα, είναι κυρίως αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα, όπως η οικοδομή, στερούνται ήδη πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής τους. Καταγράφονται καθυστερήσεις στην κατασκευή έργων, καθώς μια παραγγελία, καθυστερεί να υλοποιηθεί, από μια εβδομάδα έως δέκα μέρες».

Όπως τόνισε επίσης ο Γ΄ Αντιπρόεδρος του Β.Ε.Α Γιώργος Παύλου αναφέρει «οι αυξήσεις σε προϊόντα που ήδη καταγράφονται, φτάνουν το 5%, αλλά θεωρώ ότι αυτό το ποσοστό το προσεχές διάστημα θα αυξηθεί, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την ενίσχυση της βιοτεχνίας».

Γιώργος Αλεξάκης

news247.gr

SHUTTERSTOCK

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις